
Με το Frankenstein ο Guillermo del Toro επιχειρεί κάτι που λίγοι σκηνοθέτες θα τολμούσαν: να αναμετρηθεί με έναν από τους πιο πολυερμηνευμένους μύθους του δυτικού κινηματογράφου, χωρίς να υποκύψει στη νοσταλγία ή στο θέαμα για το θέαμα.
Το αποτέλεσμα δεν είναι άλλη μία «ταινία τρόμου» πάνω στο γνωστό υλικό της Mary Shelley, αλλά ένα φιλοσοφικό δράμα για τη μοναξιά της δημιουργίας, την ευθύνη του ανθρώπου και την ομορφιά του ανολοκλήρωτου.
Η ταινία ανοίγει με μια σκηνή που ορίζει αμέσως το ύφος της: μια ναυτική αποστολή στον Βόρειο Πόλο παγιδεύεται στους πάγους, και ανάμεσα στους επιζώντες βρίσκεται ο Βίκτωρ Φράνκενσταϊν (Όσκαρ Άιζακ). Από εκεί, το φιλμ ξετυλίγεται μέσα από αναδρομές, εξομολογήσεις και παραισθήσεις – μια δομή που θυμίζει περισσότερο εσωτερικό ταξίδι παρά χρονική αφήγηση. Ο ντελ Τόρο χρησιμοποιεί το μύθο όχι ως τρόμο, αλλά ως καθρέφτη: ο άνθρωπος που επιθυμεί να νικήσει τον θάνατο, δημιουργεί μια ύπαρξη που δεν γνωρίζει τι σημαίνει ζωή.
Αυτό που κάνει τη νέα εκδοχή τόσο ξεχωριστή είναι η ερμηνεία της «Δημιουργίας» από τον Τζέικομπ Ελόρντι. Δεν είναι το τέρας με τις βίδες και τα ράμματα, αλλά μια μελαγχολική, ευγενική ύπαρξη, ένα πλάσμα που αναζητά την αποδοχή. Ο Ελόρντι αποδίδει μια εύθραυστη, σχεδόν ποιητική φιγούρα, που προκαλεί οίκτο και τρόμο ταυτόχρονα. Η σχέση του με τον δημιουργό του δεν είναι πια εκείνη του θύματος και του δυνάστη, αλλά μια ανατριχιαστική αντανάκλαση πατέρα και γιου — ή ίσως Θεού και ανθρώπου.

Η Μία Γκοθ, ως Ελίζαμπεθ, προσφέρει τη δική της αινιγματική παρουσία σε μια ταινία που δεν ενδιαφέρεται για ρομαντισμό με τη συμβατική έννοια. Ο Guillermo del Toro μετατρέπει τον κόσμο της Σέλλεϋ σε μια παραμυθένια, παγωμένη ονειροτοπία όπου το φως και η σκιά λειτουργούν ως ψυχολογικά σύμβολα. Οι χώροι —κάστρα, εργαστήρια, εκκλησίες, κατεψυγμένες εκτάσεις— δεν είναι απλώς σκηνικά, αλλά προεκτάσεις της ψυχής των χαρακτήρων.
Η γοτθική σκηνοθεσία του del Toro αγγίζει την τελειότητα: το κάθε πλάνο μοιάζει να σμιλεύτηκε με την ίδια φροντίδα που ο Βίκτωρ επεξεργάζεται το δημιούργημά του. Τα φώτα των κεριών καθρεφτίζονται στα μάτια των ηρώων, ενώ το ομιχλώδες τοπίο γίνεται αλληγορία της αβεβαιότητας που ορίζει την ανθρώπινη φύση. Το σινεμά του Guillermo del Toro δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά ονειρικό, συμβολικό, και σχεδόν θρησκευτικό.
Αυτό που διαφοροποιεί τη φετινή Frankenstein από κάθε προηγούμενη κινηματογραφική απόδοση είναι ο τρόπος με τον οποίο αποδομεί την έννοια του «τέρατος».
Ο Guillermo del Toro αναρωτιέται: ποιος είναι τελικά το τέρας — εκείνος που δημιουργεί ή εκείνος που γεννιέται χωρίς να το ζητήσει; Σε αντίθεση με τις παλιές εκδοχές του Τζέιμς Γουέιλ (1931) ή του Κένεθ Μπράνα (1994), εδώ η βία υποχωρεί μπροστά στη θλίψη. H ταινία δεν προσπαθεί να μας τρομάξει, αλλά να μας συγκινήσει.
Η μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά συνοδεύει τις εικόνες με μια λυρική, σχεδόν εκκλησιαστική αίσθηση, ενώ η φωτογραφία του Νταν Λάουσεν (γνωστού από το Nightmare Alley) αναδεικνύει την ομορφιά του σκότους. Το αποτέλεσμα είναι μια εμπειρία αισθητική και υπαρξιακή μαζί , που σε κάνει να θελεις να τη δείς στο σινεμά και όχι σε online streaming.
Το Frankenstein του Guillermo del Toro δεν είναι η ιστορία ενός πειράματος που πήγε στραβά, αλλά ενός κόσμου που πάσχει από το ίδιο το θαύμα της ζωής. Ο σκηνοθέτης μάς καλεί να κοιτάξουμε το «τέρας» και να δούμε τον εαυτό μας. Μια ταινία βαθιά ανθρώπινη, σκοτεινά όμορφη και αληθινά συγκινητική, ίσως η πιο προσωπική και ώριμη στιγμή ενός δημιουργού που εδώ και χρόνια υφαίνει με αγάπη τον μύθο και την ανθρωπιά.
Δείτε το trailer: