Mετά από μια αξιοπρεπή φεστιβαλική πορεία, ο «Οίκτος» ξεχώρισε στην κόνιστρα του ντόπιου σινεμά και μολονότι διαθέτει την ραχοκοκαλιά του weird wave cinema (το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο σκηνοθέτης Μπάμπης Μακρίδης με τον.. συνήθη ύποπτο Ευθύμη Φιλίππου σε γνώριμα νερά, έναν από τους σεναριογράφους που εγκαινίασαν το ρεύμα αυτό, σε μια δεύτερη συνεργασία μεταξύ τους, μετά το «L»), αξιοποιεί την προσαρμοστικότητα και την ευελιξία να μην χαρακτηριστεί αγελαία στο είδος της, χάρη στην αυταξίας της και του πολύ πετυχημένου μαύρου χιούμορ που λειτουργεί καταλυτικά και εφάπτεται με ακρίβεια στην μετρημένη ερμηνεία του Γιάννη Δρακόπουλου και στην φειδωλή και ακριβή σκηνοθετική προσέγγιση από τον Μακρίδη. Η χλαπαταγή της πόλης συναγωνίζεται την δήθεν νηνεμία του νοικοκυριού, σε ένα αστικό τοπίο ψευδεπίγραφου καθωσπρεπισμού και νοσηρής αλλοτρίωσης.

Ένας ευκατάστατος μεσήλικας δικηγόρος ζεί στο σπίτι με το παιδί του, καθώς η γυναίκα του βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση στην κλινική. Εκμεταλευόμενος αυτό, ψάχνει κακήν κακώς να εκμαιεύσει τον οίκτο από τον περίγυρό του και να μαγνητίσει την προσοχή πάνω του, φτάνοντας σε ακραία όρια νοσηρότητας και αποκτήνωσης.
Ο πατέρας ζεί με τον μικρό του γιό και το σκυλί τους στο ευρύχωρο, ευάερο και ευήλιο διαμέρισμα τους, εν επουσία της συζύγου του. Ωστόσο, με πρόσχημα την κλινήρη της κατάσταση, ο πρωταγωνιστής προσπαθεί με κάθε μέσο να γνωστοποιήσει την τραγική του κατάσταση, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον των άλλων στον ίδιο, παρά σε αυτή καθ’αυτήν την ασθενή. Αναζητά απεγνωσμένα τον οίκτο από τον περίγυρο και την αμέριστη προσοχή τους, άλλοτε με διακριτικά παρεμβατικό τρόπο και άλλοτε με μια συνεχή επίκληση στο θυμικό τους. Την αυτολύπηση του την έχει αναγάγει σε προσόν και την θυματοποίηση του σε ευγενές αξίωμα, όπου ο οίκτος στο πρόσωπο του είναι ζωογόνος, σαν απαραίτητο συστατικό για την επιβίωσή του, μετά από το σοκαριστικό γεγονός που τον ταρακούνησε συθέμελα. Ένας ετερόφωτος άνθρωπος που η κυριολεκτική φυτοζωία της γυναίκας του, έχει διαχυθεί σε όλη του την ζωή και εκμεταλλευόμενος την βολική -για αυτόν- πλέον κατάσταση, δράττεται της ευκαιρίας να επεκτείνει την μιζέρια του και να ενισχύσει την αξιολύπητη στάση του εις το διηνεκές, φυτοζωόντας εξίσου. Η μόνη απειλή που επικρέμαται πάνω από τον πρωταγωνιστή, είναι το απευκταίο για αυτόν ξύπνημα της συζύγου που θα του κατεδαφίσει το καλοσχηματισμένο του αφήγημα. Όχι απλά αποζητάει αλλά εκμαιεύει περίτεχνα τον οίκτο από αυτούς που τον πλαισιώνουν και πολλές φορές τον απαιτεί καταπιεστικά, θεωρώντας ότι ο κόσμος του χρωστάει ένα βλέμμα συμπόνιας και έναν λόγο παρηγοριάς και δεν διστάζει κάθε φορά να γίνεται φορτικός και να διαλαλεί πόσο άσχημα είναι, παρά στην πραγματικότητα να είναι.

Ένας ευκατάστατος, ψυχαναγκαστικά περιποιημένος δικηγόρος με βαριά παθολογική μανία αυτολύπησης ζει σε έναν παράλληλο κόσμο, τον οποίο έχει τακτοποιήσει στα γούστα του και έχει βρει τον τρόπο έκφρασής του. Στο μεγαλοπρεπές διαμέρισμά του, έχει βρεί την ρουτίνα του φροντίζοντας τα φυτά του (ένα μοτίβο που κυριαρχεί στην ταινία) και τα οποία συντηρεί στην ζωή σε κωματώδη κατάσταση όπως και η γυναίκα του. Νιώθει σαν θεός, σαν την δύναμη που θα προσαρμόσει όλους στις απαιτήσεις του και οι άλλοι θα εναπόκεινται στις αποφάσεις του. Ένας καλογυαλισμένος κοινωνιοπαθής που ζεί σε έναν ελεγχόμενο επιφανειακό παράδεισο, σε μια κατάσταση ζωής και θανάτου, από αυτήν την αχλή που πολλές φορές μαζοχιστικά δεν θες να βγείς επειδή βρίσκεσαι σε μια δυσάρεστη ασφάλεια που έχει βρει έναν ρυθμό, μια σταθερότητα και οποιοδήποτε ξεβόλεμα (ακόμα και ευτυχές), είναι απορρυθμιστικό. Προσπαθεί να παρατείνει την ψυχολογική του κατάσταση για να καρπωθεί όσο περισσότερο οίκτο από τους ανθρώπους και να πάρει μια σχεδόν οργασμική ικανοποίηση κάθε φορά που το πετυχαίνει (η σκηνή με το αέριο δακρύων). Εντελώς στωικά και με τρομερή πειθώ έχει μάθει απ’ έξω τα λόγια του και έχει τελειοποιήσει τις πρόβες κροκοδείλιων δακρύων.

Το στρατήγημά του θα αποδομηθεί, όταν η γυναίκα του θα του «χαλάσει» τα σχέδια και θα ξυπνήσει από το κόμμα, επιστρέφοντας στο σπίτι. Ο ερχομός δεν θα χαίρει καμίας θερμής αποδοχής και τυμπανοκρουσίας, δεν θα αποσπάσει κανένα βλέμμα χαράς από τον σύζυγο, που ο εθισμός του στην θλίψη έχει μονοπωλήσει όλη του την σκέψη. Πλέον δεν είναι ο καημένος σύζυγος, δεν χρειάζεται να οικειοποιείται τον οίκτο και την λύπηση των άλλων, η αίγλη του αποχωρεί αμελλητί από αυτόν, επαναφέρωντάς τον στην αφάνεια και ανυποληψία στην οποία (νομίζει) ότι βρισκόταν και πριν. Αρνούμενος πεισματικά να προσαρμοστεί στις καθιερωμένες συνθήκες, εξακολουθεί να επισκέπτεται τον πατέρα του ως σταθερό παραλήπτη λύπησης, γίνεται όλο και περισσότερο weirdo λέγοντας στην γειτόνισσά του να συνεχίσει να του φτιάχνει το καθημερινό του κεικ όπως έκανε όσο απουσιαζε η γυναίκα του και προσπαθεί να ανασύρει στην επιφάνεια δυσάρεστες αναμνήσεις από όλους ακόμα και από πελάτες του, για να νιώσει ο ίδιος αγαλλίαση. Παράλληλα, έχει αναλάβει μια υπόθεση δολοφονίας και εξ αφορμής αυτού, εξυφαίνει ένα περίεργο σχέδιο το οποίο θα ξεπεράσει τα όρια ακρότητας.

Το πένθιμο διάστημα μεταξύ ζωής και θανάτου του είναι αβάσταχτο για τον κοινό άνθρωπο που περιμένει να γείρει η πλάστιγγα ακόμα και στην αρνητική έκβαση αρκεί να απεμπλακούν και αυτοί και ο άνθρωπός τους από αυτήν την νεκροφάνεια, την ανούσια παράταση ζωής που είναι αποκλειστικά βιολογική και μόνο. Ο πρωταγωνιστής εκ διαμέτρου αντίθετος από αυτά, βρίσκει κάτι το γαλήνιο, το εξιλεωτικό και προσπαθεί να το παρατείνει εξ αορίστου χρόνου. Όταν δεν είναι το επίκεντρο όλων, κατασκευάζει ψέμματα και μηχανεύεται τρόπους και μέσα για να ξανακερδίσει την απόλυτη προσοχή. Η χαρά τον θλίβει βαθειά και η δυστυχία του φέρνει αμέριστη ευτυχία και ικανοποίηση. Η αυτοκαταστροφή του τον λυτρώνει και η συνεχής πτώση στο κενό τον εξιτάρει. Ζει απομονωμένος στο γυάλινο κάστρο του με δύο εξαρτώμενες υπάρξεις που τον έχουν ανάγκη (το παιδί και το σκυλί) και αυτό τον εξυψώνει. Όλα αυτά με φόντο το νοσηρό, απρόσωπο αστικό περιβάλλον που όταν η πόρτα κλείνει, αρκεί να ανεβάσεις την ένταση της μουσικής για να υπερκαλύψει δυσάρεστους, απεχθείς ήχους και κραυγές βοήθειας.

Ο Μπάμπης Μακρίδης μπολιάζει την ταινία του με μαύρο χιούμορ και με αληθινά συγκινητικές ενέσεις, με οπερέτες να εισβάλλουν σε στιγμές κρεσέντου, παρουσιάζοντας έναν χαρακτήρα που παρά τα αποκρουστικά του στοιχεία, τον παρατηρεί με ανθρωπιά και τον εξανθρωπίζει με λυρικές σκηνές που τον δείχνουν ευάλωτο και ευαίσθητο, ως θύμα της αστικής ασφυξίας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης, ως μια ψυχή που αποζητάει την αλληλεγγύη και την παρηγοριά στην μοναξιά, ακόμα και αν ο πρωταγωνιστής το κάνει…άγαρμπα. Εγκιβωτισμένος σε πλαίσια, ο πρωταγωνιστής καδράρεται αποστασιοποιημένος από τους ανθρώπους που τον πλαισιώνουν και το επιβλητικό του βλέμμα διατρυπάει την ψυχή, υποτάσσοντας αυτούς που κατά λάθος θα τον αντικρίσουν (συμπεριλαμβανομένων εμάς). Εξαιρετική υποκριτική από τον Γιάννη Δρακόπουλο σε έναν ρόλο ντυμένο και ραμμένο στα μέτρα του που με ερμηνεία ακρίβειας μικροσκοπίου, πλάθει έναν ρόλο πέρα από τις σεναριακές και σκηνοθετικές υπαγορεύσεις και δίνει μια πολύ προσωπική και ξεχωριστή προοπτική. Εκθαμβωτική φωτογραφία, κάδρα ακρίβειας και συμμετρίας, στυλιζάρισμα στην σκηνοθεσία και εύρυθμο μοντάζ που επικουρεί την αφηγηματική ακεραιότητα της ταινίας.
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας «Οίκτος»: