Ανέκαθεν το δημοφιλέστερο κινηματογραφικό event, αυτό της κινηματογραφικής Ακαδημίας των Όσκαρ, τραβούσε όλα τα βλέμματα και προσέλκυε κάθε είδους πολιτικών ατζεντών, από την στιγμή που εκατομμύρια τηλεθεατές βρίσκονται μπροστά από τους τηλεοπτικούς δείκτες για να παρακολουθήσουν αυτή την πανανθρώπινη γιορτή του σινεμά. Και όπως σε κάθε event αυτού του διαμετρήματος, παρεισφρέουν και άνθρωποι που μέσα από αυτό θέλουν να περάσουν κελεύσματα που αφορούν κοινωνικά ζητήματα και υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα.
Γιατί όμως τα Όσκαρ το κάνουν πλέον με ανερυθρίαστο τρόπο και πολλές φορές προκαλούν την αποστροφή του κόσμου;
Από τότε που οι πολιτικοί ηγέτες είδαν ότι τα Όσκαρ, εν προκειμένω, μπορούν να αποτελέσουν πέρα από ένα πολυπολιτισμικό γεγονός και μοχλό πίεσης και επιρροής προς συγκεκριμένες θεματικές (κυρίως από την αντιτραμπική παράκρουση από το 2016 και μετά), η «μπάλα» χάθηκε. Τα παγκόσμια συμφέροντα και η πολιτική ορθότητα που κατέχουν την παντοκρατορία των μέσων ενημέρωσης και οι πολιτικοί φορείς που έχουν παραδοθεί πλήρως στις επιταγές τους, έχουν απίστευτη δύναμη επιρροής και το ξέρουν.
Εδώ και δέκα χρόνια σχεδόν παίζεται ένα θέατρο του παραλόγου από πλευράς της Ακαδημίας, η οποία χρησιμοποιεί την πάγια τακτική των πολιτικών κομμάτων: “Λέγε λέγε και κάτι θα μείνει”. Τα social media καθοδηγούν τις εξελίξεις και αντίστροφα, σαν συγκoινωνούντα δοχεία το ένα τροφοδοτείται από το άλλο και εμείς, θεατές αυτής της παράστασης, μοιάζουμε πιο χαμένοι από ποτέ, απηυδισμένοι που το μόνο αποκούμπι αποτοξίνωσης, η τέχνη, είναι και αυτό έρμαιο της πολιτικής περισσότερο από ποτέ.
Μπορεί η ίδια η Αμερικάνικη Ακαδημία των Όσκαρ να μην ήταν ποτέ και το απαύγασμα της τέχνης όσον αφορά την κινηματογραφική εμπειρία, καθώς υπάρχουν φεστιβάλ που είναι καθ’ ύλην αρμόδια ως προς την ποιότητα των ταινιών που φιλοξενούν, αλλά τουλάχιστον είχε μια ιστορία, ένα κύρος, ένα εκτόπισμα το οποίο χάνεται μέρα με τη μέρα, εξαιτίας μιας οργασμικής πολιτικοποίησής της, ένα εργαλείο προπαγάνδας με τέλεια απαστράπτουσα βιτρίνα στην οποία δεν συμμετέχουν «κακοί» πολιτικοί αλλά αγαπητοί, προσφιλείς ηθοποιοί, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι τους οποίους ο κόσμος θα ακούσει με μεγαλύτερη προθυμία. Αυτό, η πολιτική κονίστρα το γνωρίζει πολύ καλά και με όπιο τα social media, πλέον έχει καταφέρει να «περνάει» αυτά που θέλει με όποιον τρόπο θέλει χωρίς να λογαριάζει πως η επεμβατική της διάθεση νοθεύει την ποιότητα που βγαίνει ως τελικό αποτέλεσμα, σπιλώνει το όνομα του θεσμού των Όσκαρ και ως εκ τούτου την αξιοπιστία του και τελικά αφήνει «καμένη γη» για τις επόμενες γενιές που θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν την κληρονομιά του.
Ο Τραμπ ήταν και είναι η αφορμή, όχι η αιτία και αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει και πολύ σύντομα ειδικά τώρα που έχουν βρει την κότα με τα χρυσά αυγά και λέγεται: πολιτική ορθότητα. Πιθανόν να είναι ένας διάττοντας αστέρας που θα σβήσει κάποια στιγμή. Το ερώτημα όμως είναι πόσα θύματα θα παρασύρει στο διάβα της και τι «κουσούρια» θα αφήσει τελικά;