Η διαταγή της τούρκικης κυβέρνησης ήταν σαφής. Μια βδομάδα προθεσμία. Φωτιά πήρε η μάνα. Μέσα σε τρεις μέρες πούλησε όλο μας το βιος, τίποτες δεν άφησε. Τον παρά απ΄ αυτά που πούλησε τον έκανε μασούρι και τον έβαλε στον κόρφο της.
Σε μας δεν είπε πολλά πράγματα, μόνο πως θα φεύγαμε. «Θα πάμε στην Ελλάδα» μας ανακοίνωσε και αυτό ήταν. «Μα καλά μάνα και το σπίτι μας εδώ; Τα πράγματά μας;» «Θα πάρουμε άλλα εκεί» απάντησε κοφτά και μας γύρισε την πλάτη. Εκείνη η πλάτη! Πόσα έλεγε και πόσα έκρυβε. Πάντα έτσι ήταν η μάνα. Δεν έλεγε πολλά. Κι από τότε που έφυγε ο πατέρας, έλεγε ακόμα λιγότερα. Θαρρώ πως την φοβόμασταν λίγο. Είχε κάτι το άγριο το βλέμμα της, σκιαζόσουν να την κοιτάξεις κατάματα. Και με το φευγιό του πατέρα είχε αγριέψει πιότερο.
Μα εγώ την καταλάβαινα. Μόνη πολεμούσε να τα φέρει βόλτα. Το σπίτι , τα χωράφια, τα παιδιά που μεγάλωναν. Και τους τούρκους που όλο και μας γυρόφερναν εμάς τους γραικούς. Την καρδιά της την είχε κλειδώσει από τότε που΄ φυγε ο πατέρας και δεν έδειχνε πια ούτε τρυφεράδα ούτε αγάπη.
Το τελευταίο βράδυ μαζέψαμε όλα μας τα πράγματα, ό,τι είχε απομείνει δηλαδή. Το σπίτι έμεινε άδειο και τα αδέλφια μου βρήκαν ευκαιρία και έτρεχαν πέρα δώθε σαν δαιμονισμένα. Ανάστατα ήταν, δεν καταλάβαιναν πολλά. Είχε πια νυχτώσει και ανάψαμε τη λάμπα. Το δωμάτιο, χωρίς έπιπλα, φάνταζε πιο μεγάλο και οι σκιές μας, τεράστιες, έπαιζαν θαρρείς τον καραγκιόζη στους απέναντι άδειους τοίχους.
Κάποια στιγμή η μάνα με φώναξε παράμερα. «Σουλτάνα έλα να σου πω.» Πήγα. Έβαλε το χέρι της στον κόρφο της και τράβηξε έξω το μασούρι με τον παρά. Μου το΄ βαλε στο χέρι. «Άκου κόρη μου τι θα σου πω. Εδώ είναι όλα μας τα χρήματα. Μ΄ αυτά θα μπορέσουμε να πορευτούμε σαν πάμε στην Ελλάδα. Εκεί δεν θα΄ χουμε κανένα να μας βοηθήσει. Μόνες και μονάχες θα΄ μαστε, ώσπου να μας βρει ο πατέρας σου. Άκουσα πως οι τούρκοι κάνουν αυτές τις ημέρες επιδρομές στα σπίτια των ελλήνων. Ξέρουν πως όλοι μας πουλήσαμε το βιος μας και στα σπίτια μας υπάρχουν παράδες. Μπαίνουν με το στανιό και τα κλέβουν. Θα ΄ ρθουν και σε μας, το ξέρω. Ψες το πρωί στο παζάρι είδα τον Βαγιαζήτ Μπέη και με κοιτούσε παράξενα. Έκαμα πως δεν κατάλαβα μα είμαι σίγουρη πως απόψε θα΄ρθουν κι από δω. Θα ψάξουν για τα λεφτά. Αν τα βρουν και τα πάρουν, Σουλτάνα, χαθήκαμε. Χωρίς λεφτά σε ξένο μέρος , δεν θα αντέξουμε ούτε βδομάδα. Γι ΄ αυτό στα δίνω κόρη μου. Εσένα όσο να΄ ναι, κορίτσι πράγμα, θα σε σεβαστούν. Ο Βαγιαζήτ Μπέης ήξερε τον πατέρα σου καλά, τον εκτιμούσε. Την κόρη του χριστιανού συγχωριανού του δεν θα τολμούσε να την ακουμπήσει. Έχει κι αυτός κόρη στην ηλικία σου και νιώθει. Άμα θα΄ ρθουν λοιπόν, πέσε στο στρώμα και κάμε την άρρωστη. Κι ο Θεός να μας λυπηθεί.»
