Η έναρξη της δεύτερης χιλιετίας επέβαλλε μια συγκλονιστική σειρά προφητικών ταινιών, που λειτούργησαν ως μια αξιοπρεπή αρχή της διαιώνισης ενός νέου φουτουριστικού είδους. Οι ταινίες που κυκλοφόρησαν συνεχίζουν να «δικάζουν» μέχρι και σήμερα την επερχόμενη κυριαρχία της επιτήρησης και της παρακολούθησης στις ανθρώπινες ζωές που αντιμετωπίζονται σαν αριθμοί, εκμηδενίζοντας την ταυτότητά τους και κατ’ επέκταση την αξία τους.
Το «Battle Royale», εμφανίστηκε στο προσκήνιο στα τέλη του 20ου αιώνα ως μια από τις προγενέστερες που αντικατοπτρίζουν την προκειμένη πρόγνωση για το μέλλον, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Koushun Takami, το 1999. Σοκάροντας παγκοσμίως, αποτύπωσε τις ανησυχίες για την κατάληξη του ανθρώπινου είδους υπό την «σκλαβιά» της κυβέρνησης, καταφέρνοντας να κερδίσει άπλετη αναγνωρισιμότητα αλλά και να υποστεί την αναμενόμενη λογοκρισία, εξ’ αιτίας της τολμηρής θεματολογίας του και της επικαιρότητάς του ανεξαρτήτου εθνικότητας ή χρονολογίας.
Σε μια δυσοίωνη πραγματικότητα που διαδραματίζεται στο κοντινό μέλλον, η ιαπωνική κυβέρνηση έχει προβεί σε ψήφιση ενός νομοσχεδίου για την καταστολή της εξέγερσης και αποθράσυνσης των νέων (σύμφωνα με τα λεγόμενα των αρχών) κατά το οποίο μια φορά τον χρόνο κληρώνεται υποχρεωτικά μια «τυχερή» τάξη τελειόφοιτων λυκείου για να συμμετάσχει σε ένα κοινωνικό πείραμα, που λαμβάνει χώρα σε ένα απομονωμένο νησί. Καθένας από τους μαθητές είναι αναγκασμένος να σκοτώσει όλους τους συνομίληκούς του, με απώτερο σκοπό να καταστεί ο μοναδικός επιζών και να τερματίσει την μάχη. Εάν τελικά δεν καταφέρει να μείνει ένας, οι κανόνες ορίζουν ότι απαιτείται η ολική εξόντωση της τάξης ενώ για οποιαδήποτε τυχόν παράβαση, οι συμμετέχοντες παρακολουθούνται για την παραμικρή τους κίνηση από τα κυβερνητικά στελέχη, μέσω ενός τσιπ που κρύβεται στο κολάρο που όλοι τους φορούν. Οι επιλεχθέντες έχουν μόλις τρεις μέρες για να ολοκληρώσουν την «πίστα», χρησιμοποιώντας από ένα διαφορετικό όπλο ο καθένας που τους έχει δοθεί από την αρχή, τυχαία. Φυσικά, οποιοδήποτε φονικό εργαλείο κλαπεί από τους νεκρούς κατόχους, προστίθεται στην λίστα. Ο αγώνας ξεκινάει και μόνο ο πιο θαρραλέος θα κερδίσει. Fight!
Ανυποψίαστοι, οι μαθητές αναμένουν διακαώς την λήξη του σχολικού έτους, αναπολώντας τις στιγμές που μοιράστηκαν μαζί οι οποίες περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- φιλίες, ελάχιστες έως μηδαμινές αντιπάθειες και ερωτικά δίδυμα ή τρίγωνα, που δεν πρόλαβαν να εκπληρωθούν ή να ξεκαθαριστούν. Με την πρόφαση μιας σχολικής εκδρομής, οι κυβερνητικές αρχές ετοιμάζουν ένα σκληρό παιχνίδι εις βάρος τους που θα αλλάξει για πάντα την ζωή τους από εδώ και στο εξής, χάνοντας ολοκληρωτικά κάθε ευκαιρία για την εκπλήρωση των ονείρων τους για το μέλλον αλλά και την ανεμελιά της νιότης. Η τάξη ξαφνικά μετατρέπεται σε στρατόπεδο στυγνών δολοφόνων, που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα με στόχο την επιβίωσή τους, κινούμενοι υπό την επίβλεψη των τυράννων τους. Από την στιγμή της συμμετοχής τους για αυτή την αποστολή, η αθωότητά τους χάνεται ολοσχερώς. Η αποχή τους από τα μαθήματα και οι μαθητικές εξεγέρσεις τους ενάντια στους καθηγητές τους, τους επιφύλασσε μια αδίστακτη τιμωρία και ένα τίμημα που τώρα οφείλουν να αποδεχτούν και να φέρουν εις πέρας.
Προς μεγάλη έκπληξη του κοινού, παρ’ ότι η πλειοψηφία των αγωνιστών κατέχει φονικά όπλα (πιστόλι, μαχαίρι, βαλλίστρα), η πρωταγωνίστρια (Noriko) έχει στην κατοχή της κιάλια, κάτι που ίσως να μην είναι ικανό να αφαιρέσει την ζωή κάποιου, όμως σίγουρα συμβολίζει τον χαρακτήρα και τις προθέσεις της. Στο πλευρό της και την προστασία της, συμβάλλει το ερωτικό ενδιαφέρον της, ο Shuya, με την ασπίδα του (ένα καπάκι κατσαρόλας) και ένας απόφοιτος και πρώην νικητής αυτής της μάχης στο παρελθόν σε ρόλο μέντορα, που δεν στοχεύει να διαπράξει κάποιο έγκλημα για να φτάσει στο τέλος, παρά να ξεφύγει αξιοπρεπώς και να αφήσει τους υπόλοιπους να αλληλοσκοτωθούν.
Μολονότι, οι φαινομενικά τολμηροί και ισχυροί, φαντάζουν αδίστακτοι και αήττητοι, σταδιακά αποδεκατίζονται και αποτελούν ολοένα και περισσότερο μειονότητα, αφήνοντας την σκυτάλη στην τριάδα και όλους εκείνους που αποφεύγουν να διαπράξουν εγκλήματα. Γνωρίζοντας αυτά τα στοιχεία, τίθενται μερικά ερωτήματα ως προς τον λόγο ύπαρξης αυτής της ιδιόρρυθμης μάχης. Το παιχνίδι είναι εξαιρετικά σκληρό και αιμοβόρο, όμως ποιός είναι ο πραγματικός λόγος ύπαρξής του και που αποσκοπεί; Επικροτούνται πράγματι οι δολοφόνοι; Είναι αληθές ότι εάν δεν καταφέρουν να πεθάνουν όλοι εκτός από έναν, θα έχουν ανεξαιρέτως οι πάντες την ίδια κατάληξη (δηλαδή τον θάνατο); Στην πραγματικότητα τα συγκεκριμένα ερωτήματα δεν απαντώνται φανερά στο «Battle Royale», που φαίνεται να αρκείται απλώς στο να προβληματίσει.
Ο Koushun Takami, με την τεράστια επιτυχία του βιβλίου του («Battle Royale»), θέλησε να καυτηριάσει την σκληρότητα του ιαπωνικού λαού, την ευκολία της χειραγώγησης των ατόμων αλλά ίσως και την αντιμετώπιση των «μεγάλων» απέναντι στην νεολαία, εντείνοντας το γιγαντιαίο χάσμα ανάμεσά τους. Με μια πελώρια λίστα ταινιών να τον ακολουθεί, ο Kinji Fukasaku αφήνει παρακαταθήκη το τελευταίο του -ουσιαστικά- έργο, καθ’ ότι απεβίωσε κατά την διάρκεια των γυρισμάτων του sequel του «Battle Royale», το 2003. Η προφητική υπόστασή του, προκαλεί ακόμη και σήμερα τρομακτική ανησυχία ως προς μια κατάσταση που μπορεί εύκολα να εκτροχιαστεί και να μας κάνει να ευελπιστούμε να μην αποτελεί μια καθαρά ρεαλιστική και εύστοχη απεικόνιση του κόσμου, αλλά ένα κάλεσμα για επαγρύπνηση.
Ο σκηνοθέτης, παραθέτει στο κοινό μια προειδοποίηση με το «προσωπείο» μιας ταινίας, αποχωρώντας με ήθος από τον χώρο του κινηματογράφου αλλά και της ζωής και «ξεπληρώνοντας» το χρέος του ως καλλιτέχνης. Το «Battle Royale» πρόκειται για έναν ατελείωτο αγώνα αιματοχυσίας ενώ παράλληλα μια συναρπαστική και δακρύβρεχτη περιπέτεια, που μοιάζει με ένα αγωνιώδες και βίαιο video game, που ανυπομονείς να τερματίσεις πάση θυσία.
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: