Οι στήλες καπνού υψώνονταν στον ουρανό πάνω από την πόλη. Ο δούκας μπορούσε να τις δει από χιλιόμετρα μακριά. Ένα μαύρο σύννεφο απλωνόταν και κάλυπτε την πρωτεύουσα του εχθρού του. Όσο πιο κοντά ερχόταν, τόσο πιο έντονη γινόταν η οσμή του θανάτου.
«Ήταν λάθος να τον εμπιστευτούμε, άρχοντα μου», είπε ο σύμβουλος του.
«Αυτό θα το κρίνουμε αργότερα», απάντησε ο δούκας.
Η πομπή που τον συνόδευε έφτασε κάτω από τα τείχη της πόλης. Μερικοί στρατιώτες με ασημένιες πανοπλίες και φίδια ζωγραφισμένα στις ασπίδες τους, περιπολούσαν. Ένας από αυτούς αναγνώρισε το λάβαρο του δούκα και φώναξε να ανοίξουν οι πύλες.
Ο δούκας είχε την αίσθηση πως βρισκόταν κοντά σε έναν βόθρο. Τόσο άσχημη ήταν η μυρωδιά που πλανιόταν στον αέρα. Διακόσιες χιλιάδες ψυχές κατοικούσαν στην πρωτεύουσα και η δυσοσμία ήταν κάτι το φυσιολογικό. Δεν ήταν η βρώμα της φτώχειας και των υπονόμων όμως αυτό που μύριζε ο δούκας. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι χειρότερο. Ήταν ο θάνατος.
Το θέαμα που αντίκρισε όταν τα φύλλα της πύλης υποχώρησαν, τον άφησε έκθαμβο. Η κάπνα και η στάχτη είχαν κατακάτσει στους δρόμους της πόλης, μαυρίζοντας τους εντελώς. Όρθιο κτίριο δεν μπορούσε να δει για πολλά μέτρα και ότι στεκόταν ακόμα, είχε μετατραπεί σε ερείπιο. Ένα αποκαλυπτικό θέαμα. Μια βιβλική καταστροφή. Και μπροστά στα μάτια του στεκόταν χαμογελαστός, ο αρχάγγελος του θανάτου. Ο αρχηγός των μισθοφόρων που ο δούκας είχε προσλάβει για να του παραδώσει την πόλη. Η ασημένια πανοπλία του ήταν γεμάτη ξεραμένο αίμα, το ίδιο και το σπαθί που κρεμόταν από τη ζώνη του. Το πρόσωπο του, τα χέρια του ακόμα και τα κατάμαυρα γένια του, είχαν γίνει κόκκινα από τη σφαγή.
Ο δούκας κατέβηκε σαστισμένος από το άλογο του, ακολουθούμενος από τον σύμβουλο του.
«Συλλάβετε τον και εκτελέστε τον αμέσως», του ψιθύρισε.
«Όχι ακόμα. Πρώτα πρέπει να δώσει εξηγήσεις. Περίμενε με εδώ. Και οι φρουροί το ίδιο».
«Άρχοντα μου…»
«Κάνε όπως σου είπα». Το βλέμμα του δούκα άστραφτε. Ο σύμβουλος ήξερε πως δεν θα σήκωνε αντιρρήσεις, ακόμα και από αυτόν.
Ο αρχηγός των μισθοφόρων χαμογελούσε. Το βαρύ βήμα του δούκα και η θυμωμένη του έκφραση δεν τον έκαμπταν. Ο αρχηγός δεν ήταν σαν τους υπηκόους και τους αυλικούς του δούκα. Εκείνος είχε σπονδυλική στήλη και δεν λύγιζε εύκολα.
«Άρχοντα μου», είπε με δυνατή φωνή, γεμάτη ευχαρίστηση. «Η πρωτεύουσα είναι δικιά σου». Με μια χειρονομία, έδειξε στον δούκα ότι είχε απομείνει από την πάλε πότε κραταιά πόλη. Εν μια νυκτί μετετράπη σε ένα κέλυφος του παλιού της εαυτού. Δεν χρειαζόταν να την δει ολόκληρη ο δούκας για να το καταλάβει. Το μύριζε. Το αισθανόταν.
«Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας, διοικητά. Θα μου παρέδιδες την πρωτεύουσα, όχι τα αποκαΐδια της», είπε θυμωμένος ο δούκας, φροντίζοντας να διατηρεί χαμηλό τον τόνο της φωνής του, για να μην τον ακούσουν οι υπόλοιποι μισθοφόροι στρατιώτες που τριγυρνούσαν. Η συνοδεία του δεν θα μπορούσε να τον σώσει από την οργή τους.
«Λοιπόν, είπες ότι την πληρωμή μας θα την βρίσκαμε στην πόλη. Μας υποσχέθηκες το χρυσάφι της. Και εμείς το πήραμε». Ο αρχηγός των μισθοφόρων δεν σταμάτησε στιγμή να χαμογελάει. Ούτε όταν ο δούκας τον πλησίασε και κόλλησε το πρόσωπο του στο δικό του.
«Αυτό που έκανες είναι έγκλημα και θα φροντίσω να απαντήσεις».
«Με απειλείτε, άρχοντα μου;». Ο τόνος του διοικητή ήταν ειρωνικός. Ήξερε ότι ο δούκας δεν είχε τα μέσα για να τον συλλάβει. Δεν ήξερε όμως όλη την αλήθεια.
«Τα στρατεύματα μου θα καταφθάσουν σε τρεις μέρες και τότε θα δούμε τι πραγματικά αξίζει η μισθοφορική εταιρεία σου. Το κεφάλι σου θα κοσμεί τον τοίχο μου, αγροίκε».
«Αγροίκε;» Τα μάτια του διοικητή στράφηκαν προς το έδαφος, γεμάτα περισυλλογή. «Άρχοντα μου, θα είχατε την καλοσύνη να περπατήσετε μαζί μου και να συζητήσουμε για λίγο;»
«Τι θα μπορούσαμε να πούμε εμείς οι δυο;».
«Μου αξίζει τουλάχιστον μια ευκαιρία να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αν δεν πειστείτε από τα επιχειρήματα μου, τότε θα παραδοθώ μόνος μου. Το μόνο που ζητώ είναι την ειλικρίνεια και την αντικειμενικότητα σας».
Ο δούκας παρατήρησε το τοπίο που απλωνόταν πίσω από τον διοικητή. Τους χωμάτινους δρόμους γεμάτους αίμα και τα ρυάκια που κυλούσαν τα απόβλητα των φτωχογειτονιών και τώρα έχουν μπλοκαριστεί από τα πτώματα των πολιτών.
«Θα είναι δύσκολο», είπε ο δούκας.
Ο διοικητής, χαμογελώντας και υποκλινόμενος ελαφριά του ζήτησε να τον ακολουθήσει, χωρίς τα άλογα τους.
«Η πόλη είναι στα χέρια σας, άρχοντα μου. Αυτό δεν θέλατε;»
«Ήθελα μια πόλη, όχι ένα σωρό από συντρίμμια και πτώματα. Οι εντολές σου ήταν ξεκάθαρες και εσύ τις παρέβηκες. Αυτό τιμωρείται με θάνατο».
Οι δύο άντρες άφηναν σιγά σιγά πίσω τους τις φτωχικές γειτονιές της πρωτεύουσας. Τα στενά αντικαθιστούνταν από πιο πλατύς δρόμους, οι καμένες παράγκες από πετρόκτιστα σπίτια και το χώμα και η λάσπη από μάρμαρο και τσιμέντο. Οι πλουσιότερες περιοχές είχαν διασωθεί κάπως από τις φλόγες και την καταστροφή, τα σημάδια της μάχης όμως ήταν εμφανή και εδώ.
«Όταν μπήκαμε στην πόλη, οι εχθροί δεν παραδόθηκαν αμέσως», άρχισε να εξηγεί ο διοικητής. «Οι φρουροί συνέχισαν να μάχονται, σπίτι με σπίτι, δρόμο με δρόμο. Οι λαβύρινθοι των φτωχογειτονιών ήταν σφαγείο για εμάς. Το να κάψουμε ολόκληρα τετράγωνα ήταν η μοναδική λύση».
«Μαζί κάψατε και μερικές χιλιάδες ανθρώπους», απάντησε ο δούκας. «Μην προσπαθείς να δικαιολογήσεις τη σφαγή, διοικητά. Αν θέλατε, μπορούσατε να πάρετε την πόλη χωρίς να χαθούν τόσες αθώες ζωές».
«Θα χανόντουσαν πολλοί άντρες μου», απάντησε κοφτά ο διοικητής. «Εκτιμάς τις ζωές των εχθρών περισσότερο από αυτές όσων πολεμούν για εσένα;»
«Δεν είναι εχθροί μου», είπε με σφιγμένο φωνή ο δούκας.
«Τότε γιατί τους επιτέθηκες;».
Ο δούκας δεν απάντησε. Το βλέμμα του έφυγε από τον διοικητή και το αλαζονικό του χαμόγελο και πήγε σε δύο στρατιώτες που κουβαλούσαν το σώμα μιας γυναίκας. Ήταν εμφανώς ανώτερης τάξης .Το φόρεμα της ήταν σκισμένο και βουτηγμένο στο αίμα. Το πρόσωπο της καμένο.
«Αυτό πως το δικαιολογείς;», έδειξε προς την νεκρή γυναίκα ο δούκας. «Αντιστάθηκε και αυτή;»
«Όταν καταφέραμε να σπάσουμε τον κλοιό τον υπερασπιστών, οι εχθροί δεν παραδόθηκαν. Απλά υποχώρησαν πιο μέσα στην πόλη. Έπρεπε να τους σκοτώσουμε μέχρι ενός. Ο δρόμος από εδώ μέχρι το παλάτι ήταν στρωμένος με πτώματα, πριν τα μαζέψουμε για χάρη σας, άρχοντα μου. Μετά το πέρας της μάχης, οι στρατιώτες μου απλά ξέσπασαν. Είχαν χύσει πολύ αίμα και στο παλάτι υπήρχε λίγος χρυσός, μιας και ο αντίπαλος σας το έσκασε προτού φτάσουμε. Καθυστερήσατε να μας στείλετε άλλωστε».
«Και την πλήρωσαν οι αθώοι πολίτες;». Ο δούκας είχε θυμώσει, το πρόσωπο του ήταν κοκκινισμένο και το βλέμμα του θύμιζε αρπαχτικό έτοιμο να κατασπαράξει τη λεία του. «Τι εννοείς ξέσπασαν;», φώναξε. «Δεν μπορείς να τους ελέγξεις;»
«Άρχοντα μου», απάντησε με ήρεμη φωνή ο διοικητής. «Ήξερες πολύ καλά τι θα συνέβαινε. Περίμενες ειλικρινά όλοι αυτοί οι στρατιώτες να αρκεστούν στον χρυσό του παλατιού; Γιατί εκπλήσσεσαι τώρα;»
«Επειδή δεν είστε τίποτα άλλο παρά λυσσασμένα σκυλιά, διοικητά. Εσύ και οι στρατιώτες σου».
«Και τι είναι χειρότερο άρχοντα μου; Το λυσσασμένο σκυλί ή αυτός που του κόβει το λουρί;»
Ο δούκας χαμήλωσε το βλέμμα του, γεμάτος σκέψεις. Ο διοικητής είχε δίκιο, δεν έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Παρόλα αυτά το έκανε και τώρα πλήρωνε το τίμημα. Η πόλη που τόσο διακαώς επιθυμούσε, δεν είναι παρά ένα απέραντο νεκροταφείο. Τα λίγα κτίρια που διασώθηκαν και οι ελάχιστοι τρομοκρατημένοι πολίτες που είναι ακόμα ζωντανοί δεν αρκούν για να αναπληρώσουν τη ζημιά που έγινε.
«Πιστεύεις δηλαδή ότι η ευθύνη είναι δικιά μου, διοικητά;», ρώτησε ο δούκας.
«Αυτή είναι η φύση του πολέμου, άρχοντα μου. Δεν υπάρχουν νόμοι ή κανόνες».
«Έχεις άδικο, διοικητά. Υπάρχουν άγραφοι νόμοι που τηρούνται συνήθως. Εγώ ποτέ δεν διέπραξα καμία σφαγή».
«Τότε έπρεπε να συνεχίσεις μόνος σου τον πόλεμο, άρχοντα μου. Οι νόμοι σας δεν ισχύουν για εμάς τους μισθοφόρους. Δεν μπορείς να ισχυριστείς άγνοια περί αυτού».
Ο άνεμος μετέφερε μακριά την μυρωδιά του θανάτου και τον καπνό από τη μάχη και τις φλόγες. Η άβολη αλήθεια που είχε υπενθυμίσει στον δούκα ο διοικητής, τον τρύπαγε κατευθείαν στην καρδιά.
«Τελικά, δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί, σωστά διοικητά;»
Ο διοικητής δεν απάντησε κατευθείαν. Κοίταξε λίγο τον δούκα. Τα μάτια του δεν ήταν στραμμένα πάνω του.
«Θέλετε να δείτε το παλάτι, άρχοντα μου; Το αφήσαμε σε καλή κατάσταση».
«Δεν με απασχολεί το παλάτι. Εσύ με απασχολείς».
«Και πάνω που νόμιζα ότι σας έπεισα», είπε με λύπη στη φωνή του ο διοικητής. Το χαμόγελο όμως δεν έσβηνε.
«Με έπεισες διοικητά. Έχεις δίκιο, είμαστε ίδιοι και φέρουμε την ίδια ευθύνη για αυτήν την καταστροφή. Δυστυχώς για εσένα, δεν μπορώ να επιτρέψω ο υπόλοιπος κόσμος να με βλέπει σαν έναν σφαγέα. Ένα σκυλί. Ένα…»
«Μισθοφόρο;»
Ο δούκας χαμογέλασε για πρώτη και έγνεψε. Έστρεψε την πλάτη του στον διοικητή και άρχισε να περπατά προς την πύλη της πόλης.
«Θα τα πούμε ξανά σε δύο μέρες, διοικητά. Και ευχαριστούμε που έκαψες τις φτωχογειτονιές. Μας έκανες το έργο πιο εύκολο».
Ο διοικητής δεν ανησυχούσε. Η μοίρα του ήταν προδιαγραμμένη και αυτό του προσέφερε μια ανακούφιση. Και τουλάχιστον, ο δούκας είχε κρατήσει τον λόγο του. Αφού τον έπεισε για την αθωότητα του, δεν απαίτησε την παράδοση του, όπως είχαν συμφωνήσει. Θα είχε ενδιαφέρον να αντιμετωπίσει στη μάχη αυτόν τον έντιμο άρχοντα.
Πηγή εικόνας:
https://en.wikipedia.org/wiki/Great_Fire_of_London