Η Τζένη Καρέζη ή αλλιώς Ευγενία Καρπούζη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1934. Έζησε τα παιδικά της χρόνια σε διάφορες πόλεις, ακολουθώντας τις μεταθέσεις των γονιών της που ήταν εκπαιδευτικοί. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν μαθηματικός και η μητέρα της, Θεώνη, δασκάλα. Στη Θεσσαλονίκη μπήκε εσωτερική στο Γαλλικό Σχολείο Καλογριών, και αργότερα συνέχισε στο αντίστοιχο Σεν Ζοζέφ στην Αθήνα.
H αγάπη της για το θέατρο άρχισε να εκδηλώνεται από τα μαθητικά της ακόμη χρόνια κι εκφράστηκε με τη συμμετοχή της στις σχολικές παραστάσεις. Τη χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή το 1951 πήρε μέρος στην παράσταση της «Aντιγόνης» του Σοφοκλή που ανέβηκε στο θέατρο «ΡΕΞ» από τους τελειόφοιτους, ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο. Την ίδια χρονιά, έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη, την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά, που υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας. Αποφοίτησε το 1954 και αμέσως χρίστηκε πρωταγωνίστρια.
Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη
Τα δύσκολα χρόνια
Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, καθηγητής Μαθηματικών, ήταν αρκετά αυστηρών αρχών, και απαιτούσε στρατιωτική πειθαρχία από την οικογένεια. Ήταν άκαμπτος άνθρωπος, γεγονός που καθόρισε τη σχέση του με την κόρη του. Η μητέρα της Θεώνη, το γένος Λάφη, δασκάλα, ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον άντρα της: τρυφερή, ευγενική, χαμογελαστή. Η μικρή Ευγενία γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου του 1933 (1934 σύμφωνα με στοιχεία της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου). Ήταν ενός έτους, όταν η οικογένεια μετακόμισε στη Σύρο, λόγω δυσμενούς μετάθεσης του πατέρα. Αν και ένας από τους ευφυέστερους μαθηματικούς της εποχής του, συγγραφέας βιβλίου ασκήσεων που διδασκόταν στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, είχε έρθει σε ρήξη με τον ίδιο τον Ιωάννη Μεταξά. Παρόλο που και ο ίδιος ήταν ακραιφνής εθνικιστής και προσωπικός φίλος του Μεταξά, ο οποίος τον προόριζε για καθηγητή πανεπιστημίου, σε μια αντιδικία τους του μίλησε τόσο άσχημα, που στάλθηκε «εξορία». Η τιμωρία κράτησε ένα χρόνο και εν τέλει ο διαπρεπής μαθηματικός βρέθηκε να υπηρετεί ως γυμνασιάρχης στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησε και η Ευγενία Καρπούζη μέχρι τα δεκαέξι της χρόνια.
Σε τρυφερή ηλικία έγινε μάρτυρας του βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης και της φρίκης της Κατοχής. Η ίδια, πολλά χρόνια αργότερα, έλεγε πως η μητέρα της, όταν έπεφταν οι βόμβες, για να την ηρεμήσει, έβαλε να παίζει στο γραμμόφωνο η Ενάτη του Μπετόβεν. Από εκείνο το περιστατικό συνειδητοποίησε ενστικτωδώς τη θαυματουργή επίδραση της τέχνης στην ανθρώπινη φύση. Το γεγονός δεν το ξέχασε ποτέ και καταγράφηκε μέσα της ως μια πρώτη, ακούσια, αλλά εμβληματική επαφή με την τέχνη. Ο πατέρας της, απότομος, σκληρός, απόλυτος, δε σήκωνε πολλές κουβέντες από τη γυναίκα και την κόρη του. Εκείνη, βέβαια, δεν του έδινε δικαιώματα. Πρώτη μαθήτρια, αρίστευε από πολύ νωρίς σε όλα, για να βγάλει ασπροπρόσωπη τη μητέρα της, καθώς φοιτούσε στο ίδιο σχολείο, όπου δίδασκε εκείνη, αλλά και γιατί είχε μια έμφυτη αγάπη για το διάβασμα και τη γνώση. Λάτρευε τη μητέρα της κι εκείνη για χάρη της υπέμενε κάθε ιδιορρυθμία του άντρα της. Συγγενείς στη Θεσσαλονίκη δεν είχαν, ήταν σα ξένοι, οπότε το σχολείο ήταν το μόνο περιβάλλον, όπου μπορούσε να δημιουργήσει δεσμούς και να αναπτύξει την απαράμιλλη κοινωνικότητά της. Τα αγόρια έμεναν κατάπληκτα μπροστά στα υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια της. Ένας από τους πρώτους θαυμαστές της ήταν και ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος υπήρξε συμμαθητής της στο Α’ Δημοτικό της Β’ Περιφέρειας Θεσσαλονίκης. Για χρόνια θυμόταν πόση εντύπωση του είχαν κάνει τα μάτια της – τόση, που δεν τα ξέχασε ποτέ!
Την Κατοχή δεν την πολυαισθάνθηκε. Η μητέρα της έκανε ιδιαίτερα σε παιδάκια και οι γονείς τους, για να την ξεπληρώσουν, της έστελναν διάφορα φαγώσιμα, αυγά, καμιά κότα, λουκάνικα. Οι γείτονες εκείνα τα χρόνια μοιράζονταν, εκτός από τις πίκρες, και τις χαρές τους. Όταν έμπαινε κάτι στα σπίτια τους, καλούσαν την Ευγενούλα να φάει κι αυτή. Αλλά τι ήταν η έλλειψη φαγητού μπροστά στις ανθρώπινες απώλειες! Καθώς η ναζιστική διοίκηση μάζεψε και ξαπόστειλε στα στρατόπεδα εξόντωσης ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης, εκείνη έχασε δύο αγαπημένους της συμμαθητές, την Ιουδήθ και τον Αλβέρτο. Την Απελευθέρωση, ο στριφνός Κωνσταντίνος Καρπούζης, τη γιόρτασε με ένα πιστόλι που είχε κρυμμένο στο μπαλκόνι τους και τους το αποκάλυψε όταν πυροβόλησε στον αέρα. Αμέσως μετά αποφασίστηκε να κατέβουν στην Αθήνα να ξαναδούν τους δικούς τους. Οι δυο γυναίκες επιβιβάστηκαν πρώτες στο πλοίο «Χιμάρα» και διέσχισαν μια κρύα νύχτα το Αιγαίο, στρωματσάδα, στο κατάστρωμα. Από τα τζάμια, η Ευγενούλα έβλεπε τις κυρίες με τα ωραία ρούχα και τα καπέλα να τρώνε σε καθαρά τραπέζια μέσα στη ζέστη, κι ονειρευόταν ότι ήταν μαζί τους, ότι τους έλεγε ιστορίες, τους τραγουδούσε, τους απήγγειλε ποιήματα και ότι χόρευε θεσπέσια. Μετά, ακολουθούσαν χειροκροτήματα…
Το δημοτικό το τέλειωσε με άριστα και οι γονείς της αποφάσισαν να τη στείλουν στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί. Οι Γαλλίδες καθολικές καλόγριες που το διοικούσαν φορούσαν εκείνα τα μεγάλα, άσπρα, κολλαριστά καπέλα που απέπνεαν μια παράξενη θεατρικότητα. Όταν σε ένα από τα πρώτα μαθήματα Γαλλικών απήγγειλε ένα ποίημα, η καλόγρια που τους δίδασκε, ενθουσιάστηκε τόσο, που τη ρώτησε το όνομά της. «Ευγενία» αποκρίθηκε εκείνη και η soeur είπε: «Α, δηλαδή Eugénie. Θα σε λέω τότε Genny, που είναι το χαϊδευτικό του Eugénie». Κι έτσι βαφτίστηκε Τζένη. Πρώτη και καλύτερη έτρεχε να οργανώσει στις γιορτές παραστάσεις, έλεγε ποιήματα, έγραφε σκετσάκια και «σκηνοθετούσε», προσπαθώντας να επιβάλει τη γνώμη της στις συμμαθήτριές της. Έκανε τη διανομή των ρόλων, επεξεργαζόταν τα κείμενα, παθιαζόταν, και ουσιαστικά ετοίμαζε μέσα της, το δρόμο που ήθελε να ακολουθήσει, εκείνον του θεάτρου. Όλα αυτά, σε μια εποχή που στην Ελλάδα μαινόταν ο Εμφύλιος. Τον πόλεμο αυτόν η Τζένη δεν το βίωσε, δεν το μυρίστηκε καν. Ίσως οι γονείς της ήθελαν να προστατεύσουν την παιδική της αθωότητα − πολύ αργότερα θα έκανε τα πάντα για να «επανορθώσει» τη σχετική της αδιαφορία απέναντι στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Τα πρώτα βήματα στο θέατρο
Μετά από δεκαέξι χρόνια στην «εξορία» του Βορρά, οι γονείς της πήραν μετάθεση πίσω στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκαν σε μονοκατοικία στο Χαλάνδρι, καθώς ο πατέρας της ήταν αρκετά ευκατάστατος, κι εκείνη συνέχισε τις τελευταίες δύο χρονιές του γυμνασίου στη γαλλική σχολή καλογραιών Saint Joseph. Στο τέλος της φοίτησής της, έπαιξε θέατρο στη σκηνή του Ρεξ-Κοτοπούλη, ερμηνεύοντας δίπλα στις συμμαθήτριές της τον κεντρικό ρόλο της Αντιγόνης, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Ίσως αυτό να αποτέλεσε και την αφορμή, να δώσει εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου − όχι ότι δεν ήταν μέσα της βαθιά πεπεισμένη πως αυτό ήθελε να κάνει. Ο Κωνσταντίνος Καρπούζης ούτε ν’ ακούσει μια τέτοια προοπτική για την κόρη του. Η Τζένη πήγε κρυφά, έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό, και φυσικά πέρασε. Αλλά, καθώς ήταν ανήλικη, έπρεπε να δεχτούν οι γονείς. Από τη σχολή κάλεσαν την κυρία Θεώνη Καρπούζη και της είπαν ότι θα ήταν κρίμα αυτό το κορίτσι να μη σπουδάσει θέατρο. Ο πατέρας ονειρευόταν για την κόρη του πανεπιστημιακή καριέρα, κι έτσι εκείνη συμμάχησε με τη μητέρα, με την οποία έτσι κι αλλιώς είχε σχέση λατρείας. Άρχισε να παρακολουθεί τη δραματική σχολή του Εθνικού, χωρίς να το ξέρει εκείνος. Ήταν φθινόπωρο του 1951. Στις θεατρικές σπουδές αφοσιώθηκε με την ίδια πειθαρχία που επέδειξε σε ολόκληρη τη μαθητική της ζωή. Δάσκαλοί της ήταν μερικοί από τους σημαντικότερους του θεάτρου και των γραμμάτων.
Ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Άγγελος Τερζάκης, που επινόησε το επίθετο «Καρέζη», με το οποίο τη γνώρισε ολόκληρη η Ελλάδα, απελευθερώνοντάς την από το αστείο πατρώνυμο, η κυρία Κατερίνα, και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας, ο σαγηνευτικός πρωταγωνιστής Γιώργος Παππάς. Με διαφορά ενός σπουδαστικού έτους, φοιτούσαν επίσης στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Η φιλία που τη συνέδεσε με την πρώτη και που τα χρόνια της μεγάλης τους επιτυχίας παρουσιάστηκε από εκατοντάδες δημοσιεύματα ως μεγάλη έχθρα και αβυσσαλέος ανταγωνισμός τα χρόνια της σχολής, ήταν ακλόνητη! Οι δυο τους ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, που, όποτε φορούσαν παρόμοια ρούχα και περπατούσαν μαζί στους δρόμους της Αθήνας, τις περνούσαν για αδελφές. Όταν τα έμαθε ο Καρπούζης, ξέσπασε μεγάλος καβγάς, κι έκανε το μεγάλο λάθος να σηκώσει το χέρι και να της ρίξει ένα δυνατό σκαμπίλι. Η Τζένη πήρε το χέρι του, το κατέβασε και του είπε: «Αυτό δε θα ξανασυμβεί ποτέ!».
Το επόμενο που έκανε, ήταν να πάρει τη μητέρα της, και να αφήσουν το σπίτι του μια για πάντα. Η κ. Θεώνη πήρε διαζύγιο από το σύζυγό της, έχοντας μέχρι εκείνη τη στιγμή, υπομείνει τα πάνδεινα από εκείνον, ρίχνοντας κι εκείνη οριστικά μαύρη πέτρα πίσω της. Μάνα και κόρη εγκαταστάθηκαν στο Λαφέικο, σε ένα νεοκλασικό επί της οδού Χέυδεν, απέναντι από το Πεδίον του Άρεως, όπου ζούσε όλο το σόι μαζί. Αυτό αποτελούσε σκάνδαλο σχεδόν: δύο γυναίκες μόνες, η μάνα ακόμα νέα και όμορφη, με κόρη ηθοποιό! Αλλά η Τζένη Καρέζη, πέρα από την ωριμότητα και τη μόρφωσή της, που οπωσδήποτε τη διαφοροποιούσαν από τις συνομήλικές της, ήταν ένας άνθρωπος απόλυτος και ξεροκέφαλος, σαν τον πατέρα της. Γιατί μ’ εκείνον έμοιαζε σε πάρα πολλά. Μόνο που εκείνη φρόντισε τα πιο ενοχλητικά να τα αντιστρέψει και να τα κάνει προτερήματα. Την επιθετικότητα εκείνου την έκανε ειλικρίνεια και πείσμα για το δίκιο, τις εμμονές της τις μετέτρεψε σε πάθος για το καλό γούστο, για το θέατρο, για τις μεγάλες αξίες. Παθιαζόταν τόσο πολύ με αυτό που πρέσβευε, που ήταν ικανή να χαλάσει ακόμα και φιλία ετών, ώστε να υπερασπιστεί την άποψή της. Αυτό έδειχνε πόσο ειλικρινής ήταν με το περιβάλλον της και πόσο έντιμη ήταν απέναντι στα πιστεύω της. Από τη δραματική σχολή αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1954 με άριστα. Το φθινόπωρο εκείνο, η Μελίνα Μερκούρη ανέβασε στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ την «Ωραία Ελένη», των Αντρέ Ρουσέν και Μαντλέν Γκρέι, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ.
Η Τζένη Καρέζη συμμετείχε στη διανομή και η λαμπρή πρεμιέρα του αστραφτερού μπουλβάρ επισφράγισε το γεγονός ότι η νεαρή ηθοποιός είχε όλα τα φόντα να για σταθεί στα πόδια της. Είχε περάσει τις πιο δύσκολες εξετάσεις που θα μπορούσε, δίπλα στην πιο γοητευτική γυναίκα της αθηναϊκής σκηνής. Και μόλις δύο μήνες μετά, βρέθηκε να ερμηνεύει την Αντέλα στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», δίπλα στην Κατίνα Παξινού, στη Χριστίνα Καλογερίκου και στη Βάσω Μεταξά, όλες ανυπέρβλητες ηθοποιοί, με σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή, σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου και σκηνικά – κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Η συνεργασία της με το ζεύγος Μινωτή – Παξινού σηματοδότησε μια μεγάλη φιλία που αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα ιδιαίτερα σημαντική.
Μέσα σε μια χρονιά, απέδειξε ότι επρόκειτο για μια τρομερά ταλαντούχα ηθοποιό, που ήταν ικανή να μεταπηδάει από το ένα είδος στο άλλο, με τη μεγαλύτερη ευκολία. Από ένα γαλλικό μπουλβάρ κι ένα Λόρκα, βρέθηκε να συμμετέχει -πάντα στο ίδιο θέατρο της οδού Πανεπιστημίου- στο «Φαύλο Κύκλο» του Δημήτρη Ψαθά, και λίγο μετά στο «Μακμπέθ», το μεγάλο φιάσκο της Μελίνας. Το καλοκαίρι εκείνο, εντάχθηκε στο θίασο των Ηλιόπουλου – Φωτόπουλου, όπου έπαιξε δίπλα στους δύο σπουδαίους κωμικούς σε δύο φαρσοκωμωδίες. Εκεί ήταν που για πρώτη ίσως φορά αναδείχτηκε το κωμικό ταμπεραμέντο της, που τα χρόνια της μεγάλης δόξας την έκανε ιδιαίτερα αγαπητή στον κόσμο. Το χειμώνα που ακολούθησε, την προσέλαβαν στο Εθνικό, ό,τι πιο τιμητικό εκείνη την εποχή για ηθοποιό, και βρέθηκε να παίζει στη σκηνή της Αγίου Κωνσταντίνου ένα ξεχωριστό ρεπερτόριο, με συνεργάτες όλη την πνευματική και καλλιτεχνική αφρόκρεμα της εποχής. «Δοκιμασία» του Άρθουρ Μίλερ σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, «Άμλετ» σε σκηνοθεσία Μινωτή, με τον ίδιο στον ομώνυμο ρόλο, την Παξινού, τον Κωτσόπουλο, τον Ζερβό, τον Αλεξανδράκη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην υπόλοιπη διανομή.
Τον Ιανουάριο του 1956 έπαιξε στην «Έβδομη μέρα της δημιουργίας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με τον οποίο συνδέθηκε για ένα σύντομο διάστημα συναισθηματικά, δεσμός που εξελίχθηκε σε μια σχέση αλληλοεκτίμησης και φιλίας, με πάμπολλες συνεργασίες. Το καλοκαίρι ο Σολομός την πήρε στις «Εκκλησιάζουσες», μια παράσταση που παίχτηκε στο Ηρώδειο, με τη Μαίρη Αρώνη ως Πραξαγόρα και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Το επόμενο καλοκαίρι, τον Ιούλιο του 1957, έκανε το ντεμπούτο της στην Επίδαυρο, ως Μυρρίνη στη «Λυσιστράτη». Για πολλά χρόνια, παρέμεινε θρυλική η σκηνή της Μυρρίνης και του Κινησία, τον οποίο ερμήνευσε ο Χριστόφορος Νέζερ.
Η επιλογή της στον κεντρικό ρόλο από τον Αλέκο Σακελλάριο στην ταινία του «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» με τους Φωτόπουλο – Αυλωνίτη, τον Αλεξανδράκη και την εξαιρετική μουσική του Χατζιδάκι είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, που εκτίναξε τη νεαρή ηθοποιό σε πρωτόγνωρα ύψη δημοτικότητας. Αμέσως μετά γυρίστηκε και η συνέχεια, με τίτλο «Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο», με τους ίδιους πρωταγωνιστές και τα εκπληκτικά τραγούδια του Μάνου, τα οποία τραγούδησε η ίδια η Τζένη. Ο δαιμόνιος σεναριογράφος και σκηνοθέτης Σακελλάριος είχε βρει στο πρόσωπό της την ιδανική ενζενί για τα κινηματογραφικά του σχέδια. Έτσι, την έβαλε δίπλα στους Λογοθετίδη – Λιβυκού στο «Δελησταύρου & υιός», και την επόμενη χρονιά ανάμεσα στη Βασιλειάδου, τον Μακρή και τη Ζαφειρίου, ως μία από τις κόρες −και υποψήφιες νύφες− ενός αυταρχικού πατέρα στην ξεκαρδιστική «Θεία από το Σικάγο», που τη σεζόν 1957-1958 έκανε ρεκόρ εισιτηρίων.
Όλα αυτά, παράλληλα με την Κορντέλια στο «Βασιλιά Ληρ» και άλλους ρόλους κλασικού ρεπερτορίου. Φυσικά, η κινηματογραφική παραγωγή που απευθυνόταν κυρίως στο μεγάλο λαϊκό κοινό δεν έπαυε να της προτείνει και να γυρίζει ταινίες μαζί της: «Η λίμνη των πόθων» του Γιώργου Ζερβού, «Μια λατέρνα, μια ζωή» του Σωκράτη Καψάσκη σε σενάριο του Γιώργου Τζαβέλα, «Τα ναυάγια μιας ζωής» της μοναδικής γυναίκας σκηνοθέτιδας της εποχής Μαρίας Πλυτά, «Το τρελοκόριτσο» του Ντίμη Δαδήρα σε σενάριο του Γιάννη Δαλιανίδη. Μια εκκολαπτόμενη εγχώρια βιοτεχνία εικόνων και ονείρων που είχε ανάγκη το πανέμορφο πρόσωπο του νεαρού αυτού κοριτσιού με το αθώο βλέμμα και την αποφασιστικότητα της γυναίκας της νέας εποχής που αναδυόταν.
Η ζωή και το διαζύγιο με τον Ζάχο Χατζηφωτίου
Ο κεραυνοβόλος έρωτας
Στις 7 Μαΐου του 1962, η Τζένη Καρέζη και ο Ζάχος Χατζηφωτίου πέρασαν το κατώφλι της εκκλησίας της Φιλοθέης. Ο γάμος τους αποτέλεσε κοσμικό γεγονός και πρώτη είδηση στις εφημερίδες. Το ζευγάρι είχε γνωριστεί μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, στο Λονδίνο. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου ζούσε τότε στο Παρίσι και είχε βρεθεί στην αγγλική πρωτεύουσα για επαγγελματικούς λόγους, ενώ η λαμπερή πρωταγωνίστρια ταξίδεψε εκεί για λόγους «καλλιτεχνικής ενημερώσεως», όπως έγραφε το ρεπορτάζ της εποχής. Η ίδια είχε περιγράψει τη γνωριμία τους σε συνέντευξή της, αμέσως μετά το γάμο. «Μου τον σύστησαν σε ένα ελληνικό σπίτι. «Χαίρω πολύ», είπαμε αμφότεροι. Ξανασυναντηθήκαμε λίγο μετά, την πρωτοχρονιά, εδώ στην Αθήνα, που ο Ζάχος ήρθε για διακοπές. Ξαναχαρήκαμε πολύ. Και ένα μήνα αργότερα, κεραυνοβόλα, βιαστικά, αμερικάνικα αν θέλετε, το συναποφασίσαμε να χορέψουμε στη Φιλοθέη».

Στο μυστήριο οι εκλεκτοί καλεσμένοι ήταν πολλοί. Η αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου έδωσε το «παρόν», μαζί με πολιτικούς και επιχειρηματίες της εποχής. Ηχηρή απουσία ήταν αυτή της Αλίκης Βουγιουκλάκη που δεν ήταν στη λίστα των καλεσμένων. Ο ανταγωνισμός τους ήταν σφοδρός εκείνη την περίοδο. Τη μέρα του γάμου η Αλίκη βρισκόταν στο Λονδίνο, όπου έδωσε και συνέντευξη για το B.B.C. Συνολικά, οι επίσημοι καλεσμένοι ήταν 500. Οι ακάλεστοι έφτασαν τους 5.000. Η παρουσία τους ήταν τόσο έντονη, που η χωροφυλακή αναγκάστηκε να πάρει ειδικά μέτρα, για να τους περιορίσει…
Η Καρέζη, που ξεχώριζε τις προσωπικές από τις δημόσιες στιγμές, εξέφρασε την πικρία της στον Τύπο: «Πολύ χαρήκαμε, που τόσο μας αγαπάνε, αλλά και πόσο στεναχωρηθήκαμε, πιστέψτε το, που οι φίλοι μας παρακολούθησαν την τελετή έξω από το σύρμα. Γυρνούσαμε, και αντί να δούμε γνωστούς, βλέπαμε μανάδες με ασαράντιστα μωρά, μαθητούδια και ισχυρή δύναμη χωροφυλακής να πηγαινοέρχεται». Ο γάμος σχολιάστηκε δεόντως και πολλοί ήταν εκείνοι που αμφέβαλαν για τον «κεραυνοβόλο» έρωτα του ζευγαριού. Κάποιοι θεώρησαν πως η σχέση της Τζένης με τον Χατζηφωτίου ήταν ένα «ψάξιμο» του εαυτού της…
Το ζευγάρι πάντως απολάμβανε τον έγγαμο βίο. Ειδικά τα κυριακάτικα πρωινά, έβλεπαν φίλους στο σπίτι τους και η Τζένη έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί με το αγαπημένο της παιχνίδι, το τάβλι. Τα βράδια, μετά το θέατρο, το ζευγάρι σύχναζε στα θεατρικά στέκια, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Οι δυο τους χόρευαν και διασκέδαζαν στα καλύτερα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Την περίοδο εκείνη, όπως ανέφερε στη «Μηχανή του Χρόνου» ο κύριος Χατζηφωτίου, ο ίδιος σύστησε στην Καρέζη μια διάσημη Ρωσίδα, που ήταν ατζέντης του Μπελμοντό και της Μπριζίτ Μπαρντό και θα μπορούσε να τη βοηθήσει να κάνει διεθνή καριέρα. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου συμφώνησε με την ατζέντη να παίρνει τα μισά χρήματα από την αμοιβή της Καρέζη, γεγονός που δεν ενθουσίασε την Ελληνίδα πρωταγωνίστρια, η οποία έκρινε την αμοιβή της μάνατζερ υπερβολική.
Οι άνθρωποι που γνώριζαν καλά την Καρέζη, πιστεύουν ότι τελικά η Τζένη δεν ήθελε να φύγει από την Ελλάδα, γι’ αυτό και δεν προχώρησε η συμφωνία.
Το ζευγάρι επίσης, επισκεπτόταν συχνά το Παρίσι για διακοπές, με την Τζένη Καρέζη να ποζάρει συχνά με νάζι στο φωτογραφικό φακό του συζύγου της, Ζάχου Χατζηφωτίου.
Ο χωρισμός
Ενώ τον πρώτο καιρό ο Ζάχος και η Τζένη περνούσαν καλά και κατάφερναν να συνδυάζουν τα ωράρια τους, με το πέρασμα του χρόνου, τα διαφορετικά προγράμματά τους άρχισαν να τους κουράζουν. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου έκανε τότε τα πρώτα του βήματα στο χώρο της ναυτιλίας και έπρεπε να βρίσκεται στο γραφείο του από τις εννέα το πρωί, μέχρι τις πρώτες απογευματινές ώρες. Αντίθετα, η Καρέζη πήγαινε στο θέατρο γύρω στις 5 το απόγευμα και τελείωνε μετά τα μεσάνυχτα. Ο σύζυγός της έπρεπε να την περιμένει μέχρι πολύ αργά, αν ήθελε να μοιραστεί χρόνο μαζί της. Σύμφωνα με τον Ζάχο, αυτό το πρόγραμμα, κάποια στιγμή, κούρασε το ζευγάρι και προκάλεσε φθορά στη σχέση.
Μετά από πέντε χρόνια κοινής ζωής, αποφάσισαν να χωρίσουν, κάτι που έκαναν με διακριτικότητα και χωρίς ακρότητες. Για τον Ζάχο Χατζηφωτίου, αιτία του χωρισμού ήταν και οι κακές γλώσσες που επηρέασαν την Καρέζη. Την περίοδο εκείνη, ο σύζυγος της ηθοποιού έλειπε συχνά στο εξωτερικό για επαγγελματικούς λόγους. Τότε, πολλοί βρήκαν ευκαιρία να τον κατηγορήσουν ότι την απατά. Του χρέωσαν μάλιστα διαφορετική φιλενάδα σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη που επισκεπτόταν. Ο ίδιος ποτέ δεν αποδέχτηκε τις κατηγορίες για απιστία. Η ζημιά όμως είχε γίνει. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, σε μια από τις τελευταίες τους συζητήσεις, η Τζένη είπε στον άντρα της το εξής:
Εγώ είμαι η Τζένη Καρέζη και δεν γίνεται να με απατάς.
Advertising
Παρόλο που πήραν διαζύγιο, οι δυο τους παρέμειναν καλοί φίλοι. «Ως φίλοι λειτουργούσαμε καλύτερα, και παραμείναμε φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής της», έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ο κ. Χατζηφωτίου. Με το διαζύγιο, έκλεισε και ένα κεφάλαιο στη ζωή της μεγάλης πρωταγωνίστριας. Λίγο καιρό μετά, ο έρωτας της χτύπησε ξανά την πόρτα. Αυτή τη φορά οριστικά, αφού παντρεύτηκε με τον Κώστα Καζάκο, με τον οποίο έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η ζωή της με τον Καζάκο

Με τον Καζάκο όλα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1966, στο πρώτο γύρισμα της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα», με τον Δημόπουλο στον Ισθμό. Έπρεπε να περιμένουν να περάσει ένα καραβάκι για να το γυρίσουν και καθώς αυτό αργούσε, άρχισαν να παίζουν τάβλι. Εκείνος φορούσε στολή αξιωματικού, ήταν νέος και ωραίος, έπαιζε πρώτη φορά σε παραγωγή του παντοδύναμου Φίνου. Το παράστημά του εντυπωσίασε τη σταρ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αδιαφορήσει για εκείνον στις προηγούμενες συναντήσεις τους. Αυτή τους η συνάντηση ήταν καθοριστικής σημασίας. Ο δρόμος που ακολούθησε, τόσο στο θέατρο, όσο και στη ζωή έκτοτε ήταν τελείως διαφορετικός από εκείνον που είχε διανύσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η προσωπικότητα του Καζάκου, ενός άντρα που είχε ψηθεί από παιδί στη βιοπάλη, με αριστερή συνείδηση, την προσγείωσε σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας.
Ο γάμος τους, τον Αύγουστο του 1968, ήταν απλός και δεν είχε καμία σχέση με το παραλήρημα του πρώτου της γάμου. Κατέβηκαν από το σπίτι της Ίωνος Δραγούμη στα Ιλίσια, πέρασαν απέναντι στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους με τη μουσική υπόκρουση από βιολιά και νταούλια, και μετά το τέλος του μυστηρίου επέστρεψαν στη βεράντα τους με τους στενούς τους φίλους και συγγενείς για το τραπέζι. Ο Καρπούζης ήταν και αυτή τη φορά απών.
Η πρώτη παράσταση στην οποία έπαιξαν μαζί ήταν η «Θεοδώρα η Μεγάλη» του Γεωργίου Ρούσου σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτής, τον Οκτώβριο του 1968. Η Ελλάδα είχε πλέον δικτατορία. Τόσο οι πολιτικές εξελίξεις, όσο και ο στρατευμένος ιδεολογικά στην αριστερά σύζυγος της, ωρίμασαν την Καρέζη σχεδόν απότομα. Αφυπνίστηκε και σταδιακά έγινε ένα ανεξάρτητο, προοδευτικό και ελεύθερο πνεύμα. Άρχισε να ψάχνει, να ανατρέχει, τόσο στα βιβλία, όσο και στη μνήμη της. Να ξαναδιαβάζει την ιστορία του τόπου, φέρνοντας στο μυαλό της λεπτομέρειες του πρόσφατου παρελθόντος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αφήσει να της ξεφύγουν. Σα να ένιωθε τύψεις για όλα τα τρομακτικά και ιστορικά γεγονότα που πέρασαν δίπλα της, κι εκείνη δεν τα είχε πάρει χαμπάρι. Ρωτούσε, μάθαινε και διαμόρφωνε μια νέα Καρέζη από την αρχή.
Το τέλος
Τον Οκτώβριο του 1988 ξαναφέρνουν τον Εφρέμοφ για τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ. Η Καρέζη ως Λιουμπόβα έπαιξε έναν από τους σπουδαιότερους και πιο απαιτητικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε, αλλά το έργο δεν έβγαλε ομαλά τη σεζόν. Τον Μάρτιο του 1989 το θέατρο έκλεισε γιατί η πρωταγωνίστρια έπρεπε να φύγει εσπευσμένα για το Λονδίνο.
Από καιρό είχε συμπτώματα, στα οποία ο γυναικολόγος της, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχε δώσει τη δέουσα σημασία. Τη θεωρούσε, όπως όλοι, «τέρας υγείας». Όταν πλέον διαγνώστηκε ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, είχε προχωρήσει και είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος. Στην Αγγλία έμεινε δύο μήνες, όπου έκανε χημειοθεραπείες και επέμβαση. Όταν επέστρεψαν, είχαν μείνει με την εντύπωση ότι είχαν προλάβει το κακό. Ο Στούρουα επέστρεψε στην Ελλάδα για τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή. Κι ενώ οι γιατροί τής έλεγαν ότι έπρεπε να ξεκουραστεί, εκείνη επέμενε να παίξει την Ιοκάστη και να ακολουθήσει τη μεγάλη περιοδεία.
Το 1990 η Λούλα Αναγνωστάκη γράφει ειδικά γι’ αυτήν το «Διαμάντια και μπλουζ». Το έργο έκανε πρεμιέρα στις 27 Οκτωβρίου σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου. Ο κόσμος πια ήξερε. Άλλωστε, οι θεατές έβλεπαν την προσπάθεια που κατέβαλλε να ανταποκριθεί στο ρόλο. Ήταν μια σπουδαία ερμηνεία, αυτό που λένε «η παράσταση της ζωής της». Εκτός του ότι η ονειροπόλα Άννα του έργου έδενε γάντι με την Τζένη, ίσως ενδόμυχα να ήξερε ότι με αυτό το έργο, αποχαιρετούσε το θέατρο και το κοινό της. Στις 31 Μαρτίου του 1991 έδωσε την τελευταία της παράσταση.
Λίγο πριν από το τέλος, την επισκέφθηκε η Αλίκη Βουγιουκλάκη και πέρασαν κάποιο χρόνο μόνες. Το τι ειπώθηκε μεταξύ των δύο πρωταγωνιστριών, που για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ο Τύπος τις ήθελε εχθρούς, ενώ εκείνες παρέμεναν φίλες, δεν έμαθε ποτέ κανείς. Ένα μήνα πριν από το τέλος, ο γιος της, Κωνσταντίνος Καζάκος, έδινε πτυχιακές εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Η Τζένη ήθελε οπωσδήποτε να τις παρακολουθήσει. Ο Καζάκος παρακάλεσε τον Λαζάνη να μπουν τα κομμάτια του γιου του στην αρχή, ώστε να φύγουν αμέσως. Μετά βίας μπορούσε να περπατήσει, χωρίς να την κρατάει κάποιος. Φόρεσε καπέλο και μαύρα γυαλιά και πήγε στην οδό Φρυνίχου. Αρνήθηκε να φύγει, αφού είδε τον γιο της. Έκατσε και είδε όλους τους τελειόφοιτους, συνολικά τέσσερις ώρες. Λίγο καιρό μετά, έχασε και την όρασή της. Έφυγε ξημερώματα Δευτέρας, στις 27 Ιουλίου του 1992.
Ακολουθεί ένα βίντεο για την άγνωστη ζωή της μεγάλης ηθοποιού και ένα ακόμη, με τη συνέντευξη της ίδιας μαζί με το σύζυγό της.
Πηγές