Στα τέλη του ’80, έρχεται ένα ακόμη slasher ανάμεσα στον κυκεώνα των ταινιών του είδους εκείνης και της προηγούμενης δεκαετίας, ώστε να αποδείξει ότι το λατρεμένο αυτό υποείδος, δεν έχει ακόμη αφήσει την τελευταία του πνοή. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη Scott Spiegel, το «Intruder», που ήρθε για να ξαφνιάσει και να συναρπάσει τους φανατικούς του υποείδους που ακόμη περιμένουν την διαφορά. Η πλοκή ακολουθεί μια ομάδα υπαλλήλων ενός σούπερ μάρκετ κατά την νυχτερινή τους βάρδια, προτού ενημερωθούν ότι το κατάστημα σύντομα πρόκειται να κλείσει οριστικά. Ενώ η ταμίας (και κεντρική χαρακτήρας) ετοιμάζεται μαζί με τα υπόλοιπα πόστα να προβεί στις τελευταίες διαδικασίες πριν το κλείσιμο, ένας απρόσμενος επισκέπτης έρχεται να ταράξει τα νερά και να τους καθυστερήσει εκ νέου. Ένας πρώην φυλακόβιος και σύντροφος της πρωταγωνίστριας, εμφανίζεται μπροστά της με απειλητικές διαθέσεις, τρομάζοντας και εμποδίζοντας τους εργαζομένους να ολοκληρώσουν την δουλειά τους. Ορμητικά, επιτίθεται στο προσωπικό και σπείρει τον φόβο, εντείνοντας το κλειστοφοβικό συναίσθημα που προκαλεί η ήδη υπάρχουσα κατάσταση. Οι υπάλληλοι, επιδιώκουν να καταπραΰνουν τις φοβίες τους και να βγουν ζωντανοί από έναν αληθινό εφιάλτη που δεν μοιάζει να προέρχεται πλέον από τον πρωταρχικό εισβολέα, παρά από έναν άγνωστο ψυχοπαθή που παίρνει μία μία τις ζωές τους, με τους πιο ανατριχιαστικούς τρόπους.

Το «Intruder», είναι δίχως δεύτερη σκέψη η απόλυτη ταινία για τους λάτρεις της αιματοχυσίας, όμως σίγουρα δεν προτείνεται για τους κλειστοφοβικούς. Αποτελείται από μια πληθώρα φρικαλέων εικόνων, για τις οποίες από ένα σημείο και μετά, ο θεατής δεν ήταν προετοιμασμένος. Φυσικά, δεν λείπει το διακριτικό χιούμορ, που άλλωστε οι περισσότερες ταινίες του είδους εμπεριέχουν αλλά ούτε και τα συνεχόμενα plot twist που κάνουν την εμφάνισή τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην ιστορία. Για εκείνους δε, που έχουν βαρεθεί τα στερεοτυπικά κλισέ με τα οποία γεμίζει την ώρα του η πλειοψηφία των μέχρι τώρα slasher, που τυχόν δηλώνουν και μια άτυπη «πτώση» του είδους, το «Intruder» περισυλλέγει ορισμένα στάνταρ και προσθέτει ακόμη πιο πολλές εκπλήξεις, που έρχονται για να δικαιώσουν τον διαχωρισμό του από τα υπόλοιπα. Χωρίς ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως ξεφεύγει εντελώς από όλα τα στερεότυπα. Πέρα από την αρχική ιδέα, που είναι κατηγορηματικά αρκετά πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα, η ταινία εμπλουτίζεται με τρομακτικά ιδιοφυείς θανάτους, που δικαίως, μόνο ένας ακραία ψυχοπαθής θα φανταζόταν. Ακόμη και εκείνος παρ’ όλα αυτά, θα χαρακτηριζόταν εξαιρετικά τελειομανής, καλαίσθητος και λάτρης της πρωτοτυπίας, καθότι κανένα από τα θύματά του, δεν σκοτώνεται με τον απλό, παραδοσιακό, ανιαρό και με έλλειψη δημιουργικότητας, τρόπο.

Όσο ο μανιακός φονιάς παρακολουθεί σιωπηλά τους χαρακτήρες, ο σκηνοθέτης ξετυλίγει μερικές από τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, τελειοποιώντας την σκηνοθεσία του με όλων των ειδών τις τεχνικές που θα μπορούσε να σκαρφιστεί αλλά και ενδελεχώς προσεγμένα πλάνα, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ταίριαζαν στο είδος της ταινίας. Παρά ταύτα, καταφέρνει να συνδέσει ομοιόμορφα τις τρελές του ιδέες με τα βασικά στοιχεία ενός slasher, που δεν θα μπορούσε άλλωστε να παραλείψει πλήρως και συνθέτει μια ευφυή ταινία με αρχή, μέση και τέλος, συνοδευόμενη από μπόλικο μυστήριο, σασπένς και αληθινό τρόμο, που μπορεί να προκαλέσει απλά και μόνο το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στον χώρο εργασίας τους και βάλλονται από κάποιον που δεν μπορούν να δουν, με αγνώστου προελεύσεως προθέσεις. Κάπου ανάμεσα στους χαρακτήρες του «Intruder», μπορούμε να διακρίνουμε τον νεαρό Sam Raimi μαζί και τον μικρότερο αδερφό του, Ted, ενώ σε cameo εμφάνιση, τον Bruce Campbell στον ρόλο ενός αστυνομικού (που ως συνήθως καταφτάνει αργοπορημένα). Εμπνευσμένο από διάφορες διάσημες ταινίες του είδους, το «Intruder», διαψεύδει με επιτυχία τους άπιστους που ανάμεναν μια από τα ίδια και με σκοτεινή, gore ατμόσφαιρα, καταφέρνει να πλησιάσει τον όρο του κλασικού αλλά να ξεπεράσει εκείνο του cult classic.
Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: