Η Ουρανία είχε δεχτεί να ξεκινήσουμε τις συνεδρίες με έναν και μοναδικό όρο: Να πραγματοποιούμε τις συναντήσεις μας πρωινές ώρες και μόνο τις Κυριακές.
Δέχτηκα τον όρο της χωρίς να ρωτήσω το λόγο, επειδή η ίδια με παρακάλεσε να μην το κάνω.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα κανένα πρόβλημα στο να διαθέσω τις περισσότερες από τις Κυριακές μου στην υπόθεση της Ουρανίας, μέχρι την προηγούμενη Κυριακή που μου διηγήθηκε τον ανορθόδοξο τρόπο με τον οποίο τελέστηκε ο γάμος της με τον Λεωνίδα.
Παντρεύτηκε εξ’ αιτίας μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης που ντρόπιασε την οικογένειά της. Αποτέλεσμα της εγκυμοσύνης αυτής όμως, ήταν να φέρει στον κόσμο το παιδί της.
Φεύγοντας από το γραφείο μου, θυμήθηκε πως η επόμενη Κυριακή συνέπιπτε με την παραμονή των Χριστουγέννων˙ βιάστηκα να την καθησυχάσω ενημερώνοντας πως η μοναδική μέρα που δεν μπορούσα να διαθέσω σε εκείνη ήταν η πρώτη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα, επειδή έπρεπε να παραβρεθώ σε μια εορταστική εκδήλωση του πανεπιστημίου.
«Άρα, πρέπει να σου ευχηθώ καλές γιορτές από τώρα, αφού θα συναντηθούμε πάλι, σε τρεις εβδομάδες», είπε ξαφνικά τείνοντας το χέρι της, μα εγώ επέμενα να μάθω το λόγο για τον οποίο είχε απορρίψει την παραμονή των Χριστουγέννων.
«Είναι ημέρα επετείου του θανάτου της μητέρας μου.
Την αφιερώνω στη μνήμη της.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, τη συγκεκριμένη μέρα επισκέπτομαι τα κοιμητήρια του χωριού μου.
Εκεί είναι θαμμένη, δίπλα στον πατέρα μου».
Τελικά δεν άντεξα και παραβίασα τη σιωπηρή μας συμφωνία, που κατά κάποιο τρόπο μου απαγόρευε να κάνω οποιαδήποτε ερώτηση για τον περίεργο όρο που είχε θέσει, για την αποκλειστικότητα της Κυριακής ως ημέρα των συναντήσεών μας.
Πρότεινα να γίνει μια εξαίρεση για την επόμενη συνεδρία.
Να την πραγματοποιήσουμε δηλαδή το πρωί του Σαββάτου, προκειμένου να αποφύγουμε το γεγονός να μεσολαβήσει σχεδόν ένας μήνας μεταξύ δύο ̶ πολύ σημαντικών κατά τη γνώμη μου ̶ συνεδριών.
Η εξήγηση που μου έδωσε ήταν πως μόνο τις Κυριακές δεν πήγαινε στο πατσατζίδικο της Αριδαίας, όπου εργαζόταν για τέσσερις μεσημεριανές ώρες.
Οι υπηρεσίες που προσέφερε στη συγκεκριμένη επιχείρηση ήταν η γενική καθαριότητα και η προετοιμασία του μαγαζιού, που λειτουργούσε κάθε βράδυ εκτός της Κυριακής.
Είχα μάθει τόσα πολλά για το παρελθόν της όλους αυτούς τους μήνες, όμως δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για τη ζωή της στο παρόν.
Ξαφνιάστηκα όταν άκουσα πως η Ουρανία ήταν εργαζόμενη˙ και μάλιστα σε πατσατζίδικο.
Είχα ξεμείνει από χρόνο κι επιχειρήματα. Οι καινούριες πληροφορίες που μου έδωσε για τη ζωή της, με αποσυντόνισαν.
Κάθε προσπάθεια να την πείσω να βρούμε μια μέρα συνάντησης πριν τις γιορτές, τερματίστηκε ξαφνικά και άδοξα.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι όλα γύρω μου ήταν έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή.
Φώτα, στολισμοί, χαμόγελα, μυρωδιές κι ευχές που μοιράζονταν εγκάρδια από όλους!
Δώρα και πράξεις αλληλεγγύης ανταλλάσσονταν από την πλειοψηφία των ανθρώπων, προς τιμήν της γέννησης ενός μεγάλου δασκάλου.
Τέτοιες μέρες συνηθίζω να τις αφιερώνω στον λόγο του Ιησού. Αυτός είναι ο δικός μου φόρος τιμής.
Η εβδομάδα κύλησε χωρίς να έχω αποδώσει τον Χριστουγεννιάτικο φόρο μου αφού, αντί για τον πρώτο λόγο, αφιέρωσα εκείνες τις μέρες αποκλειστικά στα λόγια της Ουρανίας.
Όσο μελετούσα τις σημειώσεις μου, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πως υπήρχε κάτι που ξεχώριζε με τη λάμψη του μέσα σ’ εκείνη τη σκοτεινή περίοδο της ζωής της.
Μια περίοδο σκληρή κι ανατρεπτική όπου τα σχέδια για μια ευτυχισμένη ζωή διαλύθηκαν μέσα σε λίγους μήνες.
Υπήρχε μια φράση της μέσα στις σημειώσεις μου, που ακτινοβολούσε με τη λάμψη της!
«Τότε, σαν από θαύμα, άρχισε η μάνα μου να αλλάζει συμπεριφορά!»
Μα βέβαια! Η μάνα της! Που δεν ανέφερε ποτέ, ούτε το όνομά της.
«Μάνα μου!» Έτσι την αποκάλεσε και στους ελεύθερους συνειρμούς της, στην πρώτη μας συνεδρία.
Μια μάνα απόμακρη, που είχε το ρόλο του κομπάρσου σε όλη τη διάρκεια των παιδικών της χρόνων.
Μια μάνα που υπήρξε αυστηρός κριτής και άκαμπτος επικριτής στην ευαίσθητη περίοδο της εφηβείας της…
Αλλάζει ξαφνικά συμπεριφορά και καταφέρνει τελικά να καλύψει το κενό που υπήρχε στη σχέση με την κόρη της˙ τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος αυτού του κενού.
Αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά της μάνας, που στα μάτια της Ουρανίας έμοιαζε με θαύμα, μου έδωσε μια ιδέα εκείνο το πρωί του Σαββάτου.
Χωρίς να χάσω λεπτό, μα ούτε και ίχνος από τον ενθουσιασμό που ένιωσα, κάλεσα την Ουρανία στο τηλέφωνο.
«Η αυριανή μέρα, η Κυριακή˙ είναι η ιδανικότερη από όλες τις απόψεις, για να πραγματοποιήσουμε μια συνεδρία, που θα είναι μάλιστα αφιερωμένη στη μητέρα σου!
Αν δεν έχεις κάποια αντίρρηση, θα σε συναντήσω εγώ στα μνήματα του χωριού σου, για να μου τη συστήσεις με κάθε λεπτομέρεια!
Θέλω να μάθω τα πάντα για εκείνη και για την αλλαγή στη συμπεριφορά της, που εμφανίστηκε με την εγκυμοσύνη σου.
Λοιπόν˙ τι λες;»
«Μα, θα κάνεις τόσο δρόμο για να βρεθούμε στα νεκροταφεία άνθρωπέ μου; Είσαι σίγουρος;»
«Είμαι Ουρανία! Πες μου μόνο την ώρα που πρέπει να βρίσκομαι εκεί.
Πιστεύω πως θα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση!»
Η απάντησή της καθυστέρησε για λίγα δευτερόλεπτα κι αρχικά θεώρησα πως είχε διακοπεί η τηλεφωνική μας σύνδεση. Κάτι που δεν ίσχυε τελικά αφού, αν και καθυστερημένα, η φωνή της ακούστηκε από την άλλη μεριά της γραμμής κάπως μουδιασμένα θα έλεγα…
«Τέλος πάντων˙ εσύ ξέρεις καλύτερα. Στις εννέα πηγαίνω εγώ.
Α! Και φρόντισε να ντυθείς καλά. Θα νιώσεις την πρωινή υγρασία να σου τρυπάει το κόκαλο!»
Έφτασα στον Εξαπλάτανο στις εννέα και δέκα. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω κάποιον για να μου πει που βρίσκονταν τα κοιμητήρια, επειδή με το που έστριψα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, αντίκρισα τη μαυροφορεμένη φιγούρα της Ουρανίας να στέκεται στην άκρη του δρόμου. Μπροστά στο περιφραγμένο πευκόφυτο οικόπεδο των νεκροταφείων που από μακριά έμοιαζε να είναι καλυμμένο απ’ άκρη σ’ άκρη, με άσπρο μάρμαρο.
Φορούσε ένα μαύρο, ολόμαλλο παλτό και μια επίσης μάλλινη τραγιάσκα. Από τον ώμο της κρεμόταν μια γκρι τσόχινη τσάντα που έκλεινε από πάνω με φερμουάρ.
Με το ένα χέρι κρατούσε το μαύρο λουστρινί λουρί της τσάντας, ενώ στο άλλο είχε μια ανθοδέσμη με λευκά τριαντάφυλλα.
Μπήκαμε στα νεκροταφεία από μια μικρή πόρτα, που υπήρχε στην άκρη της περίφραξης, και όχι από την κεντρική είσοδο.
Την ακολούθησα καθώς βάδιζε μπροστά από την πρώτη σειρά με τα μνήματα που βρίσκονταν σε μια απόσταση τριών περίπου μέτρων από το συρμάτινο πλέγμα και μαζί με τα στοιχισμένα πεύκα οριοθετούσαν την ανατολική πλευρά του οικοπέδου.
Στα πρώτα είκοσι μέτρα συναντήσαμε ένα πέτρινο παγκάκι.
Η Ουρανία σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος μου.
«Δώσε μου δύο λεπτά» είπε μόνο και στράφηκε στο μνήμα που ήταν αντικριστά με το παγκάκι.
Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε ένα χαρτομάντιλο. Έκατσε στην άκρη του τάφου και καθάρισε τη σκόνη από τα γυάλινα πορτάκια της μαρμάρινης προθήκης.
Με πολύ προσεκτικές κινήσεις, έβγαλε πρώτα τη φωτογραφία του πατέρα της, την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα, ψιθύρισε μόνο τη λέξη «μπαμπάκα μου!» και στη συνέχεια έφερε τη φωτογραφία κοντά στο πρόσωπό της, τη φίλησε στοργικά και την τοποθέτησε πάλι πίσω με ευλάβεια.
Το ίδιο έκανε και με τη φωτογραφία της μητέρας της. Άναψε το καντήλι που υπήρχε ανάμεσα στις δύο κορνίζες, έβγαλε από το μπρούτζινο ανθοδοχείο τα μαραμένα λουλούδια και τοποθέτησε τα φρέσκα τριαντάφυλλα.
Ύστερα σηκώθηκε και με κοίταξε.
«Έλα να καθίσουμε» είπε σχεδόν ψιθυριστά κι έκατσε στο πέτρινο παγκάκι.
Βολεύτηκα δίπλα της υπακούοντας, δίχως να έχω πει τίποτα σε όλη τη διάρκεια εκείνης της τελετουργίας.
«Εδώ είμαστε λοιπόν! Τι θέλεις να μάθεις για τη μάνα μου;»
Το πρώτο που ήθελα να ρωτήσω ήταν το όνομά της, όμως η επιτύμβια πλάκα από γκρίζο μάρμαρο, μου έδωσε την απάντηση από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε.
†Χαράλαμπος Μαδεντζίδης
1915 – 1960
έγραφε στο επάνω μέρος. Και από κάτω ακριβώς:
† Μαρία Μαδεντζίδου
1922 – 1987
«Θέλω να μάθω τα χαρακτηριστικά εκείνης της αλλαγής, που έμεινε στη μνήμη σου ως ένα θαύμα».
«Τι να πρωτοθυμηθώ; Το ότι εγκατέλειψε την ίδια της τη ζωή κι αφοσιώθηκε σε μένα και στην ανατροφή του παιδιού μου;
Το ότι σηκωθήκαμε ένα πρωί και φύγαμε στην Αριδαία, για να με τραβήξει μακριά από τις αγελάδες και τα χωράφια, αλλά και για να έχει ο εγγονός της περισσότερες ευκαιρίες και μια καλύτερη τύχη στη ζωή του;
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω το πόσο δύσκολο ήταν να πάρει εκείνη την εποχή μια τέτοια απόφαση αυτή η γυναίκα.
Ήταν μια απόφαση που την ωθούσε στο να βάλει σε δεύτερη μοίρα την ίδια της τη ζωή, θέτοντας προτεραιότητες που είχαν να κάνουν με την επιβίωση και την ασφάλεια της δικής μου οικογένειας.
Για να τη θέσει σε εφαρμογή, έπρεπε να δώσει μοναχή όλες τις επώδυνες και ψυχοφθόρες μάχες με τον θείο και τη θεία μου, προκειμένου να χωρίσουν την περιουσία τους και να λάβει το μερίδιο που της αναλογούσε».
»Ήταν εκείνη που με τον δυναμισμό και τη συνολική της στάση στη ζωή, έκανε τον Λεωνίδα να τη σέβεται και να σκύβει το κεφάλι από ντροπή, κάθε φορά που έμπαινε ανάμεσα σ’ εκείνον και στον Λάμπη.
Σήκωνε τα μανίκια της και γινόταν ένας τοίχος, για να προστατέψει το παιδί από την οργή του, την εποχή που εκείνος γύρισε μεταλλαγμένος από τη Γερμανία.
Την αγάπη που πήρα σαν παιδί, μου την έδωσαν η γιαγιά μου η Ευαγγελία κι ο παππούς Νικόλας. Αυτοί με φρόντιζαν καθημερινά. Ο πατέρας και η μάνα μου έλειπαν στις δουλειές. Ο θάνατος του μπαμπά πίστευα πως θα μας έφερνε πιο κοντά, όμως συνέβη το αντίθετο. Εκείνη κλείστηκε στον εαυτό της κι έπεσε με τα μούτρα στις δουλειές, ενώ εγώ έμπαινα σταδιακά σε μια περίοδο μεγάλης μοναξιάς, ειδικά από τη στιγμή που έχασα και την πηγή που με τροφοδοτούσε με αγάπη. Τη γιαγιά Ευαγγελία και τον παππού Νικόλα.
Χρειάστηκε να πέσω και να τσακιστώ στη ζωή μου, για να μου δώσει η μάνα το χέρι της και να γίνει ο στυλοβάτης μου!»
»Ακόμη και στο τέλος της, τότε που η αρρώστια της έτρωγε τα σωθικά και την έλιωνε σαν το κερί, υπέμενε το μαρτύριο του πόνου της χωρίς να διαμαρτύρεται, προσπαθώντας μέχρι το τέλος˙ όχι μόνο να μη μας γίνει βάρος, αλλά να προσφέρει σε εμάς δύναμη και παρηγοριά.
Κι αν για μένα ήταν στυλοβάτης, για τον Λάμπη μου ήταν η δική του πηγή της αγάπης!
Η αγάπη της τον κρατούσε, εκείνη τον ανέθρεφε.
Μετά τον θάνατό της, ο οικογενειακός μας κύκλος μετατράπηκε σε αγκάθινο στεφάνι.
Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπίτι ήταν πνιγηρή. Το πάτωμα έτριζε από τη βία που ασκούσε επάνω του, και οι βρισιές που εκτόξευε και στους δυο μας, αντηχούσαν ανάμεσα στους σαπισμένους τοίχους.
Έτσι δηλητηρίαζε το παιδί μου αυτό το τέρας! Γι’ αυτό σηκώθηκε κι έφυγε!»
«Εσύ, τι έκανες για να τον σταματήσεις όταν ασκούσε βία στο παιδί;»
«Κάθε φορά που επιχειρούσα να τον σταματήσω, ξεσπούσε επάνω μου.
Κι ενώ αυτό ήταν προτιμότερο για μένα, δεν το άντεχε ο Λάμπης.
Η στάση του Λεωνίδα τον έκανε να μεγαλώσει απότομα και να νιώθει την ανάγκη να με προστατέψει. Οπότε, του ήταν αδύνατον να δεχτεί να κακοποιούμαι εγώ αντί για εκείνον. Αυτό τον τσάκιζε, τον έκανε κομμάτια!
Μόνο η μάνα μου μπορούσε να κατευνάσει την οργή του Λεωνίδα».
«Υπάρχει κάτι που δεν πρόλαβες να της πεις όσο ζούσε;»
Χαμήλωσε το βλέμμα, ενώ στα χείλη της εμφανίστηκε ένα μειδίαμα που έμοιαζε περισσότερο με ειρωνεία.
«Κάτι; Μακάρι να ήταν μόνο κάτι Ορέστη.
Όλα όσα ήθελα να της πω˙ όλα όσα εκείνη αντιπροσώπευε για μένα, αλλά και ο πολύτιμος ρόλος της στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου, δημιουργήθηκαν στη σκέψη μου λίγες μόνο ώρες αφού πέθανε.
Όπως καταλαβαίνεις, δεν πρόλαβα να της πω τίποτα από αυτά που ήθελα, όσο ζούσε.
Ούτε ένα σ’ αγαπώ!
Μακάρι να γινόταν ένα θαύμα. Να στεκόταν εδώ μπροστά μου μόνο για πέντε λεπτά, που μου αρκούν για να φωνάξω δυνατά αυτά που νιώθω για εκείνη και να ακουστώ μέχρι τα πέρατα του κόσμου!»
Γιατί να συμβαίνει αυτό; Πόσες φορές δεν ήπια κι εγώ από ένα τέτοιο πικρό ποτήρι;
Πόσες φορές δεν θαύμασα έναν άνθρωπο για την ομορφιά που πρόσφερε στη ζωή μου, αλλά και για την έμπνευση που μου χάρισε κάποιος άλλος˙ αφού όμως απομακρύνθηκαν από κοντά μου.
Και να πω πως δεν αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη από πριν˙ μα ήταν τότε που με εμπόδιζε εκείνη η ριμάδα η πεποίθηση… “Αν χαρίζεις απλόχερα ό,τι πολύτιμο και όμορφο υπάρχει μέσα σου”, έλεγε, “έρχεται κάποια στιγμή που αδειάζεις από πλούτο κι από ομορφιά”.
Πόσο θα θελα κι εγώ να είχα μπροστά μου όλους εκείνους τους ανθρώπους και να φωνάξω με όση δύναμη μπορεί να βγει από μέσα μου… “Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ! Σας αγαπώ όλους και τον καθένα ξεχωριστά! Είσαι μοναδικός, είσαι υπέροχη, πόσο μου λείπεις!”
–Γιατί δεν το κάνεις;
-Τι νόημα θα είχε; Ο σκοπός είναι να μεταφέρεις το όμορφο συναίσθημα που αισθάνεσαι για κάποιον, τη στιγμή που τον έχεις μπροστά σου. Τότε μόνο θα καταλάβεις την αξία του να προσφέρεις ομορφιά στους άλλους. Τους βλέπεις να λάμπουν και να δείχνουν ακόμη πιο ελκυστικοί, περισσότερο όμορφοι! Και το καλύτερο… Δεν χρειάζεται να αδειάσεις από τίποτα! Όσες φορές κι αν πεις σε κάποιον ή κάποια «Σ’ αγαπώ!» Υπάρχουν άπειρα σ’ αγαπώ ακόμη μέσα σου!
Έχω νιώσει μάλιστα πολλές φορές στο πετσί μου την ευεργεσία, όταν λούζοντας με υπέροχα συναισθήματά κάποιον, μου χάριζε την ίδια στιγμή με την ακτινοβολία του, πολλαπλάσια ομορφιά από εκείνη που του έδωσα!
Αν χάσεις αυτή τη στιγμή, τι νόημα έχει να το κάνεις ύστερα; Όταν όλοι έχουν πια χαθεί από κοντά σου;
-Να ξερες πόσο όμορφα νιώθω που σ’ ακούω να μιλάς για την προσφορά των συναισθημάτων!