Πήρα τα λεφτά και τα πέρασα στο ζωνάρι μου κάτω από το φουστάνι μου. Φόρεσα από πάνω την ποδιά μου και το σάλι στους ώμους μου. Τίποτες δεν φανέρωνε πως είχα πάνω μου μια ολάκερη περιουσία. Συνεχίσαμε αμίλητες τη δουλειά μας. Δεν πέρασε μισή ώρα όταν ακούσαμε φασαρία έξω από το σπίτι. Τρεχαλητά από αλόγατα και φωνές άγριες αντρών. Η πόρτα βρόντηξε. Τα μωρά μαζεύτηκαν στη φούστα της μάνας τρομαγμένα. Εκείνη με κοίταξε με ήρεμο ύφος . «Σύρε ξάπλωσε στο στρώμα» μού πε σιγανά και τράβηξε να ανοίξει την πόρτα. Δεν πρόλαβε καλά καλά να γυρίσει το μάνταλο και όρμησαν μέσα στο δωμάτιο πέντε θεριά ανήμερα , με τα πρόσωπα σκεπασμένα. Σιωπηλοί, άρχισαν να ψάχνουν στα λιγοστά πράγματα που είχαν απομείνει. Τα μωρά είχαν μαζευτεί σαν κουβαράκι και κλαψούριζαν στην αγκαλιά της μάνας που΄ χε απλώσει τα χέρια γύρω τους και τα ΄ σφιγγε πάνω της. Εγώ πεσμένη στο στρώμα έπιανα την κοιλιά μου και κλαψούριζα. Ένας απ΄ αυτούς ήρθε κοντά μου. Με κοίταξε καλά καλά κι έπειτα γύρισε στη μάνα μου . «Τι έχει αυτή;» γρύλισε. « Η κοιλιά της» αποκρίθηκε η μάνα μου «απ΄ το πρωί. Και πώς θα φύγουμε αύριο;» Αυτός ξαναγύρισε προς το μέρος μου. Άπλωσε το χέρι του, μ΄ άρπαξε άγρια και με πέταξε μακριά απ΄ το στρώμα. Έβγαλε το σουγιά απ΄ το ζωνάρι του και το έσκισε. Σ΄ ένα λεπτό το΄ χε ξεκοιλιάσει. Μα τα λεφτά δεν βρέθηκαν. Εγώ είχα πιάσει μια γωνιά και μισόκλαιγα «Όϊ όι όι η κοιλιά μου, πώς πονεί!» Μια ώρα μείνανε στο σπίτι μας οι άντρες του Βαγιαζήτ Μπέη. Τα πάνω κάτω φέρανε, μα τα λεφτά δεν τα ηύρανε. Είδαν και απόειδαν και στο τέλος αποφάσισαν να φύγουν. Φεύγοντας γύρισαν προς τη μάνα. «Χαιρετίσματα στον άντρα σου αν τον ξαναδείς, Μαρία.»
Φύγανε σαν αγέρας αφήνοντας την πόρτα ορθάνοιχτη. Για πέντε λεπτά δεν κουνήθηκε κανένας μας. Ούτε αναπνοή δεν παίρναμε. Έτσι μου φάνηκε. Στο τέλος ακούστηκε το Δεσποινιώ. «Τώρα μάνα να βγω να ψάξω τον Μαύρο;» Ο Μαύρος ήταν ο γάτος μας και ήταν χαμένος από ψες το μεσημέρι.
Τα λόγια της Δέσποινας ήταν λες το σινιάλο για να συνέλθουμε. Η μάνα έτρεξε να κλείσει την πόρτα και να την ασφαλίσει με το μάνταλο. Έπειτα ήρθε κοντά μου. «Είσαι καλά;» με ρώτησε κι εγώ έγνεψα και την αγκάλιασα ανακουφισμένη.
Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε όλοι στο πάτωμα, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Την άλλη μέρα η μάνα μας σήκωσε πολύ πρωί. «Σύρτε να νιφτείτε και να φύγουμε. Το παπόρι δεν θα μας περιμένει.» Σε δέκα λεπτά ήμασταν έτοιμοι. Δυο μπόγοι όλο μας το βιος. Και το μασούρι ασφαλισμένο στον κόρφο της μάνας.
Φτάσαμε στο λιμάνι. Κόσμος και κοσμάκης. Σπρώχναν, αγκομαχούσαν να ανέβουν στο παπόρι, να γλυτώσουν. Μπήκαμε στη σειρά και μεις. Μα φτάνοντας στη σκάλα, η μάνα απότομα στάθηκε. Γύρισα να την κοιτάξω. Το πρόσωπό της είχε πανιάσει. Γύρισα να δω πού κοιτά. Και είδα. Στην κορφή της σκάλας του πλοίου τρεις Τούρκοι αξιωματικοί έλεγχαν έναν έναν, όλους τους επιβάτες. Τους μπόγους τους , τα ρούχα τους, τα πάντα. Αυτό ήτανε. Δεν γλυτώναμε. Το μασούρι θα το βρίσκανε, δεν υπήρχε περίπτωση. Κοίταξα τη μάνα ξανά. Τώρα; Τι κάνουμε τώρα; Είχε φτάσει πια η σειρά μας.
Και τότες η μάνα πήρε μια βαθιά ανάσα και ψιθυρίζοντας «χαμένοι για χαμένοι», έσκυψε με τρόπο στον Τούρκο. Κάτι του΄πε στο αυτί και την ίδια στιγμή του ΄ βαλε με τρόπο στο χέρι το μασούρι με τον παρά. Αυτός την κοίταξε μέσα στα μάτια. Για μια στιγμή μόνο ήταν αυτή η ματιά, για ένα δευτερόλεπτο και μετά την σκούντησε να ανέβει στο πλοίο και γύρισε σ΄ εμένα που ήμουν η επόμενη.
Ανεβήκαμε στο παπόρι. Θαρρώ πως ανάσα πήραμε μόνο σαν βρήκαμε μια γωνιά και απιθώσαμε τα πράγματά μας. Κοιταχτήκαμε χωρίς να μιλούμε. «Και τώρα μάνα τι γίνεται; Πάει ο παράς, πάει!» θρηνούσα σιγανά εγώ. Της μάνας το πρόσωπο πέτρα. Αμίλητη κοιτούσε το πέλαγο. Πέρασε ώρα πολλή και στο τέλος είπε «Αλλιώς δεν γινότανε » και δεν ξαναμίλησε.
Το ταξίδι ήταν μεγάλο και δύσκολο. Η θάλασσα μας πήρε μακριά από την πατρίδα μας και μας ταξίδεψε σ΄ ένα τόπο άγνωστο και μακρινό. Εξαντλημένοι, μπαϊλντισμένοι και ανήσυχοι, αντικρύσαμε ένα πρωί το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μέσα στο μισοσκόταδο της αυγής μου φάνηκε τόσο εχθρικό , τόσο ξένο, σαν να μας απόδιωχνε. Τι θα συναντούσαμε εδώ; Πώς θα τα βγάζαμε πέρα; Ξένοι ανάμεσα σε ξένους, χωρίς παράδες, χωρίς τίποτα. Αχ πατρίδα μου γλυκιά!! Γιατί μας έδιωξες μακριά σου;Tα χείλια μου γεύτηκαν τα δάκρυα της νοσταλγίας.
«Σήκω» μου΄ πε η μάνα. «Πάμε να βρούμε τον Τούρκο να γυρέψουμε τα λεφτά μας». «Μα θα μας τα δώκει πίσω βρε μάνα ;» ψέλλισα εγώ και την ακολούθησα. Όλο το πλοίο φέραμε βόλτα. Κάθε που βλέπαμε Τούρκο αξιωματικό, σταματούσαμε και τον κοιτούσαμε. Αλίμονο! Όλοι ήταν ίδιοι. Μαύρα μάτια και μαλλιά, λευκή στολή, δεν ξεχώριζαν. Ποιος ήταν , ποιος ήταν ο δικός μας; Ψηλός ήταν ή κοντός , είχε μουστάκι ή όχι; Δεν θυμόμουν. Μόνο εκείνα τα μάτια, δυο μαύρα κάρβουνα, είχαν χαραχτεί στη μνήμη μου. Η ώρα περνούσε και η αγωνία βάρυνε τα βήματά μας. Απελπισμένες γυρίσαμε στις θέσεις μας. Πάει! Τέλειωσε!
Η σειρήνα του πλοίου ήχησε δυνατά. Φτάσαμε . Σηκωθήκαμε και κινήσαμε προς τη σκάλα του πλοίου. Για μια ακόμη φορά Τούρκοι αξιωματικοί στέκονταν μπροστά στη σκάλα και επιτηρούσαν τον κόσμο που κατέβαινε. Φτάσαμε κι εμείς μπροστά τους.
Και τότε…… Παναγιά μου, καλή μου Παναγιά! Βλέπω έναν απ΄ αυτούς να πιάνει τη μάνα και να της βάζει κάτι στα χέρια. «Λίγο ψωμί για τα παιδιά» της είπε δυνατά. Μα σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, τον άκουσα να της λέγει στο αυτί «Αυτά, γυναίκα, είναι δικά σου, μα πρόσεχε ποιον εμπιστεύεσαι από δω και πέρα» και της έσφιξε τα χέρια . Σήκωσε η μάνα το βλέμμα και τον κοίταξε. Τα δάκρυά της έσταξαν και χάιδεψαν με ευγνωμοσύνη την τούρκικη στολή. Τον κοίταξα κι εγώ. Ναι! Αυτά τα μάτια! Τώρα τον αναγνώριζα. Τώρα δεν θα τον ξεχνούσα ποτέ.
Και δεν τον ξέχασα. Σ΄ όλη μου τη ζωή, μέχρι την τελευταία μου πνοή, μ΄ ακολούθησαν εκείνα τα μαύρα μάτια , τα μάτια του Τούρκου αξιωματικού.