
Οι περισσότεροι γνωρίσαμε τον Park Chan-wook μέσα από το «Oldboy», την ταινία που σάρωσε διεθνώς και απέσπασε το βραβείο της επιτροπής στις Κάννες, υπό την προεδρία του Quentin Tarantino. Εκείνο το φιλμ τον καθιέρωσε παγκοσμίως, όμως λιγότεροι ξέρουν πως αποτελεί το μεσαίο κομμάτι μιας τριλογίας-σταθμό του νοτιο-Κορεατικού σινεμά: της περίφημης Vengeance Trilogy, όπου η έννοια της εκδίκησης γίνεται ο πυρήνας μιας σκοτεινής εξερεύνησης της ανθρώπινης φύσης. Σε αυτό το άρθρο επιστρέφουμε στην αρχή της τριλογίας, στο υποτιμημένο αλλά συγκλονιστικό πρώτο μέρος, το «Sympathy for Mr. Vengeance» (2002), με τους Song Kang-ho, Shin Ha-kyun και τη Bae Doona.
Η πλοκή του Sympathy for Mr. Vengeance
Στο «Sympathy for Mr. Vengeance», ένας κωφός άντρας και η σύντροφός του καταφεύγουν σε μια πράξη απελπισίας για να εξασφαλίσουν τα χρήματα που απαιτούνται για τη μεταμόσχευση νεφρού της αδελφής του. Όμως το σχέδιό τους καταρρέει, παρασύροντάς τους ίδιους, και όσους βρεθούν στον δρόμο τους, σε μια άβυσσο βίας και ανελέητης εκδίκησης, από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή.

Τι μας λέει για την εκδίκηση;
Ένα από τα πιο γνωστά (ίσως πλέον και κοινότοπα) ρητά για την εκδίκηση είναι αυτό του Κομφούκιου: «Προτού ξεκινήσεις το ταξίδι της εκδίκησης, σκάψε δύο τάφους». Δεν πρόκειται για μια απλή καταδίκη της πράξης, αλλά για μια προειδοποίηση: η εκδίκηση δεν αφήνει αλώβητο ούτε τον εκδικητή ούτε το θύμα. Ο φιλόσοφος δεν ηθικολογεί, αλλά προετοιμάζει εκείνον που σκέφτεται να πάρει τον δρόμο της βίας για το αναπόφευκτο τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει.
Σε αυτήν ακριβώς τη φιλοσοφική γραμμή κινείται και ο Park Chan-wook, τόσο στο «Sympathy for Mr. Vengeance» όσο και στα υπόλοιπα μέρη της περίφημης Vengeance Trilogy. Δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά της βίας, αποφεύγει την επιφανειακή ηθικολογία και βυθίζεται με ενσυναίσθηση αλλά και κυνικότητα στον κόσμο των χαρακτήρων του. Δεν τους κρίνει ποτέ, ούτε τους «αγιοποιεί» αφαιρώντας τους αδυναμίες, όπως συχνά συμβαίνει στο σύγχρονο σινεμά.
Στην ταινία, ο Ryu παρουσιάζεται εξαρχής ως ένας νέος με καλοσύνη και ευαισθησία, νοιάζεται όχι μόνο για την αδελφή του, αλλά και για έναν άστεγο άγνωστο που βοηθάει με μικρές πράξεις ανθρωπιάς. Πολύ γρήγορα όμως, οδηγείται σε μια λανθασμένη απόφαση, η οποία, παρά τις αρχικές του καλές προθέσεις, τον παρασύρει σε μια άβυσσο βίας και καταστροφής, μαζί με όλους όσους αγαπά. Το ερώτημα που πλανάται είναι αν υπάρχει τρόπος διαφυγής ή αν η εκδίκηση είναι από τη φύση της ατέρμονη.
Η δραματουργία της εκδίκησης, από τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ μέχρι το «Kill Bill» του Tarantino (και τα δύο άξια να σταθούν στην ίδια πρόταση), μάς διδάσκει ότι η εκδίκηση πάντα καταλήγει να βλάπτει όλους τους εμπλεκόμενους. Ο δεύτερος τάφος του Κομφούκιου δεν αφορά απαραίτητα τον βιολογικό θάνατο, μπορεί να σημαίνει και την πνευματική, ψυχική ή και ηθική καταστροφή.
Επιπλέον, σε πολλά έργα που πραγματεύονται το θέμα της εκδίκησης, παρατηρούμε πως το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται ο κεντρικός χαρακτήρας είναι συχνά ένα κοντινό του άτομο, για το κακό του οποίου φέρει και ο ίδιος μέρος της ευθύνης. Γι’ αυτό επιχειρεί να εξοντώσει τον αντίπαλό του, καθώς αναγνωρίζει στα χαρακτηριστικά του τα δικά του λάθη, και όχι απλώς επειδή τον θεωρεί “κακό”.

Η αισθητική του «Sympathy for Mr. Vengeance»
Κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον σχετικά με το Vengeance Trilogy είναι ότι κάθε ταινία διαθέτει μια μοναδική και χαρακτηριστική αισθητική. Στο «Sympathy for Mr. Vengeance» κυρίαρχο χρώμα της κινηματογραφικής παλέτας είναι το πράσινο. Η σκηνή όπου ο Ryu εργάζεται στο εργοστάσιο αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της στυλιστικής δεξιοτεχνίας του Chan-wook. Εκεί θεμελιώνεται η αισθητική γραμμή ολόκληρης της ταινίας: η χρήση ευρυγώνιου φακού επιτρέπει την ένταξη πολλών λεπτομερειών στο κάδρο και, σε συνδυασμό με τα έντονα πράσινα στο πάτωμα, στα μηχανήματα και ακόμη και στα μαλλιά του Ryu, δημιουργεί μια αίσθηση αποξένωσης που προκαλεί η συνεχής τριβή με τα μηχανήματα. Ταυτόχρονα, τα πράσινα χρώματα αποδίδουν έναν κόσμο που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό. Έτσι γίνεται ακόμη πιο έντονη η εξάντληση και η υπνηλία του Ryu, ο οποίος έχει δουλέψει όλη τη νύχτα προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για το νεφρό της αδελφής του.
Η χρήση ευρυγώνιων φακών δεν περιορίζεται στη σκηνή του εργοστασίου. Επαναλαμβάνεται και σε άλλες στιγμές, ώστε να αποδώσει τα συναισθήματα του Ryu, που κυμαίνονται από την απόγνωση και την απομόνωση μέχρι την πλήρη αδυναμία του να ανταποκριθεί στις περιστάσεις. Στο δεύτερο μισό της ταινίας, όμως, παρατηρείται κυρίως χρήση τηλεφακών, οι οποίοι κάνουν τις φιγούρες να «προβάλλουν» μέσα από το κάδρο, δίνοντας την εντύπωση πως οι ήρωες έχουν πλέον βρει τον στόχο τους και γνωρίζουν τον δρόμο προς αυτόν. Με αυτό τον τρόπο η ταινία χωρίζεται εμφανώς σε δύο μέρη, κάτι που ενισχύει τη δραματουργική της ένταση.
Ιδιαίτερη θέση κατέχουν και τα τοπία, γεμάτα γαλήνη και πραότητα, με το απαλό μεσημεριανό ή απογευματινό φως να τα λούζει. Αυτή η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, ωστόσο, αντιπαρατίθεται με τη βάρβαρη βία που ξεσπά, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και σε τόπους φωτεινούς και ειρηνικούς μπορούν να συντελεστούν τα πιο ειδεχθή εγκλήματα μίσους. Η αίσθηση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ελάχιστες σκηνές διαδραματίζονται τη νύχτα.
Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει το «Sympathy for Mr. Vengeance» να ξεχωρίζει από άλλες ταινίες εκδίκησης είναι ο σχετικά μικρός αριθμός σκηνών βίας. Αν και δεν εμφανίζονται συχνά, η αγριότητα τους είναι τέτοια που μένει έντονα χαραγμένη στη μνήμη του θεατή.
Η πληροφορία που μεταφέρεται μέσα από το κάδρο και τα αντικείμενα που το γεμίζουν αποτελεί ακόμη μία απόδειξη της οξυδέρκειας του Chan-wook. Τα σπίτια των ανθρώπων της εργατικής τάξης είναι φορτωμένα με αντικείμενα και χρώματα, συχνά σε βαθμό που αγγίζει το υπερβολικό. Αυτή η υπερφόρτωση όμως μεταδίδει μια αίσθηση ζεστασιάς και πληρότητας, σαν αντανάκλαση των ίδιων των ανθρώπων που τα κατοικούν. Αντίθετα, το σπίτι του Dong-jin, αν και προφανώς πιο πολυτελές, παραμένει σχεδόν άδειο, ψυχρό και απρόσωπο, προδίδοντας τον κενό εσωτερικό κόσμο του ιδιοκτήτη του. Στο σπίτι του Ryu και της Yeong-mi, αντίθετα, αναγνωρίζει κανείς προσωπικότητες πιο αληθινές και ουσιαστικές, με αγάπη για τη γνώση. Ειδικά στο σπίτι της αναρχικής Yeong-mi, οι στοίβες βιβλίων που γεμίζουν το φόντο προδίδουν μια πνευματικότητα και μια σχέση με τον κόσμο πολύ πιο ουσιαστική.

Τελικά να δω το «Sympathy for Mr. Vengeance»;
Αν αναρωτιέσαι αν αξίζει να δεις το «Sympathy for Mr. Vengeance», η απάντηση εξαρτάται από το πόσο ανεκτικός είσαι απέναντι στη βία. Χρειάζεται να τονιστεί ότι η ταινία περιέχει ορισμένες έντονες και γραφικές σκηνές, οι οποίες μπορεί να αποθαρρύνουν θεατές που δυσκολεύονται με τέτοιου είδους εικόνες. Αν όμως δεν σε ενοχλεί αυτό το στοιχείο, πρόκειται για μια εξαιρετική δημιουργία που αγγίζει ευαίσθητες και βαθιά ανθρώπινες θεματικές, αφήνοντας τον θεατή με έντονο προβληματισμό και τροφή για σκέψη.