Μπήκε στη καμπίνα της και η πόρτα έκλεισε ερμητικά πίσω της. Ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι και άφησε τις σκέψεις της να γεμίσουν το χώρο. Οι εικόνες του χτες προβάλλονταν συγκεχυμένες σαν ταινία βουβού κινηματογράφου. Μέσα σε έξι μόνο μήνες, τα πάντα είχαν ανατραπεί στη ζωή της. Χώρισε από ένα μεγάλο έρωτα, που διήρκεσε δυο χρόνια προβληματικής συμβίωσης, κήδεψε τον λατρεμένο της πατέρα και γνώρισε ένα νέο άντρα, με τον οποίο φοβόταν να συνδεθεί. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα και διαδέχονταν το ένα το άλλο. Θλίψη, οργή, πίκρα, αγανάκτηση, απογοήτευση, ανασφάλεια, χαρά, ενθουσιασμός. Όλα είχαν στήσει τρελό χορό μέσα στο μυαλό της. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει, όταν ξαφνικά η πόρτα χτύπησε και ο καταιγισμός των σκέψεων διακόπηκε απότομα. «Κυρία Δημητρίου ετοιμαστείτε για το δείπνο στο τραπέζι του καπετάνιου!» Ευχαρίστησε τον καμαρότο για την ενημέρωση και ετοιμάστηκε γρήγορα γιατί δεν ήθελε να την περιμένουν και κατέβηκε. Προσανατολίστηκε σχετικά εύκολα για τη τραπεζαρία του πλοίου ρωτώντας το προσωπικό, όπου και βρήκε την υπόλοιπη παρέα να κάθεται. Παρόλο το πονοκέφαλο της, προσπάθησε να συμμετέχει στις συζητήσεις με τους συνδαιτυμόνες , γρήγορα όμως αντιλήφθηκε, πως οι συζητήσεις και η προσπάθεια της να συμμετέχει σε αυτές , απλά μεγιστοποιούσαν την ένταση του πονοκεφάλου της. Όλα στα αυτιά της ηχούσαν σαν ένα βουητό. Ζήτησε συγνώμη από τη παρέα και αποχώρησε στη καμπίνα της .
Εκεί ξέσπασε σε γοερά κλάματα με αναφιλητά μέχρι που εξαντλήθηκε και χωρίς να το καταλάβει παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Όπως ήταν ξαπλωμένη , αισθάνθηκε κάτι να της ζεσταίνει το πρόσωπο της. Ξύπνησε συνειδητοποιώντας πως είχε ξημερώσει μια καινούρια μέρα και οι ηλιαχτίδες του καλοκαιρινού ήλιου έλουζαν την καμπίνα. Το φως και η ζέστη του Ήλιου την είχαν ξυπνήσει.
Κοίταξε στο καθρέπτη και αυτό που αντίκρισε τη φόβισε. Είχε ξαπλώσει όπως ήταν με τα ρούχα, χωρίς να ξεβαφτεί και με τα δάκρυα όλα είχαν σουρώσει στο πρόσωπο της. Έμοιαζε με καρικατούρα. Η εικόνα του ειδώλου της ταυτίζονταν με την εικόνα της ψυχής της. Η αυτολύπηση που αισθανόταν, μετά από όσα είχε περάσει απεικονίζονταν στο πρόσωπο της , με το μακιγιάζ της προηγούμενης μέρας να προσδίδει μεγαλύτερη δραματικότητα στο είδωλο της. Θύμιζε λίγο ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. Ανατρίχιασε! Δεν αναγνώριζε τον ίδιο της τον εαυτό! Είχε αποφασίσει όμως να φύγει μακριά από όλους και από όλα, να απεγκλωβιστεί από τη λαίλαπα του χτες, να βρει κάτι από το χαμένο εαυτό της, κάνοντας κάτι που έκανε, όταν ήταν μικρό κοριτσάκι με τον αγαπημένο της πατέρα. Όταν όλα περνούσαν με μια αγκαλιά. Μια κρουαζιέρα στη θάλασσα. Το βαθύ αιγαιοπελαγίτικο μπλε πάντα την ενέπνεε και την γέμιζε γαλήνη καθώς της αναβίωνε παλιές, γλυκές, παιδικές αναμνήσεις, γεμάτες αυθορμητισμό, σκανταλιά και ξενοιασιά.
Βρήκε λοιπόν το κουράγιο, το κέφι και τη ψυχική δύναμη αντλώντας τα από αυτές τις γλυκιες αναμνήσεις για να ετοιμαστεί και να ανέβει στο κατάστρωμα να μυρίσει λίγο θάλασσα.
Η μπουρού του πλοίου, σηματοδοτούσε, ότι είχε φτάσει στο πρώτο προορισμό της!
Την πανέμορφη Σαντορίνη ! Με φτερά στα πόδια που μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να έχει, έτρεξε στο κατάστρωμα του πλοίου, για να μη χάσει ούτε στιγμή από την εμπειρία της. Γεμάτη ενθουσιασμό που την έκανε να χαμογελά μετά από πολύ καιρό, κοίταξε γύρω της. Το βλέμμα της πλανήθηκε στα κατάλευκα σπιτάκια με τα μπλε πορτοπαράθυρα που ήταν γαντζωμένα στις παρυφές του νησιού. Τι όμορφα που δέσποζαν στο πουθενά πάνω από το βαθύ μπλε της θάλασσας. Χρώματα έντονα, μαζί με το γκρι του κοιμώμενου γίγαντα, κρατώντας ανεξίτηλες στο χρόνο τις ισορροπίες, ανάμεσα στη νεκρή φύση του ηφαιστείου και τη ζωή του νησιού. Ο αισθητικός συνδυασμός του γκρι, άσπρου, μπλε συνέθετε μια σαγηνευτική, μαγευτική που δύσκολα σε αφήνει αδιάφορο.
Από τα μεγάφωνα του πλοίου ανακοίνωναν, ότι τα καραβάκια για απέναντι ήταν δρομολογημένα κάθε δεκαπέντε λεπτά. Γύρισε στη καμπίνα της, πήρε την τσάντα της και επιβιβάστηκε σε ένα από αυτά. Η πρωινή θαλασσινή αύρα της μαστίγωνε το πρόσωπο και εξάγνιζε τις σκέψεις και τη ψυχή της από τη θλίψη του χτες. Κατεβαίνοντας στο λιμάνι αναμείχθηκε με τα πλήθη των τουριστών, ένα ανθρώπινο μωσαϊκό, που είχε κατακλύσει το νησί. Περπάτησε αρκετές ώρες στα στενά σοκάκια, χαζεύοντας στα μαγαζιά. Ο ήχος στο στομάχι της, την έκανε να θυμηθεί, ότι δεν είχε πάρει ούτε πρωινό από τη βιασύνη της να βγει στο νησί και ήταν ήδη μεσημέρι. Διάλεξε μια υπέροχη, παραδοσιακή ταβέρνα που το μπαλκόνι δέσποζε στο γκρεμό και κάθισε να φάει. Η θέα της έκοβε την ανάσα! Ένα ζευγάρι που κάθονταν παραδίπλα, της τράβηξε τη προσοχή. Ο νεαρός ιδιαίτερα τρυφερός και περιποιητικός στη σύντροφο του, της κρατούσε το χέρι καθώς τα φαγητά σερβίρονταν.
Άθελα της, αυτό το σκηνικό πυροδότησε στο μυαλό της δικές της αναμνήσεις από το , όχι κι τόσο μακρινό παρελθόν της. Θυμήθηκε με παράπονο, τον άνθρωπο που είχε ερωτευτεί παράφορα και πως ποτέ δεν της είχε δώσει ούτε μια στιγμή τρυφερότητας και αγάπης! Είχε χάσει δυο χρόνια από τη ζωή της, ταΐζοντας τον αδηφάγο υπέρμετρο εγωισμό του, δίνοντας χωρίς φειδώ και επενδύοντας σε συναίσθημα χωρίς ανταπόκριση! Αυτό την έκανε να θυμώσει με τον εαυτό της και την λάθος επιλογή της!
Πάνω που άρχιζε το πρόσωπο της να σκοτεινιάζει και να βυθίζεται πάλι σε θλίψη κι στην απογοήτευση, χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο άνθρωπος που της είχε σταθεί στη πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της. Εκείνο το τραγικό βράδυ που οι μοίρες έκοψαν το νήμα της ζωής του πατέρα της και έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων! Αυτός ο άνθρωπος τώρα διεκδικούσε σθεναρά μια θέση στη ζωή της. Εκείνη όμως παρόλο που την έλκυε σαν άντρας, φοβόνταν μήπως ξαναζήσει την ίδια απογοήτευση με τον προηγούμενο και τον κρατούσε σε απόσταση! Έσπευσε να διασκεδάσει όλες τις αρνητικές σκέψεις και σήκωσε το τηλέφωνο. Η ολιγόλεπτη, ανέμελη συνομιλία μαζί του, της έφερε ανείπωτη γαλήνη και ηρεμία! Δεν είχε συνηθίσει να λαμβάνει την αυτονόητη για πολλούς προσοχή και την είχε αποσβολώσει. Η προηγούμενη καταστροφική της σχέση, της είχε ρουφήξει τη ζωή , τη χαρά, τον αυθορμητισμό της όλο σαν άνθρωπο. Κλείνοντας τη γραμμή, το χαμόγελο είχε επανέλθει και οι αρνητικές σκέψεις είχαν εξαφανιστεί όπως επίσης και ο χρόνος παραμονής στο νησί!
Κατάκοπη γύρισε στη καμπίνα, έκανε ένα γρήγορο ντους και ξάπλωσε , χωρίς να αφήσει χώρο σε οποιαδήποτε σκέψη άσχημη να κατοικοεδρεύσει στο μυαλό της και να αμαυρώσει την ευδαιμονία που ένιωθε! Ήταν χαρούμενη και ευτυχισμένη που είχε αλλάξει παραστάσεις και ο αγαπημένος της, δεν την άφηνε να ζει με αμφιβολίες και την έκανε να χαμογελά σα μικρό παιδί!
Την επόμενη μέρα είχαν καταπλεύσει στο λιμάνι της Σμύρνης. Πάλι από το κατάστρωμα άφησε τη σκέψη της να περιπλανηθεί αυτή τη φορά , όχι στις δικές της εμπειρίες αλλά ανακαλώντας στην μνήμη της, ιστορικές περιγραφές από τη καταστροφή της Σμύρνης. Ένιωσε ανατριχίλα! Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της εικόνες των σφαγών του άμαχου ελληνικού πληθυσμού από τους Τούρκους, όπως επίσης και τη παγερή αδιαφορία των συμμαχικών δυνάμεων στις φρικαλεότητες που εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια τους. Κοίταξε τα νερά από τη κουπαστή και νόμιζε πως έβλεπε να πλέουν τα κατακρεουργημένα σώματα των ομοεθνών της!
Τη κυρίευσε η οργή!
Αποβιβάστηκε στο λιμάνι, όπου και άρχισε η αναζήτηση για τα παλιά ελληνικά αρχοντικά που δέσποζαν κάποτε στα παράλια της Σμύρνης! Απογοητεύτηκε, δεν είδε τίποτα! Ίσως ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να περιπλανηθεί περισσότερο μέσα στη τεράστια πόλη της Σμύρνης και είχε χάσει την οργανωμένη εκδρομή του πλοίου.
Κατέληξε στην αγορά για να ψωνίσει. Οι ντόπιοι αρκετά φιλόξενοι, είτε λόγο τουριστικής δεοντολογίας, είτε γιατί ήταν έμφυτο , λίγο την ενδιέφερε!
Ολοκλήρωσε τα ψώνια της και επέστρεψε στο πλοίο. Το περπάτημα τόσων ωρών, την είχε εξουθενώσει, όμως σήμερα ήταν αποφασισμένη να μη χάσει καμιά δραστηριότητα στο πλοίο! Κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Για πρώτη φορά ένιωσε εκείνη την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον αγαπημένο της, όμως η επικοινωνία δεν ήταν εφικτή γιατί βρισκόταν σε ξένη χώρα. Η αναμονή , ότι θα έπρεπε να περιμένει άλλη μια μέρα για να επικοινωνήσει μαζί του την τρέλαινε. Ήθελε τόσο πολύ να του μιλήσει , ήθελε τόσα πολλά να του πει…. Είχε απασφαλίσει , είχε ξεκλειδώσει!
Στα δρώμενα του πλοίου ήταν μια θεατρική παράσταση , την οποία και παρακολούθησε για να ξεχάσει τη ‘μη συνδεσιμότητα’. Όταν τελείωσε επέστρεψε στο δωμάτιο της και άρχισε να διαβάζει τα μηνύματα που της είχε στείλει. Βρήκε τον εαυτό της να χαμογελάει ξανά, να νιώθει πράγματα που νόμιζε πως είχαν νεκρώσει μέσα της και έτσι αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε αντικρίζοντας το Μπούρτζι! Ήταν πίσω στη πατρίδα και το ιστορικό Ναύπλιο! Πριν καλά καλά ανοίξει τα μάτια της, αναζήτησε το κινητό της. Η συνδεσιμότητα είχε αποκατασταθεί, δέκα κλίσεις και αμέτρητα μηνύματα. Ήταν ο καλός της! Την ενημέρωνε ότι θα ήταν απ’ έξω στο λιμάνι του Ναυπλίου να την περιμένει , να επιστρέψουν Αθήνα κάνοντας μια καινούρια αρχή.
Μάζεψε τα πράγματα της και επιβιβάστηκε στο πλοιάριο για απέναντι. Το στήθος της χτυπούσε δυνατά, νόμιζε πως η καρδιά της θα σπάσει . Η χαρά που θα τον αντίκριζε και η ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα την έκανε χαρούμενη! Κατέβηκε και απεγνωσμένα λες και η ζωή της εξαρτιόταν από αυτό , τον αναζήτησε στο πλήθος! Το πλήθος σκόρπισε και ο πανικός θέριευσε. Δε μπορούσε να τον διακρίνει πουθενά. Είχε άραγε πάλι προδοθεί;