
Ψυχοπαίδια του ιταλικού νεορεαλισμού -από τον οποίο άντλησαν ωφέλιμη γνώση- άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στην Αγγλία στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και εντεύθεν, το λεγόμενο κίνημα του Free Cinema, με βασικούς μπροστάρηδες τους Tony Richardson «The Loneliness of the Long Distance Runner» (1962), Lindsay Anderson με το «The Sporting Life» (1962) και λίγο αργότερα ο σπουδαίος Κεν Λόουτς με το «Kes» (1969) που έδειξε και αυτός γρήγορα τις προθέσεις του για την μακρά καριέρα που θα ακολουθούσε υφολογικά, θεματικά και κοινωνιολογικά. Κοινός παρονομαστής του έργου του η τοποθέτηση του ανθρώπου στο μεγεθυντικό φακό ως κεντρικού άξονα ενδιαφέροντος με βάση τον οποίο όλα τα υπόλοιπα περιφέρονται και έπονται.
Ο Λόουτς, ο ουμανιστής αυτός σκηνοθέτης, κινηματογραφούσε ανέκαθεν τη βιοπάλη των απλών ανθρώπων με πρωταγωνιστές πολλές φορές ακόμα και ερασιτέχνες, ακριβώς για να προσδίδουν ακόμα περισσότερη αληθοφάνεια. Τα μινιμαλιστικά του έργα προσιδιάζουν σε ντοκιμαντέρ ρεαλιστικής σφυγμομέτρησης της κοινωνίας, πιστός ακόλουθος του σινεμά-βεριτέ, του οράματος που είχε ο ντοκιμαντερίστας Dziga Vertov για ένα σινεμά άκρως ρεαλιστικό που προσβλέπει στην αληθινή καταγραφή, στην κατάματα θεώρηση της πραγματικότητας, στην όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη παρατήρησή της.

Έτσι είναι το σινεμά που διακονεί ο Κεν Λόουτς: απλοί, καθημερινοί ήρωες που έρχονται αντιμέτωποι με Κέρβερους, Μινώταυρους και Λερναίες Ύδρες, σύγχρονες Οδύσσειες ηρώων ενάντια στο τέρας-σύστημα, στην καθεστηκυία τάξη, στα διεθνή λόμπυ που διαφεντεύουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Όταν δε, κάποιος σηκώνει ανάστημα και λειτουργεί εν κρυπτώ, σαν άλλος Προμηθέας, τιμωρείται που τόλμησε να αμφισβητήσει τον παντοκράτορα καπιταλισμό και να φωτίσει σκιώδη σημεία της κοινωνίας. Ρεαλιστής μέχρι το κόκκαλο αλλά και ορκισμένος ρομαντικός, ο Άγγλος auteur, αριστερός από τα γεννοφάσκια του και αμετακίνητος στις αρχές του, είναι το πολιτικό ον όπως το περιέγραφε ο Πλάτωνας. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι αφού η ταξική του συνείδηση τον κατεύθυνε κινηματογραφικά και τον έχει προικίσει με το χάρισμα της αφοπλιστικής ειλικρίνειας και κριτικής ικανότητας; Ο Κεν Λόουτς πόρρω απείχε από ηθικολογίες, αφηρημένες ιδέες και ανεδαφικά ιδανικά, αφού ήθελε να αναπαραστήσει πιο αληθινά το πραγματικό, να επισημάνει τις παθογένειες που φλεγμαίνουν την κοινωνία και να δώσει χώρο για προσωπική επιβεβαίωση του θεατή. Είχε πάντα τον τρόπο με τις ταινίες του να ρίχνει γροθιά στα στομάχια αλλά και φρόντιζε να τους δίνει το κατάλληλο φάρμακο για να τα γιάνει. Με το δάχτυλο πάντα κατεβασμένο, διότι οι προτεταμένοι δείκτες και οι διδακτισμοί δεν του ταίριαζαν ποτέ, απλώς προσκαλεί τους θεατές να παρακολουθήσουν την ανθρωποκεντρική κοσμοθεωρία του που είναι κοινή σε όλη του την φιλμογραφία.
Πάντα με ένα βαρύ «κατηγορώ» αλλά και μια άσβεστη ελπίδα για έναν καλύτερο και δίκαιο κόσμο, σίγουρα συνέβαλε για αυτό, με την κάμερα του και τις συγκινητικές ιστορίες του, με την κοφτερή ματιά του και την ευστροφία του, με το ταλέντο του και το αναπολογητικό του θάρρος να εκφράζει αυτά που όλοι σκέφτονται αλλά κανένας δεν λέει. Δυστυχώς, αποχωρεί από ένα σινεμά κατά πολύ υποδεέστερο από αυτό που ήταν όταν αυτός ξεκίνησε και μολονότι η ιστορία διδάσκει ότι οι άνθρωποι δεν διδάσκονται από την ιστορία, επιμένει να τρέφει βάσιμες ελπίδες πως το ευοίωνο μέλλον της ανθρωπότητας βρίσκεται στα χέρια του εργάτη, της βάσης δηλαδή στην άνιση αυτή πυραμίδα. Μπορεί αυτά τα τσιτάτα να ακούγονται μπανάλ και ίσως και πασέ τον 21ο αιώνα, αλλά ακόμα και αυτό είναι υποβολιμαίο αίσθημα από την άρχουσα τάξη, να θεωρούνται δηλαδή ως τέτοια, και να προσπαθούν να μας πείσουν για αυτό. Εδώ είναι που έρχεται ο πραγματιστής και ταυτοχρόνως ιδεαλιστής Λόουτς, να μας υπενθυμίσει την οικουμενικότητα των μηνυμάτων αυτών και την σημαντικότητα του «συνέρχεσθαι» στους έμψυχους αγώνες ενάντια στο σαθρό κατεστημένο, των σωματείων ενάντια στα αδηφάγα αφεντικά. Το σινεμά του 87χρονου -πλέον- δημιουργού, είναι ενωτικό και συνθετικό, με την κοινοτισμό ως απάντηση στον ατομικισμό, το «συνεταιρίζεσθαι» απέναντι στον απομονωτισμό και την επανάσταση ως ελιξίριο στον εξανδραποδισμό.
H τελευταία του χρονικά ταινία αλλά και αυτή που θα κλείσει την αυλαία της πολύχρονης δράσης του που μετράει χιλιόμετρα αδιάκοπα από τη δεκαετία του ’60, ακούει στο όνομα «Η Τελευταία Παμπ» (στα αγγλικά «The Old Oak») και αφορά, όπως λεεί και ο τίτλος, την τελευταία παμπ ονόματι “Η γερασμένη βελανιδιά” που έχει μείνει στην επαρχιακή πόλη Durham στη Βορειανατολική Αγγλία, της οποίας ο ιδιοκτήτης παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανή. Μέσα από ύπουλες «τρικλοποδιές» που θα προκύψουν και αστάθμητους παράγοντες που θα τον φέρουν σε καθοριστικά διλήμματα και δια βίου αποφάσεις που πρέπει να πάρει, ο σκηνοθέτης σχολιάζει σύγχρονα προβλήματα που όχι μόνο δεν έχουμε αποτάξει αλλά οι εξελίξεις τα επικαιροποιούν και τα οξύνουν περαιτέρω, έχοντας σε συμβολικό παραλληλισμό στο παρασκήνιο πάντα το Brexit και την επιπόλαια οικειοθελή εκπαραθύρωση της Αγγλίας που τείνει σε έναν απομονωτισμό δίχως επιστροφή, οι ευνοϊκές συνθήκες δηλαδή για να ανθίσει ο ρατσισμός (και όχι μόνο).

Ο TJ, ένας μεσήλικας χήρος, αχώριστος με το σκυλάκι του και την παμπ που έχει στην κατοχή του να πνέει τα λοίσθια, παρηκμασμένη στον παρόντα χρόνο και τείνοντας με μαθηματική βεβαιότητα στην ανυπαρξία στο άμεσο μέλλον, σαν τον ίδιο, κινούνται μαζί σε παράλληλες γραμμές. Πρώην αυτοκτονικός, ο TJ δεν πιστεύει στο Θεό και στα θαύματα μα υπήρξε μάρτυρας οιονεί τέτοιων, όπως εκείνη τη φορά που πηγαίνοντας να κάνει το απονενοημένο διάβημα και η ζωή του έδωσε μια ευκαιρία, το σκυλάκι του που ήρθε σχεδόν από το πουθενά και που τον συντροφεύει μέχρι σήμερα. Χάρη σε αυτό είναι ο λόγος που ξυπνάει το πρωί και κοιμάται το βράδυ.