Πες μου όμως… Πως είναι δυνατόν να μελετάτε ένα σωρό από αόρατες, επικίνδυνες και βλαβερές πολλές φορές για την υγεία σας ακτινοβολίες, μα να αγνοείτε επιδεικτικά την ακτινοβολία του συναισθήματος;
-Ακτινοβολία του συναισθήματος; Καταλαβαίνω πως κάτι θέλεις να μου πεις μα, “ακτινοβολία του συναισθήματος”; Δεν θυμάμαι να συζητήσαμε ποτέ για κάτι παρόμοιο.
-Ίσως επειδή δεν μας είχε δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία.
Ή ανάλυση της προβολής του συναισθήματος που έκανες πριν, μπορεί να έγινε με κάθε λογική εξήγηση και λεπτομέρεια, όμως της έλειπε κάτι.
Στερούνταν ενός αληθινού συναισθήματος! Αυτός ήταν ο λόγος που κάθε σου λέξη έπεφτε στο έδαφος, με το που έβγαινε από το στόμα σου.
-Αν κατάλαβα καλά˙ αυτό που εννοείς είναι ότι ωραία τα είπα, αλλά δεν έπιασαν τόπο;
-Αυτό ακριβώς εννοώ! Αυτό συμβαίνει με όσα λέμε χρησιμοποιώντας μόνο τη λογική. Μπορεί να καταλαβαίνουμε όσα λέγονται, μα δεν τα νιώθουμε.
Πίστεψε με˙ υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο λέξεων: “καταλαβαίνω” και “νιώθω”.
Η αλήθεια στα λεγόμενά σου, συνοψίζεται στο τέλος.
Τι στιγμή που είπες πως λούζοντας κάποιον με υπέροχα συναισθήματα, σου χαρίζει με την ακτινοβολία του πολλαπλάσια ομορφιά από όση του έδωσες.
Μπορεί να το εξέφρασες άψογα, όμως δεν το ένιωσες.
Γι’ αυτό θα σου το πω ξανά. Στάσου όρθιος και μετέδωσε τώρα τα συναισθήματα που δεν πρόλαβες να μεταφέρεις σ’ εκείνους που έφυγαν από κοντά σου.
Όταν λες σε μια γυναίκα “Σ’ αγαπώ!” Σε κάποιον φίλο “Είστε, πως να το πω; Ο μέντορας μου!” Ποιος νομίζεις πως είναι ο πραγματικός αποδέκτης; Το μυαλό τους;
– Όχι. Η Ψυχή τους!
– Ακριβώς! Η Ψυχή σου είναι ο πομπός και η Ψυχή τους ο δέκτης.
Τα συναισθήματα ταξιδεύουν μεταξύ των Ψυχών με ακτινοβολία!
Κι επειδή όπως έχουμε πει: Η Ψυχή είναι μία, ομοούσια, ενιαία και αδιαίρετη… Επομένως, ό,τι συναίσθημα δημιουργείται, δεν χρειάζεται να ταξιδέψει και πολύ μακριά.
Αφού γεννιέται μέσα στην Ψυχή. Η ίδια είναι πομπός και δέκτης ταυτόχρονα!
Θα πρέπει να μεσολάβησαν δύο με τρία λεπτά σιωπής, από τη στιγμή που η Ουρανία εξέφρασε την επιθυμία της.
«Γιατί δεν το κάνεις;» Της είπα
Γύρισα προς το μέρος της και αντίκρισα μεγάλη θλίψη στο πρόσωπο της.
Περίμενα πως θα λάβαινα την ίδια απάντηση με εκείνη που έδωσα εγώ στην Ψυχή μου λίγο νωρίτερα, κατά την τρίλεπτη σιωπή μας.
Μα η δική της απάντηση ομολογώ πως με εξέπληξε.
«Αυτό κάνω!
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, έρχομαι για να της πω όσα δεν πρόλαβα στο παρελθόν!
Τα έχω συνοψίσει σε λίγους στίχους, που τους έγραψα λίγο πριν ξημερώσει η πρώτη μέρα που εκείνη δεν θα έστεκε δίπλα μου».
Άνοιξε το φερμουάρ από την τσάντα της κι έβγαλε εκείνο το παλιό τετράδιο που κουβαλούσε μαζί της σε κάθε συνεδρία.
Αφού βρήκε τη σελίδα, σκούπισε με το μανίκι του παλτού τα βουρκωμένα μάτια της και με βραχνή φωνή άρχισε να διαβάζει:
«Καινούρια μέρα ανέτειλε
σκοτείνιασε η ζωή μου
γιατί το φως σου σήμερα
φέγγει στη θύμησή μου
ο αέρας έμεινε ορφανός
λείπει το άρωμά σου
και το κορμί μου πάγωσε
δίχως το άγγιγμά σου
που ναι τα λόγια σου μαμά
να με παρηγορήσουν
ποιοι άγγελοι σε πήρανε
και που θα σε κοιμίσουν
γίνε μανούλα μου δροσιά
κι έλα πριν φύγει η βραδιά
να πέσεις στην αυλή μου
πότισε τον βασιλικό
το αγιόκλημα και τον κισσό
κρύο κι αν είναι το κορμί
ζέστανε την ψυχή μου
βαδίζω πλέον μοναχή
κι είναι βαριά η καρδιά μου
κοιμήσου εκεί παντοτινά
μάνα˙
αρχόντισσα μου!»
Στη συνέχεια έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου κι άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
«Κάθε χρόνο της το διαβάζω! Λες να μ’ ακούει Ορέστη;»
Οι λέξεις της δεν έπαψαν να ηχούν στα αυτιά μου σαν ένας αντίλαλος που δεν έλεγε να κοπάσει.
Το κορμί μου πάγωσε δίχως το άγγιγμα σου.
Μάνα˙ αρχόντισσα μου.
Παραδόθηκα κι εγώ στα δικά μου δάκρυα.
Προσπάθησα να τα συγκρατήσω, μα ήταν ανώφελο.
«Αυτά τα λόγια Ουρανία, ηχούν τόσο δυνατά! Φτάνουν τόσο μακριά!
Δεν μπορείς να μην τα ακούσεις.
Είναι αδύνατον να μην τρέξεις κοντά τους, να μην ανταποκριθείς.
Συνέχισε να στέλνεις την αγάπη σου αδιάκοπα.
Κάθε σου λέξη είναι κι ένα ηχηρό κάλεσμα!
Μην αμφιβάλλεις για το αν θα φτάσει μέχρι τη μανούλα σου.
Ακούει τα λόγια σου συνεχώς Ουρανία. Τα διαβάζει κάθε φορά μαζί με σένα, γιατί οι λέξεις σου δεν είναι γραμμένες μόνο στο χαρτί, αλλά έχουν χαραχθεί επάνω στην καρδιά σου με πόνο!
Και το κυριότερο: νιώθει την αγάπη σου κάθε ώρα και κάθε στιγμή, επειδή την εκφράζεις με τη δύναμη της Ψυχής σου».
«Μακάρι να είναι όπως τα λες!»
«Μακάρι…» μου είπε και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της γαλήνεψαν.
Από την επιχείρηση με τα λουλούδια άρχισαν να καταφθάνουν παιδικές φωνές που έψελναν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
«Τι λες; Πάμε σιγά σιγά;»
Κόλλησε το τετράδιο στο στήθος της και σηκώθηκε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να μου χαμογελάσει. Έδειχνε ήρεμη και ανακουφισμένη.
Σταθήκαμε για λίγο μπροστά στο αυτοκίνητο κι ανταλλάξαμε ευχές.
Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά μας ένα αγροτικό φορτηγάκι που το οδηγούσε μια γυναίκα. Οι δυο τους κοιταχτήκαν επίμονα για μια στιγμή, ενώ η έκπληξη στα πρόσωπά τους ήταν ολοφάνερη.
«Να σε πάω μέχρι την Αριδαία;»
Μα η Ουρανία έδειχνε πλέον φανερά αναστατωμένη.
«Όχι, όχι δεν κάνει! Πρέπει να φύγω. Σ’ ευχαριστώ πάντως! Γεια σου Ορέστη».
Κι έφυγε σαν κυνηγημένη.
Άλλο και τούτο πάλι… σκέφτηκα.
Κάθε φορά που φωτίζεται μια σκοτεινή περιοχή της ζωής της, ένα νέο σκοτάδι εμφανίζεται από το πουθενά.
Ποια ήταν η γυναίκα στο αγροτικό;
Γιατί αναστάτωσε τόσο την Ουρανία;