
Ανάμεσα στους πολλούς και ποικίλους δυισμούς που διέπουν και καθορίζουν τη δυτική κουλτούρα, το χάσμα μύθου-λόγου ξεχωρίζει απ’ τη στιγμή που υπερβαίνει το στενό πλαίσιο της φιλοσοφίας και αγγίζει τη τέχνη. Αν η φιλοσοφία γεννήθηκε με το προοδευτικό πέρασμα από το μύθο στο λόγο -όπου ο μύθος είναι απλά “παραμύθια” και ο λόγος η λογική σκέψη-, με το αποτίναγμα του πρώτου και την αφοσίωση στο δεύτερο, μπορούμε να πούμε πως αντίθετα η λογοτεχνία, η τέχνη του λόγου γεννήθηκε όταν ο μύθος κι ο λόγος συναρμόστηκαν.
Βέβαια, ο “λόγος” έχει στη λογοτεχνία συνήθως τη σημασία του λέγειν, της γλώσσας, που έτσι προβάλλει εξ ορισμού ως τέχνη του λόγου. Οι περισσότεροι ορισμοί της συμφωνούν σε αυτή τη βασική ιδέα. Χαρακτηριστικά, ο Ezra Pound όριζε τη λογοτεχνία ως “γλώσσα φορτισμένη με νόημα” και, ανάλογα, την υψηλή λογοτεχνία ως “γλώσσα φορτισμένη με νόημα στον ύψιστο βαθμό”. Είναι, λοιπόν, μια τέχνη που αφορά τη δημιουργία λόγου, τη συναρμογή λέξεων με τρόπο ιδανικά περίτεχνο (όπως όριζε τη ποίηση ο Borges) ή ιδανικά απλό, σίγουρα όμως ωραίο, ο οποίος λόγος δεν μπορεί παρά να έχει ένα ανάλογο περιεχόμενο.
Ο μύθος τοποθετήθηκε ήδη από τη γέννηση της λογοτεχνικής θεωρίας, ήδη από τον Αριστοτέλη, στη θέση αυτού του περιεχομένου, με την ευρεία σημασία της υπόθεσης ενός έργου. Ωστόσο, υπάρχουν θεωρίες που βλέπουν το λογοτεχνικό μύθο με το πιο κοινότοπο νόημά του, το ίδιο εκείνο που ιδιάζει και στη μυθολογία. Δεν είναι καινούρια η άποψη ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι μύθοι -συγκεκριμένες ιστορίες, πρόσωπα, καταστάσεις, με όλα τα παρελκόμενά τους- που επαναλαμβάνονται στη λογοτεχνία (και στην τέχνη γενικότερα, αλλά δεν είναι της παρούσης), περισσότερο ή λιγότερο παραλλαγμένα, από τις απαρχές της μέχρι σήμερα. Η σχεδόν κλισέ έκφραση “δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη” έρχεται να το υποστηρίξει.
Ομολογουμένως, κι ο λιγότερο καχύποπτος αναγνώστης δε μπορεί να μη βρει αναλογίες ως και “επαναλήψεις”, δε μπορεί να μη βιώσει déjà vu όταν αντιπαραθέτει τις αρχαίες και τις σαιξπηρικές τραγωδίες, τα ομηρικά έπη και τα πρώιμα νεωτερικά μυθιστορήματα, τη ποίηση ενός Hoelderlin κι ενός Rilke. Προφανώς υπάρχουν περιπτώσεις που η επ-ανάληψη (θυμίζουμε τον όρο του Heidegger) του μύθου είναι απόλυτα σκόπιμη και ουσιώδης, μια εκδοχή επιτυχημένη ανεξάρτητα από το “πρωτότυπο” (τη πηγή της έμπνευσης), ακόμα και εντελώς ανανεωτική ή διαφορετική (όπως ο Οδυσσέας του Joyce). Υπάρχουν, όμως, και λογοτέχνες που -κάτω απ’ το βάρος τη “αγωνίας της επίδρασης” που τόσο καίρια ανέδειξε ο Bloom- αρνούνται κάθε τέτοια σκέψη (κι όχι απαραίτητα μομφή) για να περισώσουν τη πολυπόθητη “πρωτοτυπία” τους.
Αλλά υπάρχει πράγματι πρωτοτυπία; Ακόμα και η πρώτη λογοτεχνική επεξεργασία και έκφραση ενός μύθου -μιας ιστορίας με κάποια ορισμένα πρόσωπα σε συγκεκριμένες καταστάσεις και περιέχουσα συγκεκριμένα νοήματα- δεν είναι παρά μια ακόμα εκδοχή του, και μάλιστα όχι απαραίτητα η καλύτερη. Οι μύθοι είναι ιστορίες που δημιουργούνται από λαούς και κουλτούρες, κι όχι από μόνα άτομα. Πηγάζοντας από τη (προ)ιστορία κι απ’ τις πιο κοινές καθημερινές και τις πιο μύχιες σκοτεινές σκέψεις των απλών ανθρώπων, ριζωμένος βαθιά στο συλλογικό τους ασυνείδητο και ιστάμενος ως ένας απ’ τους βασικούς πυλώνες κι απ’ τις αυθεντικότερες αποτυπώσεις της κοσμοθεωρίας της κουλτούρας που τον γέννησε, ο μύθος δέσποζε ανέκαθεν στην ύπαρξη των ανθρώπων και τη καθόριζε ως άχρονο σημείο αναφοράς και ως πηγή έμπνευσης, δύναμης και υπερηφάνειας. Εκείνοι, με τη σειρά τους, αναπαρήγαγαν συνεχώς τους μύθους τους σε κάθε τομέα στη τέχνη και τη ζωής τους, χωρίς αυτοί να καθίστανται εχθροί του λόγου και χωρίς να φοβούνται να τους παραλλάξουν, γιατί κάθε νέα συνεισφορά που εγγραφόταν σε τούτο το παλίμψηστο επιβεβαίωνε το αρχέγονο και διαχρονικό νόημα, το ανανέωνε ή το εμπλούτιζε.
Στη “τέχνη του λόγου” -στην οποία εν πολλοίς βρήκε καταφύγιο ο διωκόμενος (κατά ειρωνικό τρόπο, από τον ολοένα παγιωμένο Λόγο/ορθολογισμό) μύθος- το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει με τους μεγάλους υπηρέτες της. Αδιάφοροι για μια “πρωτοτυπία” που είναι αδύνατη και για μια “αλλαγή” που είναι αφελής, εφόσον η πηγή τους -το συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας- επιμένει στις ίδιες εμμονές του εδώ και χιλιάδες χρόνια (πράγμα στο οποίο ο Jung και ο Freud δεν θα είχαν κανένα ενδοιασμό να ομοφωνήσουν), με τέτοιο δημιουργικό τρόπο αναλαμβάνουν εκ νέου τους γνωστούς μύθους, δίνοντάς τους (μαζί με τα παραπάνω) το δικό τους, προσωπικό στίγμα -που δεν κρύβει ή αντικαθιστά ό,τι παλαιότερο, αλλά στέκεται δίπλα του και συνδιαλέγεται μαζί του. Έτσι συνεχίζουν να συνυπάρχουν και να εμπνέουν από κοινού τόσες πολυποίκιλες και εξίσου γοητευτικές μεταμορφώσεις ενός Οδυσσέα, ενός Οιδίποδα, ενός Ιώβ ή ενός Φάουστ, κλπ.
Για να επιστρέψουμε, κλείνοντας, στην αρχή αυτού του πολύ σύντομου στοχασμού: τη στιγμή που η φιλοσοφία και η επιστήμη οφείλουν τη γέννηση και το χαρακτήρα τους στην απόρριψη και το ξεπέρασμα του μύθου, η λογοτεχνία οφείλει τα ίδια -όπως οφείλει και το μεγαλείο, τη λαοφιλία και τη διαχρονικότητα που στις άλλες κατά καιρούς αμφισβητούνται- στη συνεχή επιστροφή της στο μύθο, στη συναρμογή του λόγου της μαζί του και στο μεταξύ τους “κοσμοπλαστικό” γίγνεσθαι. Το πόσο πολύτιμο είναι αυτό μπορεί να φανεί και στον τρόπο με τον οποίο ο Nicolas Gomez Davila μιλά για τη πνευματική υγεία ορίζοντάς την ως το “να σχολιάζεις χωρίς να μιμείσαι και το ν’ ανανεώνεις χωρίς να καταργείς”.