13 Τζόν
Αφού φάγαμε ένα υπέροχο δείπνο όλα έμοιαζαν σωστά.Τίποτα δε χάλαγε την ηρεμία μου.
Πήγαμε πάνω στην κρεβατοκάμαρα, κάναμε έρωτα και κοιμηθήκαμε χωρίς αύριο. Στο όνειρο μου είδα ότι πήγα να βάλω βενζίνη σε ένα παλιό βενζινάδικο. Ήταν τότε που γνώρισα τη γυναίκα μου.
Μα ήταν απο άλλη εποχή ;
Τότε, άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταγα στο σκοτάδι ξαπλωμένος δίπλα της.
Με κοιτούσε και αυτή.
Μα την επόμενη στιγμή έκλεισε τα μάτια της και χάθηκε σαν όνειρο μακρυά.
Μαίρη ψιθύρισα.
Αυτό ήταν το όνομα της…
14 Μαίρυ
Το επόμενο πρωί ξύπνησα με φωνές και χτυπήματα στην πόρτα μου.
Άνθρωποι εισέβαλαν στο σπίτι μου. Φώναζαν το όνομα μου. Ήταν και οι δυο φίλοι μου που τους είχα δει το προηγούμενο βράδυ. Έψαχναν παντού σε όλα τα δωμάτια, κάτω στον κήπο, να συνεχίζουν να φωνάζουν το όνομα μου.
“Εδώ είμαι” φώναξα, “τι έγινε ;”
Κάποιος μπήκε στο δωμάτιο μου, κοίταξε στο κρεβάτι που κοιμόμουν σαν να μην υπήρχα, δεν με είδε. Γύρισε και συνέχισε να ψάχνει καθώς παράλληλα του φώναζα να με ακούσει, να με δεί. Ούρλιαζα σε μια προσπάθεια να προσέξει ότι ήμουν εκεί μα κατάλαβα ότι δεν είχε αποτέλεσμα και τελικά πίστεψα ότι έβλεπα κάποιο όνειρο.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι όπως ήμουν ηρέμησα κάποια στιγμή και συνειδητοποίησα ότι ήμουν δεμένη με περίεργα λουριά που μεγάλωσαν και έφτασαν να σκεπάσουν το στόμα και εξάλειψαν τις ελεύθερες κινήσεις που μπορούσα να κάνω. Με κρατούσαν ακίνητη μέχρι που έγιναν σκοτάδι και μου κάλυψαν το σώμα, τα μάτια και τα αυτιά.
Ο χρόνος έγινε ένα με τον ύπνο και ξεκίνησε το ταξίδι στο βασίλειο του. Περπάταγα και θυμήθηκα εσένα εκεί μέσα στη λήθη. Δεν ήθελα να ακούσω τις φωνές που μου έλεγαν ότι μπορώ να σηκωθώ απο το κρεβάτι μου, να ανοίξω τα μάτια μου. Να σου πω οτι ταξιδεύω για σένα στο δρόμο, να σε δώ.
Να μου κρατάς την πόρτα στο σκοτάδι να περάσει το φως και ε΄γω να τυφλώνομαι και να σε χάνω για ακόμα μια φορά.
Όταν ξύπνησα ήταν όλα σκονισμένα και τα βλέφαρά μου ήταν βαριά σαν βαρύδια. Σαν να είχαν χρόνια να ανοίξουν.Τα σεντόνια σχεδόν σκισμένα, φθαρμένα και μέσα στη σκόνη. Το σπίτι μου σφραγισμένο με σανίδες που εμπόδιζαν τον ήλιο να περάσει μέσα. Σχεδόν σε παράφρονη κατάσταση κατέβηκα κάτω απο τη σκάλα του σπιτιού και άνοιξα την εξώπορτα, έπειτα κλώτσησα τις ξύλινες πλάκες που είχαν αμπαρώσει απο την εξωτερική μεριά και ένιωσα χόρτα άγρια και τσουκνίδες να έχουν μεγαλώσει στην αυλή μου.
Τίποτε απο αυτά δε μου φανέρωνε τι είχε γίνει πραγματικά.
Εγώ όμως ήξερα κάπου μέσα μου ότι θα σε έβρισκα. Ακόμα και αν πήγαινα στην εποχή σου, ίσως και να έχανα μερικά χρόνια απο τη ζωή μου μα θα καταφερνα να σε βρώ.
15 Τζόν
Το ότι είμαστε μαζί δε σημαίνει ότι βιώνουμε το ίδιο.
Ο καθένας μας έχει διαφορετική οπτική για τα γεγονότα, όμως μερικά πράγματα είναι κοινά. Όπως η αγάπη, η αίσθησή μου για σένα όταν είμαι δίπλα σου αλλά και όταν είμαι μακρυά σου.
Η χρονιά που χάθηκα περιέχει μια αίσθηση απο παλιές εποχές. Μέσα απο τις φυλλωσιές παρουσιάστηκε κάτι σαν ανάμνηση δική σου και εγώ ένιωσα οτι πήρα το δρόμο της ανάκτησης της. Μα χάθηκα στο παρελθόν και νιώθω ότι σιγά σιγά σβήνεται η ανάμνηση μου απο το τώρα που ήξερα και αντί να υπάρξω στο παρόν ζω στο παρελθόν, στο καταραμένο 1960.
Κάθε μέρα περιμένω να περάσει.
Η μέρα γίνεται εβδομάδα και έπειτα μήνας, μετά χρόνια και έπειτα δεκαετίες και όσο το σκέφτομαι τα λεπτά του χρόνου δεν περνάνε στο μυαλό μου μέσα. Κάθομαι στη δουλειά μου σκεφτόμενος ότι έχω έρθει απο το μέλλον, ότι δεν ανήκω εδω και ότι το μυαλό μου παίζει περίεργα παιχνίδια ξεγεύγοντας απο την πραγματικότητα. Να μη μπορώ να προσδιορίσω που ανήκω. Αμφισβητώ για μια στιγμή την εποχή μου και ξέρω ότι η ζωή μου είναι σε τριάντα χρόνια μπροστά στο 1996. Μα όταν σηκώνω το κεφάλι μου το ημερολόγιο γράφει 1960 βάζοντας με στη θέση μου.
Η δουλειά γραφείου είναι δύσκολη και όλη τη μέρα πρέπει να κάθεσαι σε μια άβολη καρέκλα, να ελέγχεις έγγραφα. Μέχρι να έρθει το σούρουπο, να πάς σπίτι και την άλλη μέρα πάλι απο την αρχή. Μηχανικά να δουλεύω με μια σκέψη μου στο μυαλό μου. Εγκλωβισμένος σε μια δεκαετία που ήξερα μόνο απο τις ταινίες.
Μία σκέψη μου υπήρξε και μου θύμισε ότι μπορεί να ήταν σαν χθές που σε είδα, φάγαμε μαζί, σε άγγιξα, κάναμε έρωτα. Ολα αυτά χάθηκαν απο τη μνήμη μου ξαφνικα όπως και η εποχή μου.
Τώρα ζώ μετρώντας τις στιγμές σαν παλιά ανάμνηση φωτογραφίας που καίγεται στο χρόνο καθώς τρέχει να προλάβει την αληθινή εποχή της. Κάτι που φαίνεται παράδοξο γιατί η φωτογραφία που κρατώ είναι απο το μέλλον μα φαίνεται παλιά και φθαρμένη και ξέρω θα μου πείτε ότι την έφτιαξα, ότι την κατασκεύασα να φαίνεται έτσι αλλά εγω ξέρω ένα πράγμα όμως.
Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας φαίνεται ένα μοντέρνο αμάξι που δεν ανήκει στο 1960, είναι το δικό μου αμάξι και πως το ξέρω αυτό ; Το έχω κρυμμένο εδώ στο τώρα, στο γκαράζ μου.
Είναι το μόνο που κρατά την ανάμνησή μου ζωντανή, ενώ όλα βουλιάζουν στο 1960, σβήνοντας την μνήμη μου απο την εποχή μου και αντικαθιστώντας τη με μία παλιότερη.
Σαν κάτι να μη θέλει να μου φανερώσει που ανήκω πραγματικά.
16 Μαίρυ
Μονολογούσα πως θα βρώ κάποιο τρόπο επικοινωνίας μαζί σου.
Ακόμα και αν ήσουν σε άλλη εποχή, μάλλον πέρναγα τα όρια της τρέλας με αυτή τη σκέψη. Αλλα είχα και πυρετό μαζί. Φαίνεται ότι ολα αυτά μου είχαν πέσει βαριά.
Αυτή τη φορά είχα ξαπλώσει σε καθαρά σεντόνια και μια λάμπα να φωτίζει γλυκά το δωμάτιο. Απέναντι μου καθισμένος σε ένα καρεκλάκι στεκόταν ο Ρόμπ ο γερασμένος φίλος μου. Οι ρυτίδες του πρόδιδαν την περασμένη ηλικία του αλλα κρατιόταν αρκετά καλά. Μου χαμογέλασε και του ανταπέδωσα κι εγω. Μου είπε ότι παραμιλούσα και οτι μου έδωσαν ένα χαπάκι για τον πυρετό και ένα ηρεμιστικό.
Μιλήσαμε για λίγο και συμφωνήσαμε να ξεκουραστώ και την επόμενη μέρα να πάμε μια βόλτα στον έξω κόσμο να πάρω λίγο αέρα. Να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Να καθαρίσει λίγο το μυαλό.
Έφαγα λίγη ζεστή σούπα που μου είχε φέρει και έκλεισα για μια ακόμη φορά τα μάτια μου. Αυτή τη φορά ονειρεύτηκα όμορφα πράγματα καθώς σκεφτόμουν οτι θα κατάφερνα να σε βρώ παρότι μπορεί να ήσουν κάπου κρυμμένος. Στο ενδιάμεσο σημείο της πραγματικότητας με το όνειρο σε βρήκα μα κάπου σε εκείνο το σημείο αποκοιμήθηκα
17 Τζόν
Όσο παραμένω εδώ γίνομαι μέρος της ανάμνησης ενός παλιού περασμένου χωροχρόνου.
Όλα να φαίνονται τόσο γνώριμα σαν να τα έχω ξαναζήσει και να είμαι κι εγώ μέρος τους.
Να έχω γεννηθεί, μεγαλώσει, να έχω μόνιμο σπίτι και δουλειά, κάτι που ήταν σε αντίθεση με την εποχή που ζούσα, καθώς δε μου ανήκαν τίποτα απο αυτά τότε. Μα έπιασα τον εαυτό μου να μιλά για την εποχή μου σε παρελθοντικό χρόνο. Σαν ολοένα και πιο πολύ να αποδέχομαι το 1960 σαν πραγματικό. Σκέτο μπέρδεμα.
Μάλλον το μυαλό μου αδυνατούσε να πιστέψει που βρισκόταν, σε μια μάταιη προσπάθεια να καταλάβει τον λόγο που γίνεται όλο αυτό. Να μην μπορεί να προσιορίσει τις πραγαμτικότητες. Όσο προσπαθούσα να καταλάβω, τόσο έφευγε και η θύμηση του πως ήρθα εδώ ενώ το δρομάκι που έστριψα μέσα στα δέντρα αρχίζε να πυκνώνει και να χάνεται μέσα στο σκοτάδι της νύχτας εκείνης που πρωτοήρθα.
Οι φάτσες τους είναι γνωστές, αλλά δε θυμάμαι ποιοι είναι.
Ήξερα οτι είχαμε ραντεβού, ότι θα έρθουν να με πάρουν, και μετά τη δουλειά πήγα σπίτι, άλλαξα και ετοιμάστηκα για έξω.
Δε γαμιέται, είπα θα θυμηθώ τα ονόματα τους στο δρόμο.
Το ίδιο βράδυ, βγήκαμε με τα “παιδιά που “ακόμα δεν είχα φορτώσει τα ονόματα τους στο μυαλό μου” απο την δουλειά, πήγαμε να παίξουμε μπόουλιγκ και μετά στους κινηματογράφους. Είδαμε μια ταινία του Χίτσκοκ, τo Ψυχώ, μόλις που είχε βγεί και είχε κάνει επιτυχία. Όταν τους μάντεψα το σενάριο (αφου το είχα δεί, στην εποχή μου σαν κλασσική ταινία γύρω στις έξι φορες, ίσως και παραπάνω), όλη η παρέα έμεινε με το στόμα ανοιχτό καθώς ήξερα κάθε σημείο και ατάκα της ταινίας.
“Μα πώς είναι δυνατόν να ξέρεις όλα αυτά και ειδικά το τέλος ; Τώρα βγήκε η ταινία”
Ο ένας απο αυτούς, ο πιο γεροδεμένος και χαμηλότερης νοημοσύνης, μου έριξε μια μπουνιά στον ώμο, λίγο τρομαγμένος που ήξερα το σενάριο τόσο καλά και κόντεψε να με στραγγαλίσει πιάνοντας με κεφαλοκλείδωμα για να μαρτυρήσω την αλήθεια.
Στο τέλος αναγκάστηκα να παω με τα νερά του, άλλωστε ήταν πιο δυνατός απο μένα, ήταν και ο νταής του σχολείου απο τι είχα καταλάβει απο αυτά που καυχιόταν όλη την ώρα που μιλούσε, δεν είχε αφήσει μαθητή που να μην έχει πειράξει στο σχολείο και μάλλον τώρα “αποφοίτησε” και έψαχνε για άλλο θύμα. Την ώρα που με κράταγε μου ξέφυγε μια λέξη.
“Κότα” , είπα. Κάτι που δεν έπρεπε να γίνει καθώς με αγριοκοίταξε με κόκκινα μάτια.
Γαμώτο σκέφτηκα τι κάνω παρέα με ένα νταή τα βράδια και την παρέα του ; Πολύ αργά για αυτή την σκέψη όμως καθώς εκείνος είχε ακούσει τη λέξη που πυροδότησε κάτι βίαιο μέσα του.
“Τι είπες ρε ; ε΄πε με ύφος εκδίκησης – θα πάρω το αίμα μου πίσω.”
Αντί να κάνω πίσω να κατευνάσω τα νεύρα του ξαναμίλησα.
“Σίγουρα είσαι παιδάκι της μαμάς και για να οδηγήσεις το αμάξι σου θες να είναι και αυτή μέσα“.
Ο τύπος τώρα είχε πάθει εγκεφαλικό να του τη λέει κάποιος και να τον ξεμπροστιάζει έτσι δημόσια. Να του αντιμιλάει με τέτοιο τρόπο ειδικά για τη μαμά του.
“Αν θές μπορούμε να παραβγούμε μέχρι τη θάλασσα, μέσα απο τη διώρυγα με τα αμάξια”.
Κάπου μέσα στο μυαλό μου κάτι μου έλεγε να αναμετρηθώ με τα γκάζια. Δεν υπήρχαν καθωσπρεπισμοί για την προκείμενη περίπτωση και αν ήθελα να αποδείξω ότι αξίζω κι εγώ κάτι, τώρα ήταν ή ώρα. Μπορεί να μην είχα γεννηθεί σε μια εποχή που σπάνιζαν οι μάγκες “ροκαμπίλι” ήρωες αλλά είχε έρθει η ώρα μου.
“Θα σου αλλάξω τα φώτα ρε”, του φώναξα σε μια δική μου παράσταση- έκρηξη οργής και μπήκα στο αμάξι μου, αυτό απο μου είχαν δώσει απο τη δουλειά, λίγο “μπαταρισμένο” όχημα, αλλά θα τον έλιωνα. Μπήκα στο αμάξι και γύρισα τη μούρη του αμαξιού προς τα πάνω του, ανάβοντας τα μεγάλα τα φώτα, τυφλωνοντάς τον. Όπως ήταν σαστισμένος απο την επίθεση που του είχα κάνει με το φώς στο προσωπό του, δεν είχε άλλη επιλογή παρά μόνο να μπει στο αυτοκίνητο του και να αναμετρηθούμε. Έτσι και έκανε, μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και με άκουσε να του μιλώ.
“Πάμε απο τη διώρυγα μέχρι τη θάλασσα, γυρνάμε και εδώ θα είναι το τέρμα“
.
Νομίζω τον είχα τσαντίσει αρκετά καθώς έβαλε τις ταχύτητες με τόση δύναμη που πίστεψα ότι θα ξήλωνε όλο το λεβιέ από τη βάση του.
Γυρνάγανε οι ρόδες με τρελό ρυθμό και τα τάσια, έφυγαν στις πρώτες ροπές. Κάποιος πρέπει να μου είχε εμφυτεύσει τη διαδρομή αυτή που θα τρέχαμε στο μυαλό μου, γιατί ένιωθα ότι την ήξερα πολύ καλά και δεν σκεφτόμουν το αμάξι που θα στρίψει και που θα καταλήξει. Άλλωστε ήταν μια μεγάλη διώρυγα που τελείωνε στη θάλασσα και η πόλη, έριχνε τα απόβλητα της εκεί. Είχε αρκετό εύρος για δυο αμάξια να αναμετρηθούν το ένα πλάι στο άλλο και εγώ είχα έμφυτη τη διαδρομή σαν να την είχα τρέξει άπειρες φορές.
Με ανοιχτά παράθυρα να φωνάζουμε ο ένας στον άλλο, μαζί και οι μηχανές να ανταγωνίζονται μουγκρίζοντας. Αδημονούσαμε να ξεκινήσουμε. Η αδρεναλίνη να ανεβαίνει στο κόκκινο.
“Δείξε μου απο τι είσαι φτιαγμένος”, μου φώναξε και ούρλιαξε στο τέλος της φράσης του πατώντας κι άλλο το γκάζι του αμαξιού του. Η διαδρομή ήταν κοντινή και είχαμε φτάσει στο τέρμα εκεί που έπρεπε να γυρίσουμε, πίσω στην τελική ευθεία. Δίπλα απο τα σκατά των υπονόμων εκεί που αξίζαμε να είμαστε, εμείς τρέχαμε. Σε εκείνο το σημείο όμως το αμάξι μου σταμάτησε, πέθανε. Ο άλλος με προσπέρασε με ταχύτητα και ένα τρελό χαμόγελο καθώς έβλεπε το αμάξι μου να βγάζει άσπρους καπνούς.
Ούρλιαζε σαν τρελός στον αέρα κορνάροντας παρανοϊκά ευτυχισμένος και σίγουρος νικητής. Απερίγραπτη η μούρη μου που άφησα να γίνει αυτό. Πως εμπιστεύθηκα ένα τέτοιο αυτοκίνητο, τόσο παλιό χωρίς καν να το ελέγξω ; Φαίνεται πως δε γίνεται αλλιώς, η εποχή με κάποιο περίεργο τρόπο με παρασέρνει, με βάζει στο μεδούλι της κάνοντας με να φέρομαι κι εγώ σαν να είμαι μέρος της.
Πάτησα ένα κουμπί στο ράδιο και ο buddy holly άρχισε να τραγουδά το “Πέγκυ Σου”. Αμέσως σκέφτηκα τη δική μου κοπέλα, αυτή για την οποία είχα έρθει, μα τώρα, ώ θεέ μου, είχα ξεχάσει πως τη λέγανε.
Κάτι που αρχίζε απο το γράμμα Μί, νομίζω ήταν.
Έχοντας μείνει στο σκοτάδι των αναμνήσεων με τη μηχανή να κάπνιζε και το βλέμμα μου να κοιτά στο άπειρο, μια μόνο σκέψη μου ήρθε στο μυαλό. “Τι μαλακία έχω κάνει και τα περνάω όλα αυτά ;”
Την απάντηση μου την έδωσε ο κόπανος που τόλμησα να αναμετρηθώ καθώς είχε βγεί απο το αμάξι χορεύοντας θριαμβευτικά. Με μια επιδεικτική στάση του σώματος του και ένα χαμόγελο κυριαρχίας με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο και έπειτα μίλησε.
“Δε μας θυμάσαι ε ;”
“Εγώ είμαι ο Τζάκ, αυτή είναι η κοπέλα μου η Μάρτζυ και η άλλη κυρία απο εκεί είναι η Σάμ“.
“Να σου συστηθούμε, είμαστε οι εφιάλτες σου”, συμπλήρωσα μέσα απο το στόμα μου, τρίζοντας τα δόντια μου καθώς προσπαθούσα να θυμηθώ που τους έχω ξαναδεί. “Οι εφιάλτες σου”…
Ήταν σαν να με είχε καταπιεί μια παλιά ταινία και να μη μπορώ να ξεφύγω απο τους διώκτες μου. Κατα βάθος μου άρεσε γιατί μου έδινε στοιχεία τόλμης και δύναμης κάτι που δεν είχα σχεδόν ποτέ. Ίσως να γινόταν μοιραίο αυτό για μένα καθώς με τράβαγε όλο και πιο πολύ στο παρελθόν αλλά για να πώ την αλήθεια όταν ένιωθα το μούγκρισμα της μηχανής και τα λάστιχα να βγάζουν καπνό κόντεψα να ουρλιάξω απο την ηδονή της ενέργειας που έβγαζε ο κινητήρας κάτι που το ένιωθα σαν κάτι αρχέγονο να υπάρχει μέσα μου. Άλλωστε και σε ποιον δεν αρέσει να ζει στο έπακρο ;
Το ίδιο βράδυ με πήγανε τα παιδιά σπίτι ζαλισμένο, με χαιρέτησαν και έφυγαν με γιουχαρίσματα μέσα στη νύχτα καθώς άναβαν μερικά φώτα γειτονικών σπιτιών για να δουν ποιος τους χαλούσε την ησυχία στον κόσμο τους.
Μπήκα μέσα και χτύπησε το τηλέφωνο.
Όταν το σήκωσα πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να καθαρίσει η γραμμή και να το ακούσω. Μια γυναικεία φωνή έλεγε το όνομα μου. Ήταν η Μαίρη.
“Είμαστε οι εφιάλτες σου”, κάποιος είπε και ο πονοκέφαλος ξαναήρθε, ρίχνοντας με στο πάτωμα αναίσθητο.