O άγουρος -τότε- ηλικιακά Troy Duffy, επέδειξε απρόσμενη ωριμότητα το σημαδιακό έτος 1999 με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στην ταινία «The Boondock Saints», επισφραγίζοντας την θέση της σε πάμπολες λίστες cult ταινιών και κερδίζοντας το βαρυσήμαντο στοίχημα να μνημονεύεται ως ταινία σταθμός από τον «γίγαντα» William Dafoe -ο οποίος εχει συμμετάσχει σε έναν ωκεανό κινηματογραφικών παραγωγών- ακόμα και σήμερα σε αναδρομές της καριέρας του, σε κάθε λογής συνέντευξη που δίνει. Ωστόσο, ο συγκερασμός όλων αυτών των ζηλευτών, ομολογουμένως, αρετών, αντισταθμίζεται ως τεράστιο αντίβαρο από την παταγώδη εισπρακτική της αποτυχία και την άδικη κατακρήμνισή της από την ίδια της την χώρα λόγω θεματολογίας, καθώς είχε την ατυχία το άνοιγμα της να συμπέσει ένα μήνα μετά το αλησμόνητο, απεχθές περιστατικό που συνέβη στο σχολείο του Columbine με το ανήκουστο δολοφονικό μακελειό που διεξήχθη. Έτσι, η καριέρα του Troy πήρε την κατιούσα ή μάλλον δεν πραγματώθηκε ποτέ ουσιαστικά, αφού ενταφιάστηκε άδοξα καθώς ακολούθησε απλώς ένα αδιάφορο σίκουελ το 2009 που ακόμα και αυτό πέρασε δια πυρός και σιδήρου ώστε να πραγματοποιηθεί. Το «The Boondock Saints» είναι μια όαση στην κινηματογραφική έρημο των χαζοcult υπερτιμημένων ταινιών και τα αποκαλυπτικά, εξωφρενικά παρασκήνιά της έχουν εκτοξεύσει την φήμη της, που απολαμβάνει μέχρι και σήμερα.

Δύο περιθωριακά, ρωμαιοκαθολικά αδέρφια «βαφτίζονται» ήρωες από την τοπική ιρλανδική κοινότητα της Βοστόνης που κατοικούν, έπειτα από την εξάρθρωση των μελών της ρωσικής μαφίας που έχει μετοικίσει στην περιοχή και ξεκινάνε έναν πόλεμο ενάντια στο έγκλημα εις το όνομα του Θεού.
Μετά τους διθυράμβους που απολαμβάνουν από την κοινωνία ως άγγελοι-τιμωροί, τα αδέρφια Μακ Νταουν δρομολογούν έναν αγώνα ενάντια στο πανδαιμόνιο κακού που κλυδωνίζει την περιοχή, ως ευαγγελιστές-εκδικητές υπέρ του καλού. Τυφλωμένοι από το θρησκευτικό τους δόγμα και διψασμένοι για εκδίκηση σε μια κοινωνία που το χειρότερο κακό δεν είναι οι εγκληματίες, αλλά οι «καλοί» άνθρωποι που αδιαφορούν όταν αντικρίζουν ασχημονίες μπροστά στα μάτια τους. Μπουχτισμένοι από την απουσία δικαιοσύνης και την βασιλεία της εγκληματικότητας, παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους με θεμελιώδες μότο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ο αετονύχης αστυνομικός Paul (William Dafoe) που έχει αναλάβει την υπόθεση των δολοφονιών, είναι απολαυστικά αλλόκοτος, τρομερά εύστοχος, κανονικό λακωνικό στην ιχνηλάτηση των περιστατικών και δεν κάνει καμιά έκπτωση στην ιδιότροπη συμπεριφορά του και στον τρόπο που εξιχνιάζει τα εγκλήματα, αφήνοντας τους πάντες εμβρόντητους με το ταλέντο και το μπριο του.

Σε κάθε εγκληματική πράξη από τα αδέρφια, προηγείται η έκβαση της και μετά ακολουθεί ο τρόπος που διεξήχθη ως επαλήθευση από την πάντα εύστοχη ανάλυση της από τον Paul. Γενικώς, η ταινία αρέσκεται σε χρονικά πισωγυρίσματα με μεγάλο ατού της το μοντάζ, που δίνει τον ρυθμό και την καλύτερη εμπλοκή του θεατή στην ατμόσφαιρα. Οι ερμηνείες άκρως ρεαλιστικές και ενταγμένες στο στυλ της ταινίας, με τα δύο αδέρφια να αλληλοσυμπληρώνονται εκφραστικά, υποβοηθούμενα από τις καλογραμμένες ατάκες που δίνουν και παίρνουν. Είναι πασιφανές ότι ο σκηνοθέτης είχε πολυ «νεύρο» και όρεξη και αυτό αντανακλάται άμεσα στον δέκτη, κάτι που κάνει το αποτέλεσμα αρυτίδωτο στον χρόνο.
Εύθυμη διάθεση, γραφικοί χαρακτήρες, καρτουνίστικη προσέγγιση, η ταινία ξέρει ακριβώς τι είναι χωρίς να παραστρατεί, διοχετεύοντας στο κοινό φρενήρη διασκέδαση με στυλάτο περιεχόμενο και πολύ αρεστούς καλοδουλεμένους χαρακτήρες. Τσαλακώνονται δίχως δισταγμό και περιπλανιούνται σαν δύο ανώριμοι θυμωμένοι έφηβοι που αυτοανακηρύσσονται σωτήρες του κόσμου και φορείς της δικαιοσύνης, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καθαρίσουν της βρωμιές της επίγειας κόλασης που ζουν. Το «Boondock Saints» βουτηγμένο στην ειρωνεία και το μαύρο χιούμορ, αυτοπροσδιορίζεται μέσα από μια ακατάσχετη έκφραση βίας που αυτοανακυκλώνεται και διαωνίζει την ύπαρξη της, καυτηριάζοντας και «κατηγορώντας» την σύγχρονη, ανερμάτιστη Αμερική.
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας «The Boondock Saints»: