O πάντοτε ιδιότροπος, αυθεντικός και ακλόνητα συνεπής στο στυλ που εκπροσωπεί, Jim Jarmusch, υπήρξε ένας από τους πρωτομάστορες και στυλοβάτες του μοντέρνου underground cinema, διακονώντας την τέχνη του για ακόμα μια φορά στο κατώφλι της πρώτης χιλιετίας (1999), με μια υποτιμημένη, «εγκληματικά» περιφρονημένη ταινία, το «Ghost Dog: The Way of the Samurai», στην οποία αναμειγνύει σε τέλεια αρμονία το γκανγκστερικό δράμα με την κοινωνική διαμαρτυρία, αρματώνοντάς το έξοχα με στοιχεία ιαπωνικής κουλτούρας και πλειάδας αναφορών στο ιαπωνικό σινεμά που ανέκαθεν θαύμαζε. Αφορμάται θεματικά από το «Le Samourai» του Jean-Pierre Melville με τον Forest Whitaker σαν άλλον Alain Delon, εκσυγχρονίζοντας την εμφάνισή του και προσαρμόζοντάς την καθημερινότητά του στις σημερινές κοινωνικές επιταγές.
Ένας επαγγελματίας, δεινός και διαβόητος (στην πιάτσα) εκτελεστής συμβολαίων, κατοικεί στην ταράτσα μιας υποβαθμισμένης περιοχής με συγκάτοικο έναν… περιστερώνα που φροντίζει και χρησιμοποιεί για την διεκπεραίωση των αποστολών του, επικοινωνώντας με τα αφεντικά του αποκλειστικά μέσω της παραδοσιακής αλληλογραφίας. Όταν ένα από τα «άτυχα» θύματά του θα τύχει να είναι ένα μέλος μιας γκανγκστερικής φατρίας της περιοχής με την οποία συνεργάζεται, ο ακριβοθώρητος μαύρος εκτελεστής «Ghost Dog» (όπως ειναι το παρατσούκλι του) θα κινδυνεύσει, με το απόρρητό του να είναι έτοιμο να ξεσκεπαστεί από τον αδίστακτο κόσμο της μαφίας που τον αναζητάει μανιωδώς για να τον «βγάλει» από την μέση.
Ο μονήρης «Ghost Dog», λάτρης της παραδοσιακής ιαπωνικής κουλτούρας και δη της πολύ συγκεκριμένης ιδεολογίας των σαμουράι, έχει προσαρτήσει τον τρόπο ζωής και την πεμπτουσία της σκέψης του ακολουθώντας πειθήνια τις προσταγές τους με έναν δικό του, ωστόσο, ξεχωριστό τρόπο: ακούει ραπ μουσική, οδηγεί ακριβά (κλεμμένα) αμάξια και χρησιμοποιεί κανονικό πιστόλι με χορευτικές, όμως, κινήσεις σπαθιού. Επιβιώνει ως εντολοδόχος εκτελεστής συμβολαίων θανάτου, χωρίς να τον αφορά ποιός κάθεται αντικριστά του την ώρα που πατάει την σκανδάλη, μέχρι όμως την στιγμή που κάποια διαταγή θα τύχει να εναντιώνεται στον κώδικα τιμής του. Είναι ένας λαϊκός μύθος, μια ανιγματική φιγούρα που διαφυλάσσει το απόρρητό του σαν επτασφράγιστο μυστικό, ενεργώντας με έναν αποστειρωμένο αλλά άκρως αποτελεσματικό τρόπο, χωρίς να αφήνει κανένα ίχνος των εγκλημάτων του. Η επαγγελματική του δεινότητα ωστόσο, επισκιάζει τις ισχνές έως ανύπαρκτες κοινωνικές του δεξιότητες, αισθανόμενος μια μόνιμη ευθραυστότητα που πασχίζει να αποτινάξει από πάνω του, με μοναδικό του αποκούμπι τον κώδικα τιμής που υπηρετεί. Όταν θα έρθει η ώρα που το επόμενό του θύμα θα είναι ένα αξιότιμο μέλος μιας τοπικής ιταλικής μαφίας που διαφεντεύει την περιοχή -και που συνεργαζόταν μαζί του έως και σήμερα- σε μια αποστολή που πάει κόντρα στα θωρακισμένα πιστεύω του, θα έρθει η ώρα που ο κατατρεγμένος θα είναι ο ίδιος, με τα αφεντικά του να ζητάνε «την κεφαλήν του επι πίνακι».
Ο Forest Whitaker σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, έχει αφομοιωθεί πλήρως στον χαρακτήρα που υποδύεται με λιτά αλλά αποφασιστικά βλέμματα που διατρυπάνε την ψυχή, ενσαρκώνοντας έναν μοναχικό εκτελεστή που έχει έμφυτο το αίσθημα της δικαιοσύνης και απόρθητες της ηθικές του αξίες, ζώντας επι της ουσίας σε έναν κόσμο που δεν τον χωράει. Η ζωή του «Ghost Dog», εφάπτεται με την ζωή ενός σαμουράι που ζει στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, με τη θυσία ως εκ των ων ουκ άνευ αρετή να κοχλάζει στο μυαλό του, έτοιμος να παραδώσει -όταν χρειαστεί- απλόχερα το ύψιστο αγαθό, την ίδια του τη ζωή. Βαθιά συναισθηματικός, αποτάσσεται την προδοσία που θεωρεί οτι σίγουρα θα τον πλήξει, για αυτόν τον λόγο κιόλας επιλέγει συνειδητά να απέχει από οποιαδήποτε κοινωνική επαφή θεωρώντας ότι αν αφεθεί και δοθεί ολοκληρωτικά, είναι νομοτελειακό να πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Πασχίζει να κρύψει με νύχια και με δόντια το παραμικρό συναισθηματικό σημάδι που θα λειτουργήσει σαν ένδειξη αδυναμίας και ανασφάλειας. Mελετάει βιβλία, εξασκείται στο κατάνα και τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια την παράδοση, κατοικώντας σε μια πολυπολιτισμική φτωχογειτονιά που την λυμαίνονται λευκοί ρατσιστές γκάνγκστερς (τα αφεντικά του) οι οποίοι λοιδορούν και πολεμάνε ανερυθρίαστα την διαφορετικότητα. Παρουσιάζονται ως ανεγκέφαλοι υπάνθρωποι, ανίκανοι να συνειδητοποιήσουν ότι αποτελούνται και οι ίδιοι από ετερόκλητα πολιτισμικά στοιχεία, με πολυπρισματική κουλτούρα παρμένη «έξωθεν», καταλήγοντας τελικά να έιναι ένα πολιτισμικό μωσαϊκό (τι ειρωνεία!).
Ο Jim Jarmusch καυτηριάζει τον ρατσισμό ως ένα υποπροϊόν της ανασφάλειας των ανθρώπων και επαναφέρει στο θυμικό την νοσταλγία μιας άλλης εποχής, απαλλαγμένη από την βασιλεία της υποκρισίας και της φαυλότητας, εκεί που μεσουρανεί η δικαιοσύνη και ο σεβασμός. Ο διαπρεπής σκηνοθέτης και σεναριογράφος αντιπαραβάλλει την επιβλητική, πληθωρική παρουσία του πρωταγωνιστή -καθώς και το επάγγελμά του- με την ευγενική, ευαίσθητη ψυχή του, όπως ενός Σαμουράι, με ένα δικό του ανόθευτο στυλ, που δικαιώνει το επιδραστικό «βιογραφικό» του με το οποίο έφτιαξε «σχολή».
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας «Ghost Dog: The Way of the Samurai»: