Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι μια πράξη επαναστατική και επικίνδυνη. Αυτό τουλάχιστον διατείνεται ο Ρέυ Μπράντμπερι στο Φαρενάιτ 451, σε μια φροντισμένη επανέκδοση (εκδ. Άγρα) και σε νέα μετάφραση (Βασίλης Δουβίτσας). Το μυθιστόρημα, είναι ένας ύμνος στη διαχρονική αξία του βιβλίου και την αναγνωστική κουλτούρα ενώ ταυτόχρονα περιγράφει μια κοινωνία απάθειας και γενικευμένου κομφορμισμού, ασκώντας κριτική σε δομικές προεκτάσεις των δυτικών κοινωνιών. Μαζί με το 1984 του Τζορτζ Όργουελ και τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο του Άλντους Χάξλεϊ, συμπληρώνει μια τριάδα δυστοπικών βιβλίων περιγράφοντας συνθήκες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να συμβούν στο μέλλον.
Η πυροσβεστική καίει βιβλία αντί να σβήνει. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μόνταγκ, όντας ο ίδιος πυροσβέστης, αρχίζει να έχει αμφιβολίες για τη δουλειά του και για τη κοινωνία στην οποία ζει. Σταδιακά παρακολουθούμε την ψυχική του μεταμόρφωση, ενώ προσπαθώντας να καταλάβει, τι είναι αυτό που λείπει από τη ζωή του τελικώς επαναστατεί. Ζει μια συμβατική και χωρίς συναισθηματισμούς ζωή, με τη γυναίκα του τη Μίλντρεντ, μια απαθή φιγούρα που καταναλώνει χάπια, περνώντας τη ζωή της παρακολουθώντας τις λεγόμενες «οθόνες τοίχου», γιγάντιες οθόνες που σου μιλάνε και σου κρατάνε συντροφιά, λειτουργώντας ως ένα πλήρες υποκατάστατο της πραγματικής ανθρώπινης επικοινωνίας. Σταδιακά έρχεται σε επαφή με χαρακτήρες που αρχίζουν να κλονίζουν τα μέχρι τότε πιστεύω του. Όπως με την Κλαρίς, ένα νεαρό κορίτσι που συναντά τυχαία, και της οποίας οι ερωτήσεις και η αθωότητα αρχίζουν να λειτουργούν καταλυτικά για τον ψυχισμό του, έτσι ώστε να παρουσιάζεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τον δικό του αποστειρωμένο κόσμο,
«Μου αρέσει να μυρίζω τα πράγματα και να κοιτάζω τα πράγματα και μερικές φορές μένω ξάγρυπνη όλη νύχτα και παρακολουθώ τον ήλιο να ανατέλλει» (σελ 26)
ενώ στη συνέχεια ρωτώντας τον τελείως αφοπλιστικά, δημιουργεί το πρώτο ρήγμα στην κοσμοθεώρησή του,
«Είστε ευτυχισμένος;» τον ρώτησε. «Αν είμαι τί;» φώναξε εκείνος. Αλλά η Κλαρίς είχε ήδη φύγει τρέχοντας κάτω από το σεληνόφως. Η εξώπορτά της έκλεισε απαλά. «Ευτυχισμένος! Άκου ανοησία». Ο Μόνταγκ σταμάτησε να γελάει» (σελ 29)
Σημαντικός χαρακτήρας που βοηθά τη διανοητική εξέλιξη του Μόνταγκ είναι και ο πρώην καθηγητής λογοτεχνίας Φάμπερ. Οι δυο τους θα γίνουν φίλοι ενώ θα λειτουργήσει σαν αποκωδικοποιητής της ματαιότητας που νιώθει ο Μονταγκ, ωθώντας τον ακόμα περισσότερο, στο να μετατρέψει το αίσθημα δυσφορίας που νιώθει σε πράξεις. Μαζί θα συζητήσουν για το χαμένο νόημα των πραγμάτων, για την «αλήθεια» της τηλεόρασης, για τη μορφοποιητική δύναμη των βιβλίων μέσω της εμπειρίας της ανάγνωσης και τη σημασία του ελεύθερου χρόνου.
Ο Μόνταγκ θα γίνει επίσης μάρτυρας της αυτοθυσίας μιας γυναίκας που θα προτιμήσει να καεί μαζί με τα βιβλία της πάρα να σωθεί, γεγονός που επίσης θα τον συγκλονίσει. Μία πράξη που θα περιγράφει κυνικά από τον πυραγό Μπήτυ,
«Αφού ξέρετε τον νόμο» είπε ο Μπήτυ. «Γιατί δεν σκέφτεστε με τη λογική? Κανένα από αυτά τα βιβλία δε συμφωνεί με τα υπόλοιπα. Ζούσατε κλεισμένη εδώ μέσα για χρόνια με έναν κανονικό πύργο της Βαβέλ, ανάθεμά τον. Συνέλθετε επιτέλους! Οι άνθρωποι που περιγράφονται σε αυτά τα βιβλία δεν υπήρξαν ποτέ. Ελάτε λοιπόν τώρα!»(σελ 6)

Ο πυραγός Μπήτυ είναι και ο χαρακτήρας που μας δίνει το σύμπαν του Φαρενάιτ 451 αποκωδικοποιώντας το περιβάλλον του βιβλίου.
«Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν ιδιαίτερα καλά για μας μέχρι να κάνει την εμφάνιση της η φωτογραφία. Και μετά ήρθε ο κινηματογράφος , στις αρχές του εικοστού αιώνα. Και το ραδιόφωνο. Και η τηλεόραση. Τότε τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν χαρακτήρα μαζικό» (σελ 87)
Ενώ αναφέρει σε άλλο σημείο «όλο αυτό δεν ξεκίνησε ούτε από προεδρικό διάταγμα, ούτε από κάποια διακήρυξη, ούτε από λογοκρισία. Όχι! Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και η πίεση των μειονοτήτων ήταν που έγειραν την πλάστιγγα, δόξα τω θεό. Και σήμερα , χάρη σε αυτά, μπορείς να είσαι ευτυχισμένος, όλη την ώρα και να είσαι ελεύθερος να διαβάζεις κόμιξ, τις παλιές καλές ομολογίες και τα οικονομικά έντυπα. Φόρτωσέ τους με ανώδυνα γεγονότα , τάισέ τους με ένα κάρο ‘’γεγονότα’’, που στο τέλος θα νιώσουν χορτασμένοι, αλλά και ‘’φωστήρες’’ με τόση πληροφορία. Θα νιώσουν ότι σκέφτονται , θα πάρουν μια αίσθηση της κίνησης χωρίς να έχουν κουνηθεί ούτε ρούπι» (σελ 97)
Οι κύριες αιτίες δηλαδή, που αναφέρονται ως υπαίτιες για την πνευματική αποσάθρωση του πολιτισμού, είναι η τεχνική εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας, η επικράτηση της μαζικής κουλτούρας μέσω του λαιφσταιλ και η κυριαρχία θα λέγαμε του political correctness, δηλαδή της πολιτικής ορθότητας μέσω της πίεσης των μειονοτήτων. Αλλά πως μπορεί να συσχετιστεί το δυστοπικό βιβλίο του Μπράντμπερι με το σήμερα, δεδομένου ότι γράφτηκε πριν από περισσότερα από εξήντα χρόνια; Η προφητικότητα του Φαρενάιτ 451, σχετικά με πλευρές των κοινωνιών μας, είναι αυτό που το κάνει ένα κλασικό ανάγνωσμα. Η κυριαρχία των νέων μέσων επικοινωνίας, ειδικά στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, παρατηρώντας το πόσο πολύ επηρεάζουν τις σύγχρονες δημοκρατίες, η επίδραση της μαζικής κουλτούρας που προωθεί το εύκολο και το εφήμερο με τη συνεπακόλουθη απουσία της κριτικής σκέψης, η έλλειψη προσωπικών προβληματισμών που να ακουμπάνε σε κοινωνικές ανησυχίες, η αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου, είναι θεματικές του βιβλίου που παρουσιάζονται σε άμεση συσχέτιση με τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Ο Μπράντμπερυ επίσης, ανατέμνει τις βαθύτερες και πιο κρυφές μορφές «λογοκρισίας», αυτές που δεν επιβάλλονται από κάποια δικτατορία ή από κάποια κεντρική εξουσία αλλά προβάλλονται και εγκαθιδρύονται μέσα από τις δικές μας επιλογές και στάσεις ζωής, καταλήγοντας πολλές φορές στην αυτολογοκρισία.
Να θυμίσουμε πως το Φαρενάιτ 451 δημοσιεύεται το 1953 όταν κυριαρχεί ο Μακαρθισμός στην Αμερική, γεγονός που σίγουρα επηρέασε τον συγγραφέα. Ενδεχομένως μπορούμε να θυμηθούμε εδώ και την ανάλυση του Μισέλ Φουκω για τη θεώρηση της εξουσίας και τη μικροφυσική της ή να κάνουμε φιλοσοφικούς συσχετισμούς με τον Υπαρξισμό. Ο συγγραφέας, σε κάθε περίπτωση, τονίζει την ευθύνη που έχει ο καθένας απέναντι στον εαυτό του και το ότι ενδεχομένως η «ελευθερία» είναι μια καθημερινή πράξη αντίστασης που απαιτεί συνειδητή προσπάθεια γιατί δε χαρίζεται αλλά καλλιεργείται και κερδίζεται.