Το «Drag Me To Hell» («Μέχρι την κόλαση»), δια χειρός Sam Raimi, σηματοδοτεί την δυναμική επιστροφή του cult σκηνοθέτη έπειτα από πολυετή απραξία, όσον αφορά το αγαπημένο του «παιδί», το comedy horror. Θέλοντας να πείσει και σε ξένα (για αυτόν) κινηματογραφικά χωράφια, καταπιάστηκε στο μεσοδιάστημα και με άλλη είδη με αξιοσημείωτη επιτυχία, πείθοντας το φιλοθέαμον κοινό ότι είναι άξιος να τα καταφέρει περίφημα. Από blockbuster comic ταινίες («Spiderman»), μέχρι δράματα μυστηρίου κοενικών επιρροών («A Simple Plan»), δοκιμάζει -χωρίς την επιδίωξη κάποιας κρυφής ματαιοδοξίας- την κινηματογραφική του δυναμική και σε ευρύτερου βεληνεκούς ταινίες, σαφώς μεγαλύτερου προϋπολογισμού από ό,τι μας είχε συνηθίσει.

Την Κριστίν, μια νεαρή και φιλόδοξη τραπεζική υπάλληλο, μετά την απόρριψη παράτασης ενός δανείου, την καταριέται εκδικητικά μια γηραιά τσιγγάνα και την οδηγεί σε έναν ατέρμονα εφιαλτικό βίο από τον οποίο προσπαθεί να ξεφύγει.
Η ταινία («Drag Me To Hell»), ακολουθεί την ζωή μιας υπέρμετρα φιλόδοξης τραπεζικής υπαλλήλου, η οποία εργάζεται στον τομέα διαχείρισης και επιχορήγησης δανείων και εποφθαλμιά διακαώς την -εσχάτως κενή- θέση διευθυντικού βοηθού της τράπεζας. Παρότι δέκτης χλευαστικών σχολίων από τους συνάδελφούς της, (η ίδια) προσπαθεί να αποδείξει με την επικείμενη εργασιακή της ανέλιξη στη θέση του βοηθού διευθυντή ότι αξίζει τον σεβασμό τους.
Ωστόσο, η ξαφνική παρουσία μιας τσιγγάνας που εκλιπαρεί γονυπετής την ευνοϊκή μεταχείριση της Κριστίν ώστε να μην χάσει το σπίτι της από την τράπεζα, θέτει την ίδια σε ένα μείζον ηθικό δίλημμα: να ενδώσει στα παρακάλια της τσιγγάνας με ρίσκο την εργασιακή της στασιμότητα ή να αρνηθεί κατηγορηματικά με σκοπό την ανέλιξη της και ως εκ τούτου να χαίρει εκτίμησης και σεβασμού από τους συνάδελφούς της και τον αυστηρό διευθυντή της (ο οποίος παρακινεί και προτιμάει τους υπαλλήλους που αντέχουν να πάρουν «σκληρές» αποφάσεις). Εκείνη, διαλέγοντας το δεύτερο μονοπάτι, τοποθετεί ουσιαστικά την ταφόπλακα της, καθώς η τρομακτική γκροτέσκα τσιγγάνα έπειτα από μια περιπετειώδη καταδίωξη των δύο σε μια ξεκαρδιστική και σοκαριστική σεκάνς, καταριέται μανιωδώς την νεαρή για τον εξευτελισμό και την έλλειψη ανθρωπιάς που υπέστη από αυτήν στη τράπεζα.

Η αδιάκοπη ενοχλητική, ηχηρή παρουσία της τσιγγάνας στην ζωή της Κριστίν μέσω οραμάτων και ισχυρών καιρικών φαινομένων που βάλλουν την ίδια και το σπίτι της, δεν της δίνουν άλλη επιλογή από το να καταφύγει με τον καταδεκτικό σύντροφό της σε ένα μέντιουμ, ειδικό στην αντιμετώπιση μαύρης μαγείας. Ο σκεπτικιστής σύντροφος, οπαδός της επιστήμης -όντας ο ίδιος ψυχολόγος- αμφισβητεί και έρχεται αντιμέτωπος με την ψευδοεπιστήμη, καθώς αδυνατεί να αφουγκραστεί την κατάσταση και με ειρωνικά σχόλια και με μονίμως σκωπτική διάθεση, προσφέρει μια πολύ αστεία συγκρουσιακή σκηνή διαλόγου με το αποφασιστικό μέντιουμ. Παρόλη την λαχτάρα της Κριστίν να αποτινάξει από πάνω της την κατάρα, συνεχίζει να δεινοπαθεί, καθώς δεν υπάρχει κανένα φως στο τούνελ της απόγνωσής της, με την πανταχού παρούσα τσιγγάνα να εμφανίζεται παντοιοτρόπως στην καθημερινότητά της, καθιστώντας την ανίκανη να συγκεντρωθεί στο παραμικρό και εκθέτοντάς την στον επαγγελματικό και προσωπικό της περίγυρο.
Θέλοντας πεισματικά να δώσει ένα αποφασιστικό τέλος στον Γολγοθά της και έπειτα από την παρακίνηση του μέντιουμ να δώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό -με την σημαντική οικονομική συνδρομή του συζύγου της- αναθέτει σε μια έμπειρη μέντιουμ που είχε έρθει αντιμέτωπη με αυτό το φρικιαστικό πνεύμα στο παρελθόν με πλήρη αποτυχία, να εξοντώσει αυτόν τον δαίμονα. Εφόσον ούτε και αυτή η προσπάθεια τελεσφορεί, η Κριστίν παίρνει την κατάσταση στα χέρια της αποφασίζοντας να αναλάβει εξ ολοκλήρου την εξολόθρευση του κακού που της έχει κάνει το βίο αβίωτο. Επιχειρώντας λοιπόν να μεταβιβάσει το επάρατο κουμπί του παλτού της -που πληροφορείται ότι είναι η αιτία όλης της συμφοράς της- σε κάποιον άλλο, έρχεται το ανατρεπτικό τέλος για να «κουμπώσει» υποδειγματικά στην ταινία.

Στο «Drag Me To Hell», ο Sam Raimi μπολιάζοντας τον τρόμο με την κωμωδία όπως μόνο αυτός γνωρίζει, χαρίζει μια τρομο-κωμωδία που ήρθε με χρονομηχανή από τις μεσουρανούσες δεκαετίες του είδους (70s και 80s), με διασκεδαστικά gore στοιχεία και τολμηρά ανόθευτη -από το political correctness- βία. Στα αρνητικά, η ομολογουμένως άχρωμη και άοσμη πρωταγωνίστρια που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου πελαγοδρομώντας υποκριτικά, αλλά ευτυχώς δεν καταστρέφει το όλο εγχείρημα αφού η τόσο εμφανής επίδραση του σκηνοθέτη στην ταινία τον θέτει αυτομάτως πρωταγωνιστή. Όσον αφορά τα αμέτρητα κλισέ στοιχεία της ταινίας, όχι μόνο δεν την επισκιάζουν, αλλά αντιθέτως επιδρούν ευεργετικά πάνω της και λειτουργούν σαν φόρο τιμής με αυτοαναφορική διάθεση στη φιλμογραφία του αειθαλούς δημιουργού. O ίδιος φαίνεται να διασκεδάζει περισσότερο από όλους την επιστροφή στο στοιχείο του, αδιαφορώντας για την σεναριακή γραφικότητα και την επιδερμική προσέγγιση των χαρακτήρων της ταινίας, στοχεύοντας στην ακόρεστη λαχτάρα του θεατή να διασκεδάζει τρομάζοντας ή καλύτερα -στην δική του περίπτωση- να τρομάζει διασκεδάζοντας…
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: