
Ο Νεοϋορκέζος Robert Houston Eggers, φέτος συμπληρώνει την τέταρτη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του, αλλά και μια ακόμη μεγάλη επιτυχία που εξιτάρει τους λάτρεις του ρετρό σινεμά τρόμου καθώς, επίσης, σπάει τα ταμεία και εισπράττει επαίνους και διακρίσεις. Πρόκειται για μια άκρως τολμηρή κίνηση, αμφιλεγόμενη και ενίοτε κατακριτέα απόπειρα να αναδημιουργήσει το εξπρεσιονιστικό αριστούργημα με τίτλο: «Nosferatu».
Ένα έργο ενός – τότε – σύγχρονου Δράκουλα που εμπνεύστηκε από το μυθιστόρημα του Bram Stroker και το μετέφερε στον εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ‘20, με τον Γερμανό κινηματογραφιστή F. W. Murnau να υπογράφει με ανεξίτηλο μελάνι την αυθεντική και ανεπανάληπτη στιγμή αυτή για το παγκόσμιο σινεμά. Συγκεκριμένα, το 1922 κυκλοφορεί η βουβή εκδοχή του φρικαλέου Δράκουλα με πρωταγωνιστή τον Max Schreck.

Δεκαετίες αργότερα, όταν ο διαβόητος βρυκόλακας ξεκινά να γίνεται καλτ σύμβολο της ποπ κουλτούρας, ο Werner Herzog οραματίζεται ένα remake με την ξεχωριστή, προσωπική του πινελιά, που κυκλοφορεί το ‘79 με τίτλο: «Nosferatu the Vampyre» και πρωταγωνιστές τους Klaus Kinski (στον ρόλο του βρυκόλακα) και Isabelle Adjani. Ο Herzog όχι απλώς δεν επιδίωξε να αντιγράψει με φτηνό τρόπο την αυθεντική ταινία (καθότι έχουν περάσει και αρκετά χρόνια από την κυκλοφορία της), αλλά χάρισε στο «Nosferatu» ένα δικό του, μοντέρνο κοινό και έναν αξεπέραστο απόηχο
Όσο ο Herzog έδωσε στον διάσημο αντι-ήρωα δική του πνοή, ο Robert Eggers αποφάσισε να τον αναστήσει εκ νέου και να ταξιδέψει τον θρύλο του σε μια εποχή που ίσως να φόβιζε ακόμη και τον ίδιο τον Δράκουλα. Μια εποχή που φεύγει εντελώς από το αναλογικό, από οτιδήποτε το παραδοσιακό όσον αφορά την τέχνη του σινεμά. Μια εποχή που τα social media και η εικόνα υπερτερούν και πολλές φορές αποτελούν κινητήριο δύναμη για έναν νεαρό θεατή να παρακολουθήσει τα δρώμενα του κινηματογράφου. Νέοι ηθοποιοί, νέα εικόνα, goth αισθητική που ποτέ δεν λείπει από τα κάδρα του Αμερικανού σκηνοθέτη και μια αδιαμφισβήτητη νοσταλγία και αγάπη για το χθες μιας τέχνης που μας μεγάλωσε και έθρεψε καλλιτέχνες, ούτως ώστε να γίνουν αυτό που είναι σήμερα. Ακόμη κι αν κατηγορηματικά δεν κατάφερε να αγγίξει ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι τις ταινίες των Murnau και Herzog, ίσως κανείς να μπορούσε να την δει «γυμνός» από προκαταλήψεις σαν ένα ξεχωριστό έργο τρόμου κι όχι ως remake. Όμως, δυστυχώς, ούτε αυτό αλλάζει το αποτέλεσμα, γιατί στην πραγματικότητα αυτή υπήρξε μια από τις χειρότερες στιγμές του Eggers σκηνοθετικά, κάνοντάς μας να ελπίζουμε να επιστρέψει σύντομα σε κάτι από τα παλιά.

Η ιστορία του, όμως, δεν είναι και τόσο πρόσφατη και η πορεία του έχει ξεκινήσει πολύ πιο πριν τον Δεκέμβρη (για το ελληνικό κοινό τον Ιανουάριο) του 2024. Για την ακρίβεια, η έναρξη της πορείας του τοποθετείται χρονικά στο 2007 όταν σκηνοθετεί την πρώτη του μικρού μήκους απόπειρα («Hansel and Gretel»). Έχοντας δουλέψει ως σχεδιαστής παραγωγής σε κάμποσες μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, ο δημιουργός πειραματίστηκε με κάποιες ακόμη δικές του μικρές ιστορίες καθήμενος στη σκηνοθετική καρέκλα (σκηνοθετώντας τις ταινίες «The Tell-Tale Heart» το 2008 και «Brothers» το 2015).
Τη χρονιά της τρίτης και τελευταίας μικρού, έρχεται και η πρώτη μεγάλου μήκους του, το «The Witch», που κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ Sundance. Αφορά μια οικογένεια Πουριτανών στην επαρχιακή Νέα Αγγλία του 1600, η οποία γίνεται μάρτυρας αλλόκοτων συμβάντων υπό τον φόβο της κυριαρχίας μιας μάγισσας που φημολογείται πως έχει επισκεφτεί τον τόπο τους. Ενώ πάντα φλέρταρε με τις ιστορίες τρόμου (Έντγκαρ Άλαν Πόε, folk τρόμο), το «The Witch» αποτελεί την πρώτη μεστή horror στιγμή του Eggers. Είναι ίσως όλες οι φρικιαστικές εικόνες και πορτραίτα που κάποτε ζωγράφιζε στο μυαλό του και για πρώτη φορά ζωντάνεψαν στο κινηματογραφικό πανί με εκείνον «επιτηρητή». Αναμφίβολα, μπορούμε να μιλήσουμε για μια πλέον επιτυχημένη κινηματογραφική μετάβαση από τις μικρές ιστορίες (αλλά όχι βλέψεις), στις μεγάλες. Ένα έργο που εκτός από θρίαμβο στις κινηματογραφικές αίθουσες, έκανε εντύπωση στο ανεξάρτητο όσο και το mainstream κοινό.

Η ταινία αποτίει φόρο τιμής στο folk σινεμά τρόμου των προηγούμενων δεκαετιών και στηρίζεται φανερά σε αυτό που πια τόσο λατρεύουμε να λέμε αλλά λίγοι αληθινά καταφέρνουν να φέρουν εις πέρας ως δημιουργοί: ατμοσφαιρικό τρόμο. Μια πρόσμιξη φαντασίας τρόμου και avant-garde με πρωταγωνίστρια την βασίλισσα της «weird» αισθητικής που γοητεύει τους θεατές της Gen-Z, Anya-Taylor Joy (με την οποία θα ξανασυνεργαστεί στο «Northman»), στα πρώτα της βήματα και εν προκειμένω στον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, παρθένο από υπερέκθεση και ίσως περισσότερη γλυκύτητα και «αγνότητα».
Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, όμως, είναι όταν αντιλαμβανόμαστε το ακατέργαστο της πρώτης ταινίας με τον ερχομό του «Lighthouse». Με πρωταγωνιστές τους Willem Dafoe και Robert Pattinson, ο Eggers λέει την ιστορία δύο αντρών εγκλωβισμένων σε μια αέναη φυλακή συναισθημάτων και μοναξιάς, παλεύοντας με τις μέρες και τις ώρες που μοιάζουν αιώνες «εξόριστοι» σε έναν φάρο που έχουν ως εντολή να φυλάνε. Ένα εξαιρετικά δυνατό δίδυμο που, αδίκως, κανείς δεν είχε σκεφτεί έως τώρα να ενώσει στο μεγάλο πανί. Με σενάριο συνυπογεγραμμένο από τον ίδιο τον Eggers και τον αδερφό του Max (συνάδελφο κινηματογραφιστή), το 2019 σκηνοθετεί την αντικειμενικά καλύτερη ταινία του ως τώρα και ενδεχομένως και το μεγαλύτερο επαγγελματικό και προσωπικό του στοίχημα. Είναι η φορά που αφιερώνεται εξ’ ολοκλήρου στο όραμά του δίχως ενδοιασμούς και συνθέτει ένα πειραματοκεντρικό φιλμ ψυχολογικού τρόμου με έντονες επιρροές από Lovecraft, folk ιστορίες και αστικούς θρύλους και την Ελληνική μυθολογία.

Μυθικά τέρατα της θάλασσας και απέναντί τους ο άνθρωπος, με τα πάθη και τις αδυναμίες του, την τρέλα στην οποία καμιά φορά αναπόφευκτα οδηγείται, αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με το μεγαλύτερο τέρας όλων: τη μοναξιά. Ενώ οι συμβολισμοί και οι θεματολογίες του «Lighthouse» φαντάζουν σχεδόν αμέτρητες, η χημεία των Dafoe και Pattinson σε συνδυασμό με την απαράμιλλης ομορφιάς εξπρεσιονιστικής εικόνας σε μια πιο art-house αφήγηση, έχουν σχεδόν δική τους ξεχωριστή υπόσταση.
Έχοντας καταφέρει να έχει το ευρύ κοινό με το μέρος του, ο Robert Eggers εδώ μας μυεί σε μια πτυχή του που ξαφνιάζει όμως δεν απογοητεύει. Μια πτυχή που δύσκολα ξεχνάμε ακόμη κι αν εκείνος με την έλευση της νέας δεκαετίας κόντεψε να αφήσει για λίγο πίσω του. Πρώτα με το επικό δράμα φαντασίας «Northman» (μια αισθητά μεγαλοπρεπέστερη παραγωγή με μια πελώρια λίστα Χολιγουντιανών ονομάτων στο cast) το 2022 και τέλος με το «Nosferatu», το οποίο δεν είναι ξεκάθαρο ακριβώς σε ποια κατηγορία και εποχή του ανήκει. Ίσως ακόμη να μάχεται με το δικό του δαίμονα δημιουργίας, διχασμένος ανάμεσα στην avant-garde και την ποπ κορν και Dolby Surround φύση του.