
Πηγή: https://unsplash.com/photos/a-white-bed-sitting-on-top-of-a-sandy-beach-6F4v5ShIiLg
Ο τουρισμός αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας, απασχολώντας χιλιάδες εργαζόμενους, οι περισσότεροι εκ των οποίων εργάζονται εποχιακά. Η εποχικότητα, ενώ ενισχύει την οικονομία τους καλοκαιρινούς μήνες, δημιουργεί συνθήκες εργασιακής αβεβαιότητας και αυξημένης ψυχολογικής πίεσης για τους εργαζόμενους. Οι απαιτήσεις για υψηλή ποιότητα υπηρεσιών, τα εκτεταμένα ωράρια, η ένταση των τουριστικών περιόδων και η προσωρινή φύση της απασχόλησης επηρεάζουν έντονα την ευημερία τους. Παρά ταύτα, μεγάλος αριθμός εργαζομένων επιλέγει συστηματικά να επιστρέφει σε αυτές τις θέσεις, συχνά αναζητώντας υψηλότερες οικονομικές απολαβές σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για πολλούς, η ένταξη σε αυτό το μοντέλο εργασίας λειτουργεί ως ευκαιρία οικονομικής ενίσχυσης, με την προσδοκία ανάπαυσης και αποκατάστασης κατά τους χειμερινούς μήνες αν αυτό καταστεί δυνατό.
Αυτό το εργασιακό μοτίβο συχνά μετατρέπεται σε έναν φαύλο κύκλο: οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε εξαιρετικά απαιτητικά ωράρια, ενίοτε χωρίς ρεπό, αναλαμβάνοντας εντατικούς ρυθμούς εργασίας προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τουριστικής περιόδου και στις δικές τους οικονομικές ανάγκες. Παράλληλα, η εποχική απασχόληση συνδέεται με εσωτερική μετανάστευση. Οι εργαζόμενοι καλούνται να μετακινηθούν από τον τόπο μόνιμης κατοικίας τους προς τουριστικούς προορισμούς κάτι που ταυτόχρονα τους απομακρύνει από το υποστηρικτικό κοινωνικό τους περιβάλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ψυχολογία του εποχιακού εργαζομένου αποκτά κρίσιμη σημασία: η προσπάθεια εξισορρόπησης οικονομικών στόχων, προσωπικής ζωής και σωματικής–ψυχικής αντοχής δημιουργεί ένα σύνθετο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο επιβάλλει τη συστηματική μελέτη και υποστήριξη της ψυχικής υγείας, της επαγγελματικής ευημερίας και της ψυχολογικής ασφάλειας στον χώρο εργασίας.
Στο διεθνές πλαίσιο, η Lorna Borenstein (2024) επισημαίνει ότι οι περίοδοι υψηλής έντασης συνοδεύονται από αυξημένο στρες, συναισθηματική φόρτιση και εντονότερη ανάγκη για σταθερότητα, υποστήριξη και ψυχολογική ασφάλεια στο εργασιακό περιβάλλον. Τα ευρήματά της υπογραμμίζουν πως, ιδιαίτερα σε επαγγέλματα όπου η πίεση κορυφώνεται σε συγκεκριμένες περιόδους, η διασφάλιση της ψυχικής υγείας και η δημιουργία συνθηκών ασφάλειας και συμπερίληψης αποτελούν θεμέλιο για την ανθεκτικότητα και την απόδοση των εργαζομένων, παράγοντες κομβικοί και για τον ελληνικό τουριστικό τομέα.
Η Ψυχολογική διάσταση της εποχικής εργασίας στον Ελληνικό Τουρισμό
Η εμπειρία εργασίας στον τουρισμό δεν είναι μόνο οικονομική ή επαγγελματική· είναι βαθιά ψυχολογική. Οι εποχικοί εργαζόμενοι καλούνται να προσαρμοστούν σε έναν έντονο, απαιτητικό και συχνά ασταθή εργασιακό μικρόκοσμο, όπου οι ρυθμοί είναι εξοντωτικοί και οι απαιτήσεις για άψογη εξυπηρέτηση συνεχείς. Η ψυχική ευημερία τους δεν αποτελεί απλώς προσωπική υπόθεση: επηρεάζει την συμπεριφορά τους προς τους επισκέπτες, το επίπεδο επαγγελματισμού και την προθυμία τους να επιστρέψουν ξανά σε αυτήν τη μορφή εργασίας.
Παράλληλα, η εποχική εργασία συνοδεύεται από ισχυρή συναισθηματική πίεση. Η συνεχής ανάγκη να επιδεικνύουν ευγένεια, ψυχραιμία και επαγγελματισμό, ακόμη και σε στιγμές προσωπικής κόπωσης ή δυσφορίας, σε συνδυασμό με τις υψηλές προσδοκίες απόδοσης και την οικονομική αβεβαιότητα, δημιουργεί ένα διαρκές υπόβαθρο άγχους και εσωτερικής έντασης. Η απομάκρυνση από οικεία πρόσωπα και υποστηρικτικά κοινωνικά δίκτυα επιτείνει αυτό το φορτίο, καθιστώντας την ψυχική ανθεκτικότητα όχι απλώς επιθυμητή, αλλά καθημερινό ζητούμενο για τον εργαζόμενο της τουριστικής σεζόν.
Για τους νεότερους εργαζόμενους, η δουλειά στον τουρισμό δεν αφορά μόνο τον μισθό· αποτελεί και πεδίο κοινωνικής ένταξης, προσωπικής αποδοχής και επαγγελματικής αναγνώρισης. Κίνητρα όπως η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η αναγνώριση από ανωτέρους και η αίσθηση ότι αποτελούν μέρος μιας ομάδας, λειτουργούν προστατευτικά απέναντι στο στρες και ενισχύουν την αυτοεκτίμηση. Όταν αυτά απουσιάζουν, ωστόσο, το αίσθημα απομόνωσης, η μείωση της αυτοπεποίθησης και η αποστασιοποίηση από την εργασία εμφανίζονται συχνότερα.
Την ίδια στιγμή, η εποχικότητα έχει και κοινωνική διάσταση. Πολλοί εργαζόμενοι, ειδικά γυναίκες, καλούνται να ισορροπήσουν επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις χωρίς επαρκείς δομές υποστήριξης, γεγονός που αυξάνει τη συναισθηματική επιβάρυνση. Η ανάγκη να μετακινηθούν σε τουριστικά κέντρα, μακριά από το οικογενειακό δίκτυο, αφαιρεί συχνά μια από τις βασικότερες πηγές ψυχικής στήριξης.
Σε αυτό το περιβάλλον, η ψυχική ανθεκτικότητα, η ύπαρξη υποστηρικτικής ηγεσίας, η δυνατότητα έκφρασης των συναισθημάτων και η καλλιέργεια κουλτούρας ψυχολογικής ασφάλειας αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την ευημερία των εργαζομένων και, τελικά, για την επιτυχία του ελληνικού τουριστικού κλάδου.
Η ανάγκη για ψυχολογική ασφάλεια και υποστήριξη
Στον εποχικό τουρισμό, η εργασιακή καθημερινότητα συχνά διαμορφώνεται από αυξημένες απαιτήσεις και γρήγορους ρυθμούς, όμως ένα στοιχείο παραμένει σιωπηρά καθοριστικό: το αίσθημα ασφάλειας που νιώθει ο εργαζόμενος μέσα στην ομάδα και στην επιχείρηση. Ψυχολογική ασφάλεια σημαίνει ότι ένα άτομο μπορεί να εκφράσει προβληματισμούς, να παραδεχτεί δυσκολίες, να ζητήσει καθοδήγηση ή υποστήριξη, χωρίς φόβο ότι αυτό θα ερμηνευθεί ως αδυναμία ή έλλειψη επαγγελματισμού.
Σε υγιή εργασιακά περιβάλλοντα, αυτή η δυνατότητα αποτελεί θεμέλιο συνεργασίας, εμπιστοσύνης και επαγγελματικής ωρίμανσης. Επιτρέπει στους εργαζομένους να λειτουργούν με διαύγεια, να αντιμετωπίζουν προκλήσεις χωρίς να απομονώνονται, και να διατηρούν υψηλή απόδοση με βιώσιμο τρόπο.
Στον ελληνικό τουριστικό κλάδο, ωστόσο, αυτή η διάσταση συχνά υποχωρεί πίσω από την επείγουσα ανάγκη «να κυλήσει η σεζόν». Η αποτελεσματικότητα μετριέται κυρίως εκ του αποτελέσματος και η προσωπική αντοχή συχνά θεωρείται δεδομένη και αυτονόητη. Έτσι, εργαζόμενοι που δυσκολεύονται σπάνια νιώθουν ότι μπορούν να εκφραστούν, με αποτέλεσμα η πίεση να συσσωρεύεται σιωπηλά, υπονομεύοντας σταδιακά τόσο την ευημερία τους όσο και τη συνολική λειτουργία της επιχείρησης.
Ωστόσο, η πραγματική δύναμη μιας τουριστικής μονάδας βρίσκεται στους ανθρώπους της. Η επένδυση σε κουλτούρα υποστήριξης, όπου οι εργαζόμενοι νιώθουν ότι μπορούν να μιλήσουν, να ζητήσουν καθοδήγηση και να λάβουν αναγνώριση και σεβασμό, αποτελεί όχι μόνο πράξη φροντίδας, αλλά και συνθήκη βιώσιμης ανάπτυξης. Σε έναν κλάδο όπου η ανθρώπινη επαφή είναι ο πυρήνας της εμπειρίας φιλοξενίας, η ενδυνάμωση και η προστασία του ανθρώπινου δυναμικού δεν είναι «πολυτέλεια»· είναι απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας.
Ατομικές στρατηγικές ψυχικής προστασίας και ανθεκτικότητας
Πέρα από την οργανωτική στήριξη, κρίσιμη είναι και η προσωπική φροντίδα. Η ενεργητική συμμετοχή του εργαζομένου στην προστασία της ψυχικής του υγείας λειτουργεί ως ασπίδα στις πιέσεις της σεζόν:
1.Διατήρηση προσωπικού ψυχικού και σωματικού χώρου. Η δημιουργία μικρών «νησίδων απομόνωσης» μέσα στην ημέρα λειτουργεί ως μηχανισμός αυτορρύθμισης του νευρικού συστήματος. Ακόμη και λίγα λεπτά σιωπηλής παρουσίας χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα διευκολύνουν την αποφόρτιση, επιτρέποντας στον εργαζόμενο να ανακτήσει αίσθηση ελέγχου και συναισθηματικής σταθερότητας. Πρόκειται για μια μορφή «μικρο-παύσης» που ενισχύει την ανθεκτικότητα σε περιβάλλοντα υψηλής έντασης.
2.Θέσπιση υγιών προσωπικών ορίων. Η ικανότητα του εργαζομένου να δηλώνει ανάγκες, να αναγνωρίζει τα όριά του και να ζητά διευκρινίσεις ή υποστήριξη αποτελεί βασικό στοιχείο ψυχολογικής αυτοπροστασίας. Η διεκδικητική επικοινωνία μειώνει την αίσθηση ανεπάρκειας και αποτρέπει την εσωτερίκευση υπερβολικών απαιτήσεων, ενισχύοντας το αίσθημα αξιοπρέπειας και επαγγελματικής αυτοεκτίμησης.
3.Διατήρηση κοινωνικών δεσμών. Η κοινωνική σύνδεση αποτελεί βασική μεταβλητή ψυχικής ανθεκτικότητας. Η συστηματική αλληλεπίδραση με φίλους, οικογένεια ή συναδέλφους που εμπνέουν ασφάλεια μειώνει το αίσθημα απομόνωσης και ενισχύει την αίσθηση ανήκειν. Ακόμη και εξ αποστάσεως επικοινωνία μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά έναντι του εργασιακού στρες.
4.Φροντίδα βασικών βιολογικών αναγκών. Η διατήρηση σταθερού κύκλου ύπνου, επαρκούς ενυδάτωσης και ισορροπημένης διατροφής αποτελεί θεμέλιο ψυχοσωματικής λειτουργικότητας. Σε συνθήκες αυξημένης εργασιακής ζήτησης, η επένδυση σε βασικές φυσιολογικές ανάγκες είναι προϋπόθεση βιωσιμότητας και γνωστικής απόδοσης.
5.Καλλιέργεια αυτοσυμπόνιας και ρεαλιστικών προσδοκιών. Η ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς τα όριά του, να αποφεύγει τελειοθηρικές απαιτήσεις και να επιτρέπει στον εαυτό του να μην «είναι άψογος» αποτελεί στρατηγική ψυχικής ενδυνάμωσης. Η αυτοσυμπόνια μειώνει την αυτοκριτική και ενισχύει τη ρύθμιση συναισθήματος.
6.Αναζήτηση υποστήριξης όταν χρειάζεται. Η συνειδητοποίηση της δυσκολίας, καθώς και η προθυμία να ζητηθεί βοήθεια από συνάδελφο, προϊστάμενο ή επαγγελματία ψυχικής υγείας, αποτελεί ένδειξη αυτογνωσίας και προληπτικής φροντίδας. Η αναγνώριση της ανάγκης για υποστήριξη προφυλάσσει από την ψυχική εξουθένωση και ενισχύει την ψυχολογική ανθεκτικότητα.
Προκλήσεις, Ευθύνες και Ανάγκη Θεσμικής Στήριξης
Η διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού στον εποχιακό τουρισμό ξεπερνά την απλή στελέχωση και εκπαίδευση προσωπικού· αφορά την διαμόρφωση ενός εργασιακού περιβάλλοντος που προστατεύει, στηρίζει και ενδυναμώνει τους εργαζόμενους σε συνθήκες αυξημένης έντασης και περιορισμένου χρόνου. Η επένδυση στη ψυχολογική ασφάλεια, στις δομές υποστήριξης και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν αποτελεί ηθικό προνόμιο, είναι στρατηγική επιλογή που συνδέεται άμεσα με την ποιότητα της παρεχόμενης φιλοξενίας και τη διατήρηση προσωπικού.
Η ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο, παραμένει σύνθετη και απαιτητική. Πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να προσελκύσουν και να συγκρατήσουν εργαζομένους, αντιμετωπίζοντας αυξημένη κινητικότητα, επαγγελματική κόπωση και συχνές αποχωρήσεις εν μέσω σεζόν. Αυτά τα φαινόμενα δεν προκύπτουν μόνο από έλλειψη εργατικού δυναμικού, αλλά συχνά από την απουσία συστηματικών δομών υποστήριξης, την αποσπασματική διοικητική προσέγγιση και την ελλιπή καλλιέργεια ουσιαστικής σχέσης με τους ανθρώπους της πρώτης γραμμής.
Την ίδια στιγμή, δεν μπορεί η ευθύνη για την ευημερία των εποχικών εργαζομένων να επιρρίπτεται αποκλειστικά στις επιχειρήσεις. Η πραγματικότητα είναι ότι ο τουριστικός κλάδος λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η κρατική υποστήριξη παραμένει περιορισμένη και συχνά αντιδραστική αντί για προληπτική. Η έλλειψη οργανωμένης στεγαστικής πολιτικής για εποχικούς εργαζόμενους, η ανεπαρκής εποπτεία της τήρησης εργασιακών όρων, η απουσία δομών ψυχοκοινωνικής στήριξης και τα αργά θεσμικά αντανακλαστικά διαμορφώνουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι επιχειρήσεις καλούνται να καλύψουν κενά που κανονικά ανήκουν στην πολιτεία.
Σε έναν τομέα που αποτελεί κεντρικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, η επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Απαιτείται θεσμική υποστήριξη, σύγχρονη νομοθεσία που ανταποκρίνεται στις συνθήκες εποχικότητας, μηχανισμοί ελέγχου που λειτουργούν με διαφάνεια και συνέπεια, καθώς και κοινωνικές πολιτικές που εξασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όσους μετακινούνται σε τουριστικές περιοχές για εργασία.
Μόνο μέσα από τη συνεργασία πολιτείας, επαγγελματικών ενώσεων και επιχειρήσεων μπορεί να διαμορφωθεί ένα βιώσιμο οικοσύστημα εργασίας στον τουρισμό, ένα σύστημα που δεν εξαντλεί, αλλά ενδυναμώνει, και δεν βασίζεται στην αντοχή, αλλά στη δομή και τη φροντίδα.
Πώς μπορούν οι επιχειρήσεις να παρέμβουν;
1.Δημιουργία ψυχολογικά ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος. Πρώτο και θεμελιώδες βήμα αποτελεί η εγκαθίδρυση ενός εργασιακού πλαισίου στο οποίο οι εργαζόμενοι αισθάνονται ότι μπορούν να εκφράσουν ανησυχίες, ανάγκες και προτάσεις χωρίς φόβο κριτικής ή αρνητικών συνεπειών. Αυτό απαιτεί καλλιέργεια κουλτούρας σεβασμού, ανοιχτής επικοινωνίας και αλληλεγγύης, καθώς και επιμόρφωση των προϊσταμένων σε δεξιότητες συναισθηματικής νοημοσύνης και διαχείρισης ομάδων υπό πίεση. Η προσέγγιση αυτή ενισχύει τη δέσμευση, μειώνει τις συγκρούσεις και περιορίζει τις πρόωρες παραιτήσεις.
2.Δομημένη εισαγωγή και συνεχής εκπαίδευση (onboarding & micro-training). Η στοχευμένη και σταδιακή εισαγωγή των εργαζομένων στο ρόλο τους αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την προσαρμογή τους. Μικρές, πρακτικές εκπαιδεύσεις κατά τη διάρκεια της σεζόν, σύστημα «mentor-buddy» για νέους εργαζομένους και ξεκάθαρες οδηγίες σχετικά με αρμοδιότητες και προσδοκίες μειώνουν το άγχος, ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και επιτρέπουν γρήγορη λειτουργική ένταξη στο περιβάλλον εργασίας.
3.Οργάνωση ωραρίων και διασφάλιση πραγματικής ανάπαυσης. Η αντιμετώπιση του χρόνιου προβλήματος της κόπωσης στον τουρισμό προϋποθέτει επαναπροσδιορισμό της λογικής «η εξάντληση είναι αναπόφευκτη». Ορθολογική κατανομή βαρδιών, τήρηση διαλειμμάτων και ρεπό, καθώς και ισόρροπος φόρτος εργασίας, συμβάλλουν ουσιαστικά στην πρόληψη του burnout. Η πρακτική αυτή ενισχύει την ενεργητικότητα και μειώνει τις αποχωρήσεις εν μέσω σεζόν — ένα συχνό και κοστοβόρο φαινόμενο.
4.Στέγαση, διατροφή και κοινωνική υποστήριξη. Ειδικά για εργαζόμενους που μετακινούνται μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, η παροχή αξιοπρεπούς στέγασης, διατροφής και χώρων ξεκούρασης αποτελεί σημαντικό παράγοντα ευεξίας. Παράλληλα, πρωτοβουλίες κοινωνικοποίησης και υποστήριξης προσαρμογής μειώνουν το άγχος και το αίσθημα απομόνωσης, στοιχεία που επηρεάζουν καθοριστικά την ψυχολογική υγεία.
5.Συνεχής ανατροφοδότηση και αναγνώριση. Η συστηματική αναγνώριση της προσπάθειας και συνεισφοράς των εργαζομένων ενισχύει την αυτοεκτίμηση και την αίσθηση ανήκειν. Τακτικές συζητήσεις ανατροφοδότησης, επιβράβευση πρωτοβουλίας και θετική ενίσχυση δημιουργούν κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας, ενισχύοντας την παρακίνηση και τη συναισθηματική ανθεκτικότητα.
6.Πρόσβαση σε υποστήριξη ψυχικής υγείας και πρακτικές ευεξίας. Η παροχή δυνατότητας πρόσβασης σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας λειτουργεί προληπτικά και ενισχύει την ψυχική ανθεκτικότητα των εργαζομένων. Σε έναν κλάδο υψηλής έντασης, η οργανωμένη ψυχολογική υποστήριξη είναι ουσιαστικό εργαλείο, όχι πολυτέλεια.
Τι κερδίζει η επιχείρηση; Η επένδυση στην ψυχολογική ευημερία και τη σωστή διαχείριση των εποχικών εργαζομένων δεν αποτελεί μόνο πράξη κοινωνικής ευθύνης, αλλά και στρατηγική επιχειρησιακή επιλογή. Οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές καταγράφουν σημαντικά οφέλη: μειώνεται ο αριθμός των αποχωρήσεων εν μέσω σεζόν, δημιουργούνται σταθερές και δεμένες ομάδες εργασίας, και ενισχύεται ουσιαστικά η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, οδηγώντας σε πιο αυθεντική και ουσιαστική φιλοξενία. Παράλληλα, περιορίζονται οι συγκρούσεις, τα λάθη και οι απουσίες, ενώ ενισχύεται η εικόνα του εργοδότη, διευκολύνοντας την προσέλκυση και διατήρηση ποιοτικών επαγγελματιών. Το αποτέλεσμα είναι υψηλότερη ικανοποίηση των πελατών και μεγαλύτερη πιθανότητα επαναλαμβανόμενων επισκέψεων.
Συμπερασματικά:
Ο ελληνικός τουρισμός δεν στηρίζεται μόνο σε υποδομές, προορισμούς και υπηρεσίες· στηρίζεται κυρίως στους ανθρώπους που, πίσω από κάθε χαμόγελο υποδοχής και κάθε πράξη φροντίδας, διαχειρίζονται κόπωση, προσδοκίες και έντονα συναισθήματα. Η ψυχολογική ασφάλεια και υποστήριξη δεν αποτελούν προαιρετική πολυτέλεια, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για να ανθίσει η ανθρώπινη πλευρά της φιλοξενίας. Όταν ο εργαζόμενος νιώθει ότι τον βλέπουν, τον ακούνε και τον σέβονται, μπορεί να προσφέρει γνήσια ζεστασιά και επαγγελματισμό. Έτσι, επιχειρήσεις και άνθρωποι συμπορεύονται: οι πρώτες κερδίζουν συνοχή, ποιότητα και βιωσιμότητα, και οι δεύτεροι αντλούν νόημα, αυτοεκτίμηση και δύναμη. Σε μια χώρα όπου η φιλοξενία δεν είναι μόνο υπηρεσία, αλλά κομμάτι της ταυτότητάς της, η φροντίδα για αυτούς που την προσφέρουν είναι η πιο ουσιαστική επένδυση και το θεμέλιο ενός τουρισμού που σέβεται, εξελίσσεται και ανθίζει.
Βιβλιογραφία:
Alverén, E., Andersson, T. D., Eriksson, K., Sandoff, M., & Wikhamn, W. (2012). Seasonal employees’ intention to return and do more than expected. The Service Industries Journal, 32(12), 1957–1972. https://doi.org/10.1080/02642069.2011.574280
Bakas, F. (2015). Gender and tourism seasonality. Equality in Tourism.
Borenstein, L. (2024, December 13). The dark side of the holidays: Seasonal employee stress and the overwhelming need for psychological safety.
Rahimić, Z., Črnjar, K., & Čikeš, V. (2019). Seasonal employment in tourism organizations as a challenge for human resource management. ToSEE – Tourism in Southern and Eastern Europe, 5, 607–620. https://doi.org/10.20867/tosee.05.55
Vlachou, A. M. (2017). Motivation of Generation Y employees in resort hotels during the summer season in Greece. Haaga-Helia University of Applied Sciences.
Panagiotaras, K. (n.d.). [Seasonality & tourism employment research].