
Η γαλλική ταινία «La Haine» (μετάφραση «Το Μίσος») κυκλοφόρησε πριν από 30 χρόνια από τον σκηνοθέτη Mathieu Kassovitz. Φέτος, έχει την τιμητική της στη χώρα μας, καθώς προβάλλεται σε επετειακή επανέκδοση στα θερινά σινεμά. Ως ένα έργο με βαθύ κοινωνικό ενδιαφέρον που εντυπωσίασε το κοινό, αξίζει να μιλήσουμε λίγο παραπάνω για αυτό.
Πίσω στο χρόνο…
Η ταινία κυκλοφόρησε το 1995 στο φεστιβάλ των Καννών και απέσπασε κατευθείαν τα χειροκροτήματα του κοινού. Μάλιστα, ο Mathieu Kassovitz κέρδισε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο διαγωνισμό. Ακολούθησαν και άλλοι έπαινοι, όπως τα βραβεία Σεζάρ για καλύτερη ταινία και καλύτερο μοντάζ. Πέρα από τους κριτικούς βέβαια, η ταινία έκανε αίσθηση και στον κόσμο. Γι’ αυτόν τον λόγο, ανέβηκε στο νούμερο ένα του Γαλλικό box office, αφότου βγήκε στις αίθουσες. Ακόμα και σήμερα, το «La Haine» έχει θαυμαστές. Κάπως έτσι, λοιπόν, ήρθε ξανά στην μεγάλη οθόνη, στις θερινές αίθουσες των ελληνικών σινεμά.

Η υπόθεση
Μεταφερόμαστε στα προάστια του Παρισιού και «μπαίνουμε» σε έναν κόσμο που αναδεικνύει τις κοινωνικές ταραχές, την εγκληματικότητα, την αδικία και προφανώς το μίσος. Κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας είναι τρία νέα αγόρια: ο Βινς (Vincent Cassel), ο Ούμπερτ (Hubert Koundé) και ο Σαΐντ (Saïd Taghmaoui). Προερχόμενοι από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, έχουν και οι τρεις ένα βασικό κοινό, τη γειτονία τους. Ίσως μερικοί έχετε ακούσει διάφορα στερεότυπα για τα προάστια του Παρισιού, ότι δεν είναι ασφαλή, ότι είναι «γκέτο» κ.λπ. Η ταινία σχολιάζει ακριβώς αυτά τα ζητήματα. Ξεκινάει με τον τραυματισμό ενός νεαρού αγοριού, φίλου των πρωταγωνιστών, εξαιτίας της αστυνομικής βίας. Ο Βινς, ο πιο παρορμητικός από την παρέα, υπόσχεται ότι αν ο φίλος του πεθάνει από τα τραύματά του, θα σκοτώσει ο ίδιος έναν αστυνομικό. Ο τρόπος; Με όπλο της ίδιας της αστυνομίας που κατάφερε να πάρει στα πλαίσια της συμπλοκής.

Κριτική:
Η ταινία ξεχωρίζει για την ευαισθησία της. Δεν είναι μια ευαισθησία που στηρίζεται σε συγκινητικά λόγια, ρομαντικές ιστορίες ή οτιδήποτε άλλο μας έρχεται πρώτο στο μυαλό, όταν ακούμε αυτή την λέξη. Η ευαισθησία του «La Haine» είναι ένας ισχυρός κοινωνικός προβληματισμός, μια ανησυχία για το πώς χειροτερεύει το σύστημα και τι έχει να δώσει πια στους νέους ανθρώπους. Οι τρεις πρωταγωνιστές, ανεξάρτητα από τις διαφορές στους χαρακτήρες τους, μοιάζουν όλοι παγιδευμένοι. Η καθημερινότητα τους είναι γεμάτη από καυγάδες, μπλεξίματα, επιθέσεις χωρίς να υπάρχει κάποιο σημάδι ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Ταυτόχρονα, είναι αντιμέτωποι με τον ρατσισμό και την προκατάληψη που συνοδεύει την καταγωγή τους και το μέρος που ζουν. Τελικά ο σκηνοθέτης μάς αποκαλύπτει έναν φαύλο κύκλο: οι «κακές» συνοικίες θα μένουν για πάντα «κακές», όσο δεν αλλάζουν στη συνείδηση μας.
Παρά το ότι οι συγκρούσεις και οι διαπληκτισμοί δεν λείπουν από την ταινία, υπάρχει αρκετός χρόνος για το θεατή να σκεφτεί καθαρά. Δεν «χαωνόμαστε» στις εξελίξεις. Η ταινία έχει την κατάλληλη ροή ώστε παράλληλα να ασκείς κριτική σε αυτό που βλέπεις. Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς υπερβολή, ότι η ταινία είναι ευφυέστατη. Ο τρόπος που ξεδιπλώνεται η ιστορία είναι αριστοτεχνικός. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που κέρδισε βραβείο για τη σκηνοθεσία της αλλά και για το μοντάζ της. Με λίγα λόγια, το «La Haine» σίγουρα θα σε κρατήσει προσηλωμένο και θα σε βάλει στο κλίμα που θέλει. Μετά από 30 χρόνια, η ταινία μένει διαχρονική και σίγουρα σου προτείνω να τη δεις.