
Ανάμεσα στις πιο γοητευτικές συζητήσεις γύρω από τον κινηματογράφο βρίσκεται το ερώτημα αν υπάρχουν, ή αν μπορούν πραγματικά να υπάρξουν, αντιπολεμικές ταινίες. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ορισμένα από τα αναγνωρισμένα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης ανήκουν σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία. Δύο εμβληματικές φωνές που τοποθετήθηκαν σε αντίθετα στρατόπεδα είναι οι François Truffaut και Steven Spielberg: ο πρώτος υποστήριζε πως «δεν υπάρχει καμία αντιπολεμική ταινία», ενώ ο δεύτερος αντέτεινε ότι «κάθε ταινία για τον πόλεμο είναι, εξ ορισμού, αντιπολεμική». Και οι δύο θέσεις έχουν τη δύναμή τους, αλλά και τον απόλυτο χαρακτήρα τους. Προσωπικά θεωρώ πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα, αν και μάλλον πιο κοντά στη σκοπιά του Truffaut.
Disclaimer: Πρέπει εξαρχής να ξεκαθαριστεί ότι, όταν γίνεται λόγος για την ηθική ή την ανηθικότητα των “αντιπολεμικών” ταινιών, το ζήτημα αφορά την ηθική ευθύνη του δημιουργού και όχι του θεατή που τις απολαμβάνει. Παράλληλα, το παρόν κείμενο δεν θα ασχοληθεί με τις ταινίες που δηλώνουν απροκάλυπτα την πρόθεσή τους να προωθήσουν τον μιλιταρισμό και, ειδικά, τις ιμπεριαλιστικές πρακτικές, λειτουργώντας ουσιαστικά ως εργαλεία στρατολόγησης νεαρών ανδρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Top Gun: Maverick, το σίκουελ της πιο «μπαμπαδίστικης» ταινίας όλων των εποχών, το οποίο γυρίστηκε σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο Άμυνας και το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, σε μια περίοδο που τα ποσοστά στρατολόγησης στη χώρα είχαν καταρρεύσει.

Η αντιπολεμική ταινία στο Hollywood
Είναι σημαντικό να γίνει σαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα σε μια καλή πολεμική ταινία και σε μια πραγματικά αντιπολεμική ταινία. Το γεγονός ότι μια ταινία δεν πληροί τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί αντιπολεμική δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι «κακή». Αντίθετα, επειδή οι πολεμικές ταινίες καταπιάνονται με ακραίες καταστάσεις και ήρωες που βιώνουν οριακά συναισθήματα, προσφέρουν το έδαφος για σπουδαία έργα τέχνης και ερμηνείες που μένουν στην ιστορία. Στο Χόλιγουντ έχουμε δει πολλές τέτοιες στιγμές. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: μπορούν όλα αυτά τα έργα να χαρακτηριστούν πράγματι αντιπολεμικά;

Η κλασική χολιγουντιανή δραματουργία στηρίζεται σε ορισμένες σταθερές: σενάριο με έντονο momentum (αφηγηματική ορμή), σαφή stakes (διακυβεύματα), μια μορφή κάθαρσης στο τέλος, καθώς και μια παραδοσιακή αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος. Στις λεγόμενες «αντιπολεμικές» ταινίες, οι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι με ακραία διακυβεύματα, που συχνά υπερβαίνουν την ατομική τους μοίρα, ενώ οι πιθανότητες είναι σχεδόν πάντα εναντίον τους. Ωστόσο, στο φινάλε, σχεδόν πάντοτε καταφέρνουν να υπερβούν τα εμπόδια, προσφέροντας στον θεατή ένα γλυκόπικρο ή ακόμη και ανακουφιστικό κλείσιμο. Το πρόβλημα είναι πως, βλέποντας τους στρατιώτες-ήρωες να φτάνουν σε μια θετική (έστω και προσωρινά) κατάληξη μέσα από τη δύναμη της γραφικής βίας, το αντιπολεμικό μήνυμα υπονομεύεται ουσιαστικά.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αισθητικοποίηση της βίας. Σχεδόν όλες οι πολεμικές ταινίες (και όχι μόνο του Χόλιγουντ) ξεχωρίζουν για την εντυπωσιακή τους διεύθυνση φωτογραφίας. Οι μαεστρικά γυρισμένες σκηνές, σε συνδυασμό με τον αφηγηματικό ρυθμό που διατηρεί το momentum, επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο ο θεατής βιώνει την εμπειρία. Έτσι, ενώ ο τελευταίος μπορεί να αναγνωρίζει την αγριότητα και την απανθρωπιά της πολεμικής βίας, η ομορφιά των πλάνων μοιάζει, κατά μία έννοια, να τον υπνωτίζει, μετατοπίζοντας την προσοχή του από το περιεχόμενο στο ίδιο το μέσο του κινηματογράφου.
To POV του “καημένου στρατιωτάκου”
Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι και η οπτική γωνία μέσα από την οποία αφηγείται η ταινία την ιστορία της. Από αυτήν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η αξιοπιστία του «αντιπολεμικού» μηνύματος που (υποτίθεται ότι) επιχειρεί να προωθήσει.
Η επικρατέστερη οπτική είναι αυτή του «καημένου στρατιώτη» που βρίσκεται ξαφνικά στην άλλη άκρη του κόσμου για να πολεμήσει «για τα δικαιώματα της χώρας του» ή «για να φέρει τη δημοκρατία». Τον παρακολουθούμε να γίνεται μέλος μιας στρατιωτικής αδελφότητας, συχνά στο πλαίσιο κάποιας ιμπεριαλιστικής αποστολής. Στον αντίποδα, οι άνθρωποι που υφίστανται την εισβολή (οι κάτοικοι της χώρας, οι άμαχοι, οι γυναίκες και τα παιδιά) μένουν συνήθως στο περιθώριο της αφήγησης, παρότι είναι εκείνοι που δέχονται το μεγαλύτερο βάρος της πολεμικής μηχανής.
Έτσι, καταλήγουμε να συμπονούμε περισσότερο τους στρατιώτες του ιμπεριαλισμού παρά τα πραγματικά θύματά του. Ακόμα και όταν προβάλλονται τα ελαττώματα των στρατιωτών, οι ρατσιστικές ή και οι βίαιες συμπεριφορές απέναντι σε αθώους, η κυρίαρχη οπτική δεν αλλάζει.

ΩΣΤΟΣΟ, είναι απαραίτητο να ξεκαθαριστεί το αυτονόητο: οι πολεμικές ταινίες οφείλουν πράγματι να δείχνουν ενσυναίσθηση για τους στρατιώτες (ή έστω για κάποιους από αυτούς) που βιώνουν την εμπειρία του πολέμου. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Αν μια ταινία θέλει να λογίζεται ως «αντιπολεμική», είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένη να τους κριτικάρει με σαφήνεια και οξύτητα.
Η ισορροπία ανάμεσα στη συμπόνια και την κριτική είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί, κι όμως, από αυτήν εξαρτάται η αλήθεια και η δύναμη του αντιπολεμικού μηνύματος.
Οι αντιπολεμικές ταινίες και το male loneliness epidemic
Πολλές ταινίες επιλέγουν να εστιάσουν στο «δέσιμο» της ομάδας των στρατιωτών, παρουσιάζοντάς το ως εμπειρία αδελφοσύνης και συλλογικής ταυτότητας. Αυτό έχει ιδιαίτερη απήχηση σε θεατές που νιώθουν την απουσία τέτοιας συντροφικότητας στην προσωπική τους ζωή.
Το λεγόμενο “male loneliness epidemic” («επιδημία ανδρικής μοναξιάς»), που παρατηρείται κυρίως σε λευκούς, συντηρητικούς άνδρες, ωθεί τα θύματά του να αναζητούν συντροφικότητα με τους πιο παράξενους και συχνά προβληματικούς τρόπους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολεμικές ταινίες παρουσιάζουν τη στράτευση ως μια σχεδόν έτοιμη λύση απέναντι στη σύγχρονη αστική μοναξιά.

Η απολιτίκ αντιπολεμική ταινία
Ένα από τα trends που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια σε αυτό το (κατά μία έννοια) κινηματογραφικό είδος είναι η προσπάθεια δημιουργίας «απολίτικων» και απολύτως αντικειμενικών πολεμικών ταινιών. Την αποστολή αυτή φαίνεται να έχει αναλάβει ο Alex Garland με τα «Warfare» και «Civil War», μία αποστολή στην οποία, κατά τη γνώμη μου, αποτυγχάνει παταγωδώς.
Η Susan Sontag είχε γράψει: «It is always the image that someone chose; to photograph is to frame, and to frame is to exclude» («Είναι πάντα η εικόνα που κάποιος επέλεξε: το να φωτογραφίζεις σημαίνει να καδράρεις, και το να καδράρεις σημαίνει να αποκλείεις από το κάδρο») . Το ίδιο ισχύει και για τον κινηματογράφο. Δεν είναι μόνο θέμα ταλέντου στη σκηνοθεσία ή στο σενάριο, το πρόβλημα είναι βαθύτερο: δεν γίνεται εξ αρχής να υπάρξει απολίτικη και αντικειμενική ταινία για τον πόλεμο, ένα φαινόμενο που είναι εγγενώς πολιτικό.
Όπως ακριβώς στον πόλεμο δεν υπάρχει «ουδέτερη» φωτογραφία, έτσι και στον κινηματογράφο δεν υπάρχει ουδέτερη οπτική γωνία. Από τη στιγμή που υπάρχει κάποιος πίσω από την κάμερα, υπάρχει πάντα ένα POV: το πώς θα στηθεί το κάδρο, η απόσταση από τη δράση, ο φωτισμός. Όλες αυτές οι επιλογές καθορίζουν το συναίσθημα που προκαλείται στον θεατή.
Και βέβαια, δεν μπορεί να υπάρξει πόλεμος χωρίς πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο. Όταν ο καλλιτέχνης αφήνει «το έργο να μιλήσει μόνο του» για να κρατήσει δήθεν αντικειμενική στάση, καταλήγει να μην πει τίποτα. Το μόνο που απομένει είναι η τρομερά liberal και ισαποστακική διαπίστωση ότι «ο πόλεμος είναι κακός», χωρίς όμως να ωθούμαστε να αναρωτηθούμε τί τον προκαλεί. Αυτό, όμως, δεν αρκεί.
Τελικά πώς μοιάζει μία πραγματικά αντιπολεμική ταινία;
Όπως ανέφερα και παραπάνω, παρότι βρίσκομαι πιο κοντά στη λογική του Truffaut, πιστεύω πως όντως υπάρχουν αντιπολεμικές ταινίες. Δεν είναι πολλές (και σίγουρα δεν παράγονται στο Hollywood) αλλά υπάρχουν. Για να θεωρήσω όμως δόκιμο να χαρακτηριστεί μια ταινία ως αντιπολεμική, πρέπει να πληροί κάποια πολύ συγκεκριμένα κριτήρια. Σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι η εστίαση στην οπτική των πραγματικών θυμάτων, και ειδικότερα των αθώων, ανυπεράσπιστων πολιτών. Η ταινία πρέπει να μας εκθέτει στο πώς ο πόλεμος καταστρέφει τη ζωή των ανθρώπων μιας χώρας που υφίσταται την ιμπεριαλιστική εισβολή. Για να κατανοήσουμε, ωστόσο, το μέγεθος της καταστροφής, είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε και την καθημερινότητά τους πριν ισοπεδωθεί από τον πόλεμο.
Εξίσου απαραίτητο είναι τα θύματα να παρουσιάζονται ως ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, με βάθος και προσωπική ιστορία. Μόνο έτσι μπορούμε να δεθούμε μαζί τους ως θεατές, να αισθανθούμε σε μεγαλύτερο βαθμό την τραγικότητα της κατάστασής τους και να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελούν τα απόλυτα θύματα της πολεμικής σύγκρουσης. Έτσι κατανοούμε πώς αυτοί οι άνθρωποι καταλήγουν να χάνουν την ανθρωπιά τους και να μειώνουν την ηθική τους στο επίπεδο του «ο καθένας για την πάρτη του». Σε ένα τέτοιο περιβάλλον απανθρωπιάς δεν υπάρχει χώρος για παιδικότητα ή αθωότητα. Όποιος προσπαθεί να τις διατηρήσει, συνθλίβεται.
Τέλος, ένα ακόμη καθοριστικό χαρακτηριστικό της αντιπολεμικής ταινίας είναι να καταστήσει απολύτως σαφές ότι ο πόλεμος είναι κάτι το αφύσικο. Όχι απλώς δεν ανήκει στη «φύση» του ανθρώπου, αλλά έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτήν, καταστρέφοντας όλους όσους εμπλέκονται και ωφελώντας μόνο μια μικρή μειοψηφία ήδη πλουσίων που πλουτίζουν ακόμη περισσότερο.
Γι’ αυτό και δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι όταν δει μια πραγματικά αντιπολεμική ταινία, δεν θα θελήσει ποτέ να την ξαναδεί στη ζωή του, όσο καλοφτιαγμένη κι αν είναι.