Παρότι χρονικά βρίσκεται μεσούσης της κινηματογραφικής ιστορίας από το λυκαυγές της το 1895 έως σήμερα, το μοντέρνο ποιητικό σινεμά βρέθηκε στον κολοφώνα της δόξας του τη δεκαετία του ’60 και ’70 από δύο σκηνοθέτες που νότισαν το πανί με εικόνες-χάρμα οφθαλμού και διάπυρα συναισθήματα που πυροδοτήθηκαν από την καλλιτεχνική ευφυία τους. Το σινεμά λυρισμού βρήκε τη στεντόρεια φωνή του μέσα από τη δράση των σκηνοθετών Andrei Tarkovsky και Sergei Parajanov, οι συνοραματιστές σοβιετικοί που έτρεφαν βαθειά εκτίμηση ο ένας για τον άλλο και τους ένωνε μια στενή φιλία η οποία κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους, παρότι ο δεύτερος (κυρίως) πέρασε τα πάθη του Ιώβ: διώχθηκε, καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα και αργότερα φυλακίστηκε από το ανελαστικό κράτος. Μια δρακόντεια πράξη τιμωρητικού χαρακτήρα από το σοβιετικό καθεστώς που είχε αναγάγει την προπαγάνδα και την συκοφαντία σε «ευγενή» τέχνη κάνοντάς του τον βίο αβίωτο με αλλεπάλληλες φυλακίσεις και αποφυλακίσεις συνοδευόμενες από έωλες κατηγορίες, μέχρι να φύγει από την ζωή το 1990 νικημένος από καρκίνο. Αυτό το γαϊτανάκι κατηγοριών θορύβησε τους συναδέλφους του εκείνη την εποχή της πρώτης φυλάκισης οι οποίοι με επιστολές διαμαρτυρίας ζήτησαν την αποφυλάκισή του. Ανάμεσά τους οι Federico Fellini, Luis Bunuel, Michelangelo Antonioni και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει ο Andrei Tarkovsky. Ο Αρμένιος με τα θυσανωτά φρύδια και τα πυκνά γένια σπούδασε κινηματογράφο στη Μόσχα και καταπιάστηκε με τον ρεαλισμό τη δεκαετία του ’50 στην ουκρανική γλώσσα μέχρι που παρακολούθησε το «Ivan’s Childhood» του Tarkovsky το 1962 το οποίο λειτούργησε ως καταλύτης στο να αλλάξει άρδην ρότα και να αναζητήσει κινηματογραφικά τις ρίζες του. Παράγωγο αυτής της αναδίφησης ήταν το αισθητικά, θεματικά και οπτικά ριζοσπαστικό «Shadows of our Forgotten Ancestors» (1965) και ίσως το πιο δημοφιλές και ακρογωνιαίος λίθος στην καριέρα του, «Sayat Nova» (1969).
Αμφότεροι γνέψανε αντίο πρόωρα από τα εγκόσμια νικημένοι από την επάρατη νόσο καταφέρνοντας να γυρίσουν λιγότερο από 10 μεγάλου μήκους ταινίες έκαστος. Συγκεκριμένα, ο Tarkovsky πρόλαβε να συμπληρώσει 7 ταινίες στο βιογραφικό του ξεκινώντας από το «Ivan’s Childhood» και κλείνοντας την αυλαία της σύντομης ζωής του με το κύκνειο άσμα του, «Sacrifice», το 1986, ενώ ο κυνηγημένος Parajanov εν μέσω μια πολυτάραχης ζωής διχοτομημένης στον εγκλεισμό και την ελευθερία σε μια ισόβια, ωστόσο, δίωξη σκηνοθέτησε 9 ταινίες μεγάλου μήκους. Οι βιρτουόζοι του κάδρου φρόντιζαν να εμπλουτίζουν τον διάκοσμό τους με εικόνες έμφορτες νοημάτων, αλληγορίες και μια αίσθηση υπερβατισμού εξωλεκτικής δύναμης που ελάχιστοι σκηνοθέτες το έχουν καταφέρει χωρίς να χαρακτηριστούν δοκησίσοφοι και δήθεν. Ο σκοπός τους ήταν οι ταινίες τους να βιωθούν, να προκαλέσουν συναισθήματα, να μετέχουν σε έναν καινούργιο χρόνο που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός μεταρσιώνοντας τους χαρακτήρες πέρα από τον αισθητό κόσμο.
Ο ακριβοθώρητος σε αναφορές Sergei Parajanov με την τόσο πρωτότυπη αφήγηση μέσω της εκπάγλου καλλονής της εικονογραφίας και εικαστικής αρμονίας απογειώθηκε με την ταινία «Sayat Nova», μια σπάνιας ομορφιάς οπτικοακουστική εμπειρία με βιδωμένη την κάμερα στο τρίποδο και μια πανδαισία χρωμάτων να παρελαύνουν σε ένα πόνημα αντι-αφηγηματικό, αφιερωμένο στον γνωστό ποιητή του 18ου αιώνα, Sayat Nova, μπολιασμένο με εθνολογικά στοιχεία και αντικείμενα-σύμβολα. Ένας πραγματικός ζωγράφος του σελιλόιντ, ο Αρμένιος auteur ανέβλυζε επινοητικότητα και αυθεντικότητα, οι ταινίες του είχαν πολύ ιδιαίτερο τρόπο αφήγησης με εφευρετική χρήση της ενδυματολογίας, του χρώματος και των αντικειμένων σε πολύ περιορισμένο χώρο. Χορογραφία των ηθοποιών χωρίς κίνηση, επάλληλα ταμπλό βιβάν και αλλόκοτες εικόνες σημειολογικά φορτισμένες, σε μια μοναδική στιγμή σύζευξης ζωγραφικής και σινεμά να τεκνοποιούν αυτό το σουρεαλιστικό κομψοτέχνημα. Αργότερα ακολούθησαν και άλλες σπουδαίες ταινίες όπως το «Ashik Kerib» (1988) και το «The Legend of Suram Fortress» (1985), καμιά από αυτές όμως δεν έφτασε στο μεσουράνημα της προαναφερθείσας ταινίας του 1969, το magnum opus του Αρμένιου δημιουργού το οποίο κατέχει εξέχουσα θέση και στη σκηνή του underground.
Παραπλήσιων καταβολών και όμορός του, ο Andrei Tarkovsky, αυτός ο ογκόλιθος του ρωσικού κινηματογράφου που αποτελούσε δικαίως το απαύγασμα του σινεμά λυρισμού, ξεκίνησε την δεκαετία του ’60 και ταύτισε πολύ γρήγορα το όνομα του με τον ποιητικό κινηματογράφο, έχοντας κάνει δύο ταινίες μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, το «Ivan’s Childhood», ένα αντιπολεμικό ασπρόμαυρο αριστούργημα άμα τη εμφανίσει του και το «Andrey Rubliov», η δεύτερή του ταινία και tour de force κατόρθωμα 3μιση ωρών αφιερωμένο στην πίστη και στην υπερβατική της δύναμη. Ένας αυθεντικός auteur, η αντιληπτική ικανότητα του οποίου αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, μια πολυσχιδής προσωπικότητα, ζωγράφος, συγγραφέας, ποιητής και σκηνοθέτης, ένας homo universalis που με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις της κάμερας βύθιζε τον θεατή σε μια κατάνυξη (καθόλου τυχαία η λέξη καθώς ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος άνθρωπος), με ιδιαίτερη αδυναμία στα τέσσερα στοιχεία της φύσης τα οποία διαχειριζόταν σε πλέρια αρμονία μεταξύ τους, αντιπαρέβαλε τον ήχο και την κάμερα πολλές φορές σε αντίστιξη για να προσδώσει μια αίσθηση μεταφυσικού και αλλόκοσμου. Ο Tarkovsky έκανε ένα πολύ προσωπικό αλλά ουδόλως εσωστρεφές σινεμά. Με υπνωτιστική χρήση της κάμερας συνήθιζε να σπάει το άξονα 180 μοιρών σε ένα πλάνο με νωχελικές σταυροειδείς κινήσεις και αρεσκόταν να αφηγείται την ιστορία σε πλάνα-σεκάνς όπως ο Antonioni. Η έννοια του χρόνου και του χώρου, της ανεστιότητας και της ύπαρξης, πρωταγωνιστούσαν σε όλες τις ταινίες του, μέσα από ακανθώδεις περιπλανήσεις και τελολογικά ερωτήματα για τη ζωή, τον θάνατο και την πίστη.
Θέλοντας και μη οι υπερδραστήριοι σκηνοθέτες ήταν παρατηρητές των πολιτικών αναταραχών που λάμβαναν χώρα τότε, οι οποίες παρά τον τερματισμό του πολέμου ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητικές. Πόλεμος του Βιετνάμ, Πόλεμος της Κορέας, Εμφύλιοι Πόλεμοι, δικτατορίες και κάθε λογής εχθροπραξία αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για την τέχνη της εικόνας όσο η δαμόκλειος σπάθη της ατομικής βόμβας εν μέσω Ψυχρού Πολέμου βρισκόταν απειλητικά πάνω από την ανθρωπότητα έτοιμη να καρατομήσει 3 δισεκατομμύρια κεφάλια. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι οι απανταχού σκηνοθέτες και αυτοί ως τέκνα του ίδιου Θεού πολλές φορές κατεύφευγαν στη συμβολική δύναμη των εικόνων για να μπορέσουν να περάσουν από το τελωνείο της λογοκρισίας -μέχρι και εξορίας- τους προβληματισμούς τους, να προκαλέσουν συναισθήματα και να καταθέσουν την άποψή τους για τη ζωή. Η καταπίεση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας πολλές φορές άθελά της λειτούργησε επικουρικά, τονώνοντας τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών -όπως έχουμε δει σε πάμπολλα παραδείγματα στο παρελθόν- σε βαθμό που ταινίες-ορόσημα όπως των εν λόγω σκηνοθετών έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο στερέωμα μολονότι ήταν τέκνα μιας προσπάθειας φίμωσης της τέχνης. Χάρη σε αυτούς και πολλούς άλλους, τοποθετήθηκαν γερά θεμέλια στο σινεμά λυρισμού για να πατήσουν με σιγουριά οι μεταγενέστεροι και άφησαν πίσω ένα βαρυσήμαντο αρχείο ταινιών το οποίο διδάσκεται ανελλιπώς και που κάθε θέασή του αποκαλύπτει πάντα και κάτι καινούργιο το οποίο με την σειρά του χρήζει ενδελεχούς ανάλυσης και συζήτησης.
Οι Andrei Tarkovsky και Sergei Parajanov, βαθυγνώστες του σινεμά, διακόνησαν με πάθος την τέχνη της εικόνας αποκτώντας σινεφίλ κοινό σε όλα μήκη και πλάτη της γης πράγμα που πιστοποιεί και η διαχρονικότητα του έργου τους. Πρόκειται για έργο που ενατενίζει την ανθρώπινη εμπειρία και συνομιλεί με το θυμικό με μια ποιητική χροιά, η οποία ταξιδεύει νοερά και σε πλοηγεί σε αχαρτογράφητα μέρη της ψυχής, αρκεί να μην σε νοιάζει ο προορισμός…