Η πόλη δέχεται ξαφνικά την αθρόα εισροή Σύριων προσφύγων πολέμου και αυτό δεν αρέσει καθόλου στον συντηρητικό ντόπιο πληθυσμό της περιοχής που θα τους «υποδεχτεί» με γιουχαρίσματα. Η πρώτη γνωριμία των ταλαιπωρημένων προσφύγων με τους κατοίκους θα είναι «πογκρόμ» και το σπάσιμο της φωτογραφικής μηχανής της Yava, μια νεαρής Σύριας, που πάντα θωρούσε τον κόσμο από την κάμερά της και φωτογράφιζε τις στιγμές πίσω στην πατρίδα της. Είναι το μέσο σύνδεσης της με το μέρος που άφησε και μαστίζεται από τις εχθροπραξίες αλλά και συγγενών της προσώπων που έχουν εγκλωβιστεί ακόμα εκεί. Η δυσάρεστη αυτή συνθήκη θα γεννήσει μια πολύ γλυκιά, άδολη και αθώα φιλία μεταξύ του TJ και της Yara δίνοντάς του νόημα στη ζωή του και ξυπνώντας του αισθήματα αλληλεγγύης, και ευκαιρία δοθείσης, ενός καλού ξεσκαταρίσματος από ανθρώπους που δεν ταιριάζουν τα πολιτικά τους χνώτα και ήρθε η ώρα να τους αντιμετωπίσει με ρίσκο να χάσει τα πάντα.
Οι ρατσιστές θαμώνες της παμπ είναι και αυτοί που την κρατάνε εν ζωή αφού κάνουν «σοβαρής» ποσότητας κατανάλωση και είναι ο λόγος που μπαίνει ακόμα ψωμί στο σπιτικό του TJ, αλλά δυστυχώς για αυτόν η μισαλλόδοξη νοοτροπία, η προχειρότητα των λεγομένων τους και η επιφανειακή τους σκέψη, τον βρίσκουν απέναντι ιδεολογικά και ας εξαρτάται η επιβίωσή του από αυτούς. Κρατώντας αρχικά μια πιο ουδέτερη στάση προκειμένου να κρατήσει τους πελάτες του αλλά και να μην αφήσει αβοήθητους τους πρόσφυγες συμπολίτες του συμμετέχοντας έμπρακτα σε εθελοντικές πράξεις για την κοινότητα, κάποια στιγμή ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι και θα αναγκαστεί να πάρει θέση με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το μαγαζί του και τον ίδιο. Διότι γενναίος είναι αυτός που φοβάται και παρόλα αυτά δρα, τολμηρός είναι αυτός που έχει να χάσει πολλά αν τολμήσει και παρόλα αυτά το κάνει. Ηθικός είναι αυτός που έχει την δυνατότητα και την εξουσία να μην είναι, αλλά επιλέγει συνειδητά να παραμένει. Η εξαναγκαστική αμεροληψία του ήρωα όπως διαισθάνεται και ο ίδιος έχει ημερομηνία λήξης και δεν μπορεί να κλείνει τα αυτιά του και τα μάτια του άλλο και ας ψυχανεμίζεται ότι μια δυνητική τοποθέτηση -έστω και για να εκφέρει απλώς την αντίθετη άποψη- θα πυροδοτήσει εντάσεις που μπορεί να φτάσουν και σε ολέθριο σαμποτάζ από τους ίδιους του τους πελάτες…

Είναι εμφανές ότι ο Κεν Λόουτς ήθελε να αφήσει μια γλυκιά επίγευση πριν κρεμάσει την κάμερά του και παρόλο που η καταγγελτική διάθεση και οι ατάκες κόλαφος παραμένουν, στερείται την κυνικότητα της προηγούμενης του ταινίας, η οποία μαύρισε την ψυχή μας αφήνοντάς μας «στυμμένους» ψυχικά χωρίς κάποια χαραμάδα διαφυγής αλλά με μια απίστευτη συναισθηματική εμπλοκή. Αναμφίβολα το κύκνειο άσμα του δεν έχει τη δυναμική των προηγούμενων δύο ταινιών του («I, Daniel Blake», «Sorry We Missed You»), όμως το μήνυμα και εδώ είναι σαφές: πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι η αριθμητική μας υπεροχή εναντίον του συστήματος εκμηδενίζεται από τον τρόπο που προσπαθεί να μας διχάσει δια του κοινωνικού αυτοματισμού. Έως ότου δεν ομονοήσουμε και δεν αντιληφθούμε πως ο εχθρός είναι κοινός, θα τα σκιάζει όλα η φοβέρα των «λίγων».
Στην «Τελευταία Παμπ» επέλεξε να κλείσει την πληθωρική κινηματογραφική του ιστορία με μια αισιόδοξη, ελπιδοφόρα ματιά (εκπληκτική η σκηνή των «συλλυπητηρίων»), ίσως λόγω ηλικίας, ίσως λόγω κούρασης, ίσως επειδή είναι ένας ακραιφνής, ρομαντικός τύπος και δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς…
Δείτε το trailer της ταινίας «Η Τελευταία Παμπ» εδώ: