Ο άνεμος κουνούσε ανεπαίσθητα τα φύλλα των δέντρων καθώς περνούσε ανάμεσα τους προσπαθώντας να αλλάξει, άλλες φορές με επιτυχία και άλλες όχι, τα σχέδια που έφτιαχναν στο έδαφος οι πρώτες πρωινές αχτίδες του ήλιου που είχε πριν λίγο ξεπροβάλλει πίσω από τα ψηλά, χιονισμένα βουνά που ορθωνόταν στο βάθος της κοιλάδας. Μια νέα μέρα ξεκινούσε και η άνοιξη, που μόλις είχε κάνει την άφιξη της, γέμιζε την πλάση ολόγυρα με χρώματα και μυρωδιές, ξυπνώντας όλες τις αισθήσεις μετά από την πολύμηνη νάρκη του χειμώνα.
Το σπιτάκι που αχνοφαινόταν στο βάθος πρέπει ακόμα να μην είχε συνειδητοποιήσει την αλλαγή που συνέβαινε τριγύρω του. Επικρατούσε ησυχία. Που και που ακουγόταν το τιτίβισμα των πουλιών και οι ήχοι από τα ζώα που έβγαιναν ντροπαλά από τις φωλιές τους για να εξερευνήσουν και πάλι τον κόσμο. Ο πετεινός, συνεπής στον ρόλο που του έχει αναθέσει η φύση, ξεκίνησε χαρούμενος το τραγούδι του γεμάτος αισιοδοξία για όσα υποσχόταν αυτό το καινούργιο πρωινό. Στην αρχή χαμηλόφωνα αλλά στην πορεία, βλέποντας ότι δεν είχε το αποτέλεσμα που ήθελε, συνέχισε πιο δυνατά και ακόμα πιο δυνατά μέχρι που επιτέλους είδε μια κίνηση στην πόρτα. Η κοπέλα, αγουροξυπνημένη, με τα μαλλιά της να πέφτουν σαν καταρράχτης, σκεπάζοντας τους λεπτούς της ώμους , εμφανίστηκε στο κατώφλι του σπιτιού. Ο ήλιος την χτυπούσε καταπρόσωπο θολώνοντας την όραση της αλλά δεν έδειχνε να την ενοχλεί. Στάθηκε να κοιτάξει για λίγο το θαύμα που ξεδιπλωνόταν μπροστά της απολαμβάνοντας την στιγμή.
Το φως του νεοφερμένου ήλιου έπεφτε πάνω στο δάσος, αφήνοντας να δημιουργούνται σκιές ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα που έμοιαζαν με μυστηριώδης σπηλιές που σε καλούν να τις εξερευνήσεις. Τα λουλούδια που είχαν αρχίσει να ξεπετάγονται ανάμεσα στους θάμνους ενάλλασσαν τα χρώματα στο τοπίο δημιουργώντας πίνακες πέρα από κάθε φαντασία. Το γνώριζε καλά αυτό το δάσος. Γνώριζε απ’ έξω κάθε πέτρα του, κάθε ρυάκι. Το είχε περπατήσει τόσες φορές από την μια μεριά έως την άλλη προσπαθώντας να ενωθεί μαζί του, να καταλάβει το νόημα των ήχων, να πάρει μέσα της κάτι από τη σοφία του. Εξάλλου ήταν κι αυτός εκεί. Ήταν το δικό τους δάσος. Ένιωσε πως την περίμενε σήμερα, σαν να την ζητούσε. Αποφάσισε να πάει να τον βρει και βιάστηκε να μπει μέσα να ντυθεί. Ένα μακρύ γαλάζιο φόρεμα και μια λευκή κορδέλα στα ξανθά μαλλιά της συμπλήρωσαν την εικόνα της. Ακολούθησε το δρομάκι με τις πέτρες που ξεκινούσε μπροστά στην αυλόπορτα της. Περπατούσε αργά ανασαίνοντας το μεθυστικό άρωμα που τα πάντα της χάριζαν απλόχερα. Έμοιαζε με αερικό. Σαν νεραΐδα εκείνου του δάσους. Της ερχόταν στο μυαλό αναμνήσεις της ζωής της μαζί του, στιγμές που κράτησε βαθιά μέσα της αρνούμενη να δεχθεί ότι μπορεί να χαθούν, όνειρα ζωγραφισμένα πάνω στο καμβά του παρελθόντος, καλά φυλαγμένα στην ψυχή της.
Της φαινόταν σαν να ήταν χθες και ας πέρασαν τόσα χρόνια. Το καθάριο πρόσωπο του ήταν ακόμα μπροστά της. Γνωρίστηκαν εντελώς τυχαία ένα αυγουστιάτικο πρωινό δίπλα στην όχθη της λίμνης που βρίσκεται στο κέντρο του δάσους. Σαν από ταίριασμα της μοίρας βρέθηκαν και οι δυο εκεί, λες και το πεπρωμένο τους ήταν γραμμένο από καιρό. Για μια στιγμή ο χρόνος φάνηκε να σταματάει, αφήνοντας τους να κοιτάζονται ο ένας απέναντι στον άλλο. Όλα έμοιαζαν τόσο μαγικά. Οι λέξεις που δεν χρειάστηκε ποτέ να ειπωθούν, η προσμονή της αγκαλιάς, το απαλό χάδι, η ένωση των ψυχών σε μια. Δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει την θάλασσα των ματιών του , τον τρόπο που χανόταν μέσα σε αυτήν. Είχε βάψει την ψυχή της με ανεξίτηλο χρώμα.
Της είχε λείψει πολύ. Τόσο πολύ που την πονούσε. Παρόλο όμως που βιαζόταν να τον συναντήσει, συνέχιζε να βαδίζει στο μονοπάτι νωχελικά παρατηρώντας το τοπίο τριγύρω της. Ο ήλιος είχε φτάσει στην κορυφή του ουρανού ρίχνοντας πια άπλετο φως παντού αποκαλύπτοντας ακόμα περισσότερο την ομορφιά που η φύση κόπιαζε να υφάνει. Έσκυψε να μαζέψει λίγα λουλούδια , να μεθύσει με το πρώτο άρωμα της άνοιξης. Κράτησε το μπουκετάκι σφιχτά στην παλάμη της και ξεκίνησε πάλι.
Μετά από λίγο έφτασε. Στο ξέφωτο που ανοίχτηκε μπροστά της φάνηκε, στεφανωμένη ολόγυρα από ψηλά δέντρα, με περηφάνια η λίμνη. Επάνω στα αστραφτερά νερά της καθρεφτιζόταν όλα τα χρώματα του ουρανού και με κάθε τους κίνηση έστελναν την μαγεία τους παντού τριγύρω. Στην μια μεριά μπορούσες να δεις μικρές καλαμιές που μόλις είχαν αρχίσει δειλά – δειλά το ταξίδι της ζωής. Έβαζαν και αυτές την δική τους προσωπική πινελιά σ’ αυτόν τον παράδεισο. Εκεί στο βάθος ήταν αυτός. Δεν είχε κάνει λάθος, την περίμενε. Προχώρησε προς το μέρος του ενώ ένα δάκρυ κυλούσε στο όμορφο πρόσωπο της. Γονάτισε δίπλα του και άφησε με προσοχή τα λουλούδια που κρατούσε. «Και τι δεν θα έδινα για να σε κρατούσα στην αγκαλιά μου μια στιγμή μονάχα», μουρμούρισε. Το μνήμα, αν και είχε ποτιστεί από τις βροχές και σκεπαστεί από τα χιόνια κατά την διάρκεια του χειμώνα , ήταν όπως το είχε αφήσει την τελευταία φορά που είχε έρθει. Ξάπλωσε δίπλα του και νιώθοντας το απαλό άγγισμα από το γρασίδι να της χαϊδεύει το κορμί άφησε την ματιά της να περιπλανηθεί μακριά , να ταξιδέψει ψηλά , να συναντήσει τα σύννεφα…
Δεν ήθελε να θυμάται πως είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Δεν ήθελε να θυμάται την αρχή του τέλους. Μερικές φορές η μοίρα παίζει περίεργα παιχνίδια με τις ζωές των ανθρώπων. Γίνεται σκληρή , απάνθρωπη. Ίσως να είναι και οι ίδιοι οι άνθρωποι που την προκαλούν και εκείνη το κάνει, ανήμπορη να αντισταθεί στην παρόρμηση. Περίεργη να δει μέχρι που μπορεί να φτάσει κάποιος πάνω στην απελπισία του, σκαρφίζεται σενάρια και τα θέτει σε τροχιά γύρω από το υποψήφιο θύμα της. Στέκεται σε απόσταση και παρατηρεί το νοσηρό της σχέδιο να παίρνει μορφή. Ίσως και να γελάει με όλο το σκηνικό , ίσως και να λυπάται που δημιουργεί τόση ταλαιπωρία και πόνο.
«Είναι βαριά άρρωστος Αρετή», της είχε ανακοινώσει με χαμηλωμένο βλέμμα ο γιατρός που τον παρακολουθούσε για μεγάλο διάστημα. «Δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να γλιτώσει. Έκανα ότι μπορούσα. Λυπάμαι». Είχε ανοιγοκλείσει τα μάτια της κοιτάζοντας τον σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Δεν μπορεί να άκουσε σωστά. Δεν μπορεί να της έλεγε αυτά τα λόγια. Εκείνη την στιγμή ένιωσε να σπάει σε χίλια κομμάτια , να καταρρέει σε μια άβυσσο δίχως τέρμα, σαν να στράγγιξε η ζωή όλη τη χαρά από μέσα της. Όπως το σκοτάδι που πέφτει και σκεπάζει τα πάντα , που κρύβει μέσα στο μαύρο του όλο τον κόσμο. Ήθελε και κείνη να κρυφτεί. Να χαθεί στο άπειρο , να πάψει να πονάει. Προσπάθησε να το παλέψει, να τον σώσει, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι τον έχανε. Κρατήθηκε γαντζωμένη από την επιθυμία της, από την θέληση της να μην τον χάσει. Όμως η μοίρα που κάποτε τους ένωσε ένα πρωινό αυτή επέλεξε και να τους χωρίσει. Χανόταν όπως η άμμος που κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλα, μέρα με την μέρα, έφευγε… όσο κι αν του κρατούσε το χέρι σφιχτά, αυτός την άφηνε. Η τελευταία του φράση πριν κλείσει τα μάτια του, πριν να σκοτεινιάσει το δικό της φως ήταν μόνο δύο λέξεις. «Θα σ’ αγαπώ πάντα». Τις κράτησε σαν φυλαχτό στην ψυχή της όλα αυτά τα χρόνια. Και δεν έκλαψε γιατί ήξερε πως θα την προσέχει από ψηλά σαν φύλακας άγγελος της.
«Θα συναντηθούμε ξανά, κι εγώ σε αγαπώ» του είπε και σηκώθηκε. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Τα αστέρια, ήδη μαζεμένα από πάνω της, ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν τον τρελό τους χορό πάνω στα πέπλα του ουρανού, έτσι όπως έκαναν κάθε βράδυ. Και το φεγγάρι ολόγιομο και χαρωπό έριχνε το μεθυστικό του φως παντού γύρω της προσπαθώντας να κάνει τη νύχτα μέρα. Αν και δεν το ήθελε , έπρεπε να πάρει το δρόμο του γυρισμού. Έριξε μια τελευταία ματιά στην λίμνη, «να μου τον προσέχεις» , της είπε ψιθυριστά και ξεκίνησε να φεύγει…
Πηγή εικόνας: