Η οικογένεια δεν είναι πια ένα ενιαίο και αμετάβλητο σχήμα, αλλά ένας ζωντανός θεσμός που εξελίσσεται συνεχώς. Τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνικές αλλαγές, οι τεχνολογικές εξελίξεις και η αναγνώριση δικαιωμάτων έχουν ανοίξει τον δρόμο για περισσότερες και πιο ορατές ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες. Η νομική αναγνώριση του γάμου και της γονεϊκότητας για ομόφυλα ζευγάρια στην Ελλάδα το 2024 αποτέλεσε ιστορικό βήμα, αλλά η καθημερινότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων εξακολουθεί να συνοδεύεται από προκλήσεις.
Με τον όρο ΛΟΑΤΚΙ+ γονεϊκότητα αναφερόμαστε σε κάθε μορφή οικογένειας στην οποία ένας ή περισσότεροι γονείς αυτοπροσδιορίζονται ως λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, τρανς, κουήρ ή ίντερσεξ. Η γονεϊκότητα αυτή μπορεί να προκύψει μέσα από διαφορετικές διαδρομές: υιοθεσία, υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, παρένθετη μητρότητα, συνεπιμέλεια με προηγούμενους συντρόφους, ή και μέσα από συμφωνίες συνεπιμέλειας χωρίς ερωτική σχέση (co-parenting). Στις οικογένειες αυτές, η έμφαση δεν δίνεται μόνο στη βιολογική συγγένεια, αλλά στην επιλογή, τη δέσμευση και τη φροντίδα που προσφέρουν οι γονείς προς τα παιδιά τους.
Πέρα όμως από τη νομική διάσταση, η ψυχολογία προσφέρει ένα ιδιαίτερα χρήσιμο πρίσμα κατανόησης: πώς αναπτύσσονται τα παιδιά σε ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες, ποια είναι τα ψυχολογικά εμπόδια που βιώνουν οι γονείς, και με ποιους τρόπους οι οικογένειες αυτές καλλιεργούν ανθεκτικότητα απέναντι στις κοινωνικές και θεσμικές δυσκολίες.

Το ελληνικό πλαίσιο σήμερα
Παρά την πρόοδο, η εικόνα δεν είναι ενιαία. Στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας, η Ελλάδα κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση, καθώς έχει προταθεί ρητή απαγόρευση για ομόφυλα ζευγάρια ανδρών και για άτομα που δεν έχουν νόμιμο σύζυγο ή σύντροφο. Η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι το νομικό πλαίσιο εξακολουθεί να λειτουργεί με αποκλεισμούς, αφήνοντας ανοιχτά ζητήματα ισότητας. Παράλληλα, το πεδίο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής παραμένει ασαφές: σε αρκετές περιπτώσεις η νομοθεσία σιωπά ή δεν διευκρινίζει αν τα ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγάρια μπορούν να έχουν ισότιμη πρόσβαση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κλίμα ανασφάλειας.
Στο κοινωνικό επίπεδο, η αποδοχή των ΛΟΑΤΚΙ+ οικογενειών εξακολουθεί να είναι αμφίθυμη. Παρά την αυξανόμενη ορατότητα, η ελληνική κοινωνία διατηρεί ισχυρές παραδοσιακές αντιλήψεις για την οικογένεια. Έρευνες που προσαρμόστηκαν στον ελληνικό πληθυσμό, όπως η επικύρωση της κλίμακας Beliefs About Children’s Adjustment in Same-Sex Families, δείχνουν ότι η «καλή γονεϊκότητα» συχνά ταυτίζεται με το ετεροκανονικό μοντέλο, αναπαράγοντας στερεοτυπικές πεποιθήσεις για το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά «σωστά». Επιπλέον, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει εκφράσει σθεναρή αντίθεση στον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, επηρεάζοντας τον δημόσιο διάλογο και ενισχύοντας την κοινωνική πόλωση.
Η συνύπαρξη αυτών των παραγόντων δημιουργεί μια αντιφατική πραγματικότητα. Από τη μια, οι ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες απολαμβάνουν πλέον δικαιώματα που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν άπιαστα· από την άλλη, έρχονται αντιμέτωπες με νομικά κενά και κοινωνικές αντιστάσεις που περιορίζουν την πλήρη ένταξή τους. Οι αντιφάσεις αυτές έχουν άμεσες ψυχολογικές συνέπειες: το θεσμικό κενό και το κοινωνικό στίγμα ενισχύουν το λεγόμενο «μειονοτικό στρες», μια χρόνια ψυχολογική πίεση που επηρεάζει όχι μόνο τους γονείς αλλά και τα παιδιά τους. Έτσι, η ΛΟΑΤΚΙ+ γονεϊκότητα στην Ελλάδα του σήμερα δεν καθορίζεται μόνο από το νομικό πλαίσιο, αλλά και από το πώς αυτό αλληλεπιδρά με τις κοινωνικές στάσεις, δημιουργώντας ένα περιβάλλον άλλοτε ενδυνάμωσης και άλλοτε ανασφάλειας.
Αναπτυξιακή ψυχολογία και παιδιά σε ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες
Η αναπτυξιακή ψυχολογία έχει προσφέρει ισχυρά δεδομένα σχετικά με την επίδραση που έχει η οικογενειακή δομή στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Οι πιο πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες δεν παρουσιάζουν διαφορές σε βασικούς δείκτες ανάπτυξης, όπως η αυτοεκτίμηση, η κοινωνικότητα και η σχολική επίδοση, σε σχέση με παιδιά που μεγαλώνουν σε ετεροκανονικές οικογένειες. Αυτό που φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο είναι η ποιότητα της σχέσης μεταξύ γονέα και παιδιού, η σταθερότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος και η διαθεσιμότητα φροντίδας.
Η θεωρία της προσκόλλησης προσφέρει ένα ιδιαίτερα χρήσιμο θεωρητικό πλαίσιο για την κατανόηση αυτών των δεδομένων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η ασφαλής προσκόλληση οικοδομείται μέσω της συνέπειας, της ευαισθησίας και της ανταπόκρισης του γονέα στις ανάγκες του παιδιού. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός ή η ταυτότητα φύλου του γονέα δεν επηρεάζουν την ικανότητα δημιουργίας ασφαλούς δεσμού· αυτό που μετράει είναι η ποιότητα της φροντίδας. Τα παιδιά σε οικογένειες ΛΟΑΤΚΙ+ έχουν την ίδια πιθανότητα να αναπτύξουν ασφαλείς δεσμούς όπως και σε οποιονδήποτε άλλο τύπο οικογένειας, όταν οι γονείς είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι και υποστηρικτικοί.
Επιπλέον, οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά σε ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες ενδέχεται να αναπτύσσουν και ιδιαίτερες δεξιότητες λόγω των εμπειριών τους. Για παράδειγμα, η επαφή με τη διαφορετικότητα και η δεκτικότητα απέναντι σε εναλλακτικές μορφές ταυτότητας μπορούν να ενισχύσουν την ανεκτικότητα και την ενσυναίσθηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα παιδιά αυτά είναι «διαφορετικά» σε επίπεδο ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης, αλλά ότι μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα που ενδέχεται να ενισχύουν συγκεκριμένες κοινωνικές και ψυχολογικές δεξιότητες.
Η βιβλιογραφία καταρρίπτει έτσι τον μύθο ότι η απουσία ενός «αρσενικού» και ενός «θηλυκού» προτύπου στο σπίτι οδηγεί σε αναπτυξιακές ελλείψεις. Αντίθετα, αυτό που έχει σημασία είναι το πόσο ασφαλές, υποστηρικτικό και συνεπές είναι το οικογενειακό περιβάλλον, ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικότητας των γονέων.
Μειονοτικό στρες και ψυχολογικές συνέπειες
Η θεωρία του μειονοτικού στρες (Meyer, 2003) έχει αποτελέσει βασικό εργαλείο για την κατανόηση των ψυχολογικών εμπειριών των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τα άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες εκτίθενται σε χρόνιους στρεσογόνους παράγοντες, οι οποίοι προκύπτουν όχι από προσωπικά χαρακτηριστικά αλλά από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζουν. Για τους ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς, αυτό σημαίνει ότι πέρα από τις καθημερινές προκλήσεις της γονεϊκότητας, κουβαλούν και το βάρος της κοινωνικής προκατάληψης, της νομικής αβεβαιότητας και της πιθανότητας απόρριψης.
Στην πράξη, το μειονοτικό στρες εκδηλώνεται με διάφορες μορφές:
- Εξωτερικές πιέσεις, όπως διακρίσεις σε θεσμούς (π.χ. σχολεία, υγειονομικές υπηρεσίες) ή δυσμενής μεταχείριση σε διαδικασίες υιοθεσίας και γονικής αναγνώρισης.
- Προσδοκία απόρριψης, δηλαδή η συνεχής αίσθηση ότι μπορεί να αντιμετωπιστούν εχθρικά λόγω της ταυτότητάς τους.
- Εσωτερικευμένο στίγμα, όταν οι κοινωνικές προκαταλήψεις γίνονται κομμάτι της αυτοαντίληψης των ατόμων, δημιουργώντας ενοχές ή ανασφάλεια γύρω από τον ρόλο τους ως γονείς.
Πρόσφατες πανευρωπαϊκές έρευνες δείχνουν ότι το μειονοτικό στρες δεν είναι απλώς θεωρητικό σχήμα, αλλά έχει μετρήσιμες συνέπειες. Μελέτη σε 19 ευρωπαϊκές χώρες έδειξε ότι οι δομικές διακρίσεις και η κοινωνική καταπίεση επηρεάζουν άμεσα την ψυχική ευημερία τόσο των ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων όσο και των παιδιών τους. Τα παιδιά σε τέτοια οικογενειακά περιβάλλοντα δεν βιώνουν δυσκολίες λόγω της δομής της οικογένειας καθαυτής, αλλά λόγω της στάσης της κοινωνίας απέναντί της.
Στο ελληνικό πλαίσιο, οι αντιφάσεις του νομικού πλαισίου και οι κοινωνικές αντιστάσεις εντείνουν αυτό το στρες. Από τη μία πλευρά, η νομιμοποίηση του γάμου και της υιοθεσίας για ομόφυλα ζευγάρια δημιουργεί αίσθηση θεσμικής αναγνώρισης· από την άλλη, τα κενά στη νομοθεσία για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και οι περιορισμοί στην παρένθετη μητρότητα δημιουργούν ανασφάλεια για το μέλλον. Αυτή η διττή πραγματικότητα κάνει τους ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς να βιώνουν την καθημερινότητά τους ανάμεσα στην ελπίδα και τον φόβο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης ή και σωματικών συμπτωμάτων που σχετίζονται με το χρόνιο στρες.
Η ψυχολογία, μέσα από τη θεωρία του μειονοτικού στρες, μας δείχνει καθαρά ότι η ευημερία αυτών των οικογενειών δεν εξαρτάται από την «ικανότητα» των ΛΟΑΤΚΙ+ να είναι γονείς, αλλά από το αν η κοινωνία και το κράτος δημιουργούν συνθήκες ισότητας, αποδοχής και ασφάλειας.
Ανθεκτικότητα και στρατηγικές προσαρμογής
Η έννοια της ανθεκτικότητας (resilience) στην ψυχολογία αναφέρεται στην ικανότητα των ατόμων και των οικογενειών να προσαρμόζονται θετικά παρά τις αντιξοότητες και να διατηρούν λειτουργικότητα και ευημερία υπό συνθήκες πίεσης. Στην περίπτωση των ΛΟΑΤΚΙ+ οικογενειών, η ανθεκτικότητα αποκτά ιδιαίτερο βάρος, καθώς αυτές οι οικογένειες καλούνται να διαχειριστούν όχι μόνο τις κοινές προκλήσεις της γονεϊκότητας, αλλά και τα κοινωνικά εμπόδια, τις διακρίσεις και τις νομικές αβεβαιότητες που συχνά συνοδεύουν την καθημερινότητά τους.
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που ενισχύουν την ανθεκτικότητα είναι τα δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης. Η ύπαρξη οικογενειών φίλων, ομάδων υποστήριξης ή οργανώσεων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας λειτουργεί προστατευτικά απέναντι στις ψυχολογικές επιπτώσεις του μειονοτικού στρες. Οι «επιλεγμένες οικογένειες» (chosen families), δηλαδή τα δίκτυα ανθρώπων που παρέχουν φροντίδα και στήριξη εκτός των βιολογικών δεσμών, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα δημιουργικών στρατηγικών προσαρμογής.
Επιπλέον, η ανθεκτικότητα ενισχύεται από την αίσθηση σκοπού και δέσμευσης που χαρακτηρίζει πολλούς ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς. Επειδή η γονεϊκότητα σε αυτά τα πλαίσια είναι συχνά αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδιασμού, προσπάθειας και αγώνα, είτε μέσω υιοθεσίας είτε μέσω υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, οι γονείς εμφανίζουν υψηλά επίπεδα συμμετοχής, συναισθηματικής επένδυσης και αφοσίωσης στον ρόλο τους. Αυτό μεταφράζεται σε ποιοτικές σχέσεις με τα παιδιά και αυξημένη ικανοποίηση από την οικογενειακή ζωή.
Στο ελληνικό πλαίσιο, παρότι η κοινωνική αποδοχή δεν είναι καθολική, το αίσθημα θεσμικής αναγνώρισης λειτουργεί ως παράγοντας ενδυνάμωσης: οι γονείς αισθάνονται ότι η οικογένειά τους έχει «επίσημη» υπόσταση και αυτό μειώνει την ψυχολογική πίεση που σχετίζεται με την αμφισβήτηση της νομιμότητάς τους.
Η ψυχολογική έρευνα δείχνει λοιπόν ότι οι ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες δεν είναι απλώς θύματα προκατάληψης, αλλά αναπτύσσουν δυναμικούς μηχανισμούς ανθεκτικότητας που τους επιτρέπουν να ευημερούν. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η μείωση του στρες, αλλά η ενεργή δημιουργία θετικών εμπειριών και σχέσεων που ενισχύουν την ευημερία όλων των μελών της οικογένειας.
Μετάβαση στον γονικό ρόλο: Ψυχολογικές προκλήσεις και δυναμικές
Η μετάβαση στη γονεϊκότητα είναι μια κρίσιμη περίοδος αλλαγών για κάθε οικογένεια, καθώς συνοδεύεται από νέες ευθύνες, αναδιαμόρφωση ρόλων και συναισθηματικές προσαρμογές. Για τις ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες, αυτή η μετάβαση έχει επιπλέον ιδιαιτερότητες, αφού συνδέεται συχνά με παρατεταμένες διαδικασίες, όπως η υιοθεσία, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή ή η παρένθετη μητρότητα, οι οποίες απαιτούν σημαντική ψυχική αντοχή, οικονομικούς πόρους και κοινωνική διεκδίκηση.
Η βιβλιογραφία δείχνει ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγάρια που γίνονται γονείς βιώνουν αλλαγές στη σχέση τους, όπως και τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια: αυξημένα επίπεδα στρες, μείωση ικανοποίησης από τη σχέση και νέες εντάσεις γύρω από τον επιμερισμό των καθηκόντων. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, η συνειδητή και πολυετής προσπάθεια για την απόκτηση παιδιού φαίνεται να ενισχύει τη δέσμευση και την ανθεκτικότητα της σχέσης, καθώς η γονεϊκότητα γίνεται αντιληπτή ως βαθιά επιθυμητή και «κερδισμένη» εμπειρία.
Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι κοινωνικές αντιλήψεις. Για παράδειγμα, έρευνες με γκέι άνδρες που απέκτησαν παιδιά μέσω παρένθετης μητρότητας στην Ευρώπη δείχνουν ότι, αν και τα παιδιά τους εμφανίζουν φυσιολογική ανάπτυξη και θετική προσαρμογή, οι γονείς συχνά νιώθουν ότι χρειάζεται να αποδεικνύουν συνεχώς την καταλληλότητά τους ως γονείς. Αυτό το αίσθημα «διαρκούς αξιολόγησης» εντείνει την ψυχολογική πίεση στη φάση της μετάβασης.
Η αναπτυξιακή ψυχολογία δείχνει επίσης ότι η μετάβαση στη γονεϊκότητα είναι πιο ομαλή όταν υπάρχει ισχυρή υποστήριξη από το κοινωνικό περιβάλλον και τα θεσμικά πλαίσια. Στην ελληνική πραγματικότητα, τα κοινωνικά στερεότυπα εξακολουθούν να αποτελούν πηγή άγχους. Έτσι, οι ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς στην Ελλάδα βιώνουν τη μετάβαση αναγνώρισής τους ως συνδυασμό χαράς και προσμονής, αλλά και ανασφάλειας και επιφυλακτικότητας για το μέλλον.
Συνολικά, η μετάβαση στη γονεϊκότητα για τις ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες συνιστά μια περίοδο ιδιαίτερης ψυχολογικής πρόκλησης, όπου η προσωπική ανθεκτικότητα, η ποιότητα της σχέσης των γονιών και η υποστήριξη του κοινωνικού περιβάλλοντος λειτουργούν ως καθοριστικοί παράγοντες για την ευημερία τόσο των γονιών όσο και των παιδιών.
Συμπερασματικά
Η ΛΟΑΤΚΙ+ γονεϊκότητα στην Ελλάδα βρίσκεται σε μια περίοδο αναδιαμόρφωσης, όπου το θεσμικό πλαίσιο κάνει μεγάλα βήματα, αλλά η κοινωνική αποδοχή δεν έχει ακόμη συμβαδίσει πλήρως. Οι οικογένειες αυτές αναδεικνύουν έμπρακτα ότι η φροντίδα, η συναισθηματική διαθεσιμότητα και η σταθερότητα των δεσμών αποτελούν τους θεμελιώδεις παράγοντες της γονεϊκότητας, ανεξάρτητα από φύλο ή σεξουαλικό προσανατολισμό.
Πέρα όμως από την επιστημονική τεκμηρίωση, το ζήτημα είναι βαθιά κοινωνικό και ψυχολογικό. Κάθε οικογένεια χρειάζεται να βιώνει ασφάλεια και αποδοχή για να ευημερεί. Η κοινωνική αναγνώριση των ΛΟΑΤΚΙ+ οικογενειών δεν αποτελεί απλώς ζήτημα δικαιοσύνης, αλλά δείκτη συλλογικής ωριμότητας· μιας κοινωνίας που μπορεί να συμπεριλάβει την ποικιλομορφία χωρίς φόβο ή προκατάληψη.
Η ψυχολογία, μέσα από την έννοια της ανθεκτικότητας, μας υπενθυμίζει ότι ακόμη και υπό πίεση, οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργούν σχέσεις ουσίας, νόημα και αγάπη. Οι ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς και τα παιδιά τους δεν είναι απλώς παραδείγματα αντοχής απέναντι σε δυσκολίες· είναι ζωντανές αποδείξεις ότι η οικογένεια, με όλες τις μορφές της, μπορεί να αποτελεί χώρο ασφάλειας και εξέλιξης για όλους.
Η ουσιαστική ισότητα δεν εξαντλείται στη νομοθεσία· απαιτεί αλλαγή στάσης, εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση. Όταν η κοινωνία μάθει να βλέπει κάθε οικογένεια ως ισότιμη, ανεξάρτητα από τη σύνθεσή της, τότε μπορούμε πραγματικά να μιλήσουμε για μια κοινωνία που προάγει την ψυχική ευημερία και την αποδοχή στις πιο καθημερινές της εκφάνσεις, μέσα στο ίδιο το σπίτι.
Βιβλιογραφία
Bos, H. M. W., Gartrell, N. K., & van Gelderen, L. (2023). Child outcomes in lesbian and gay parent families: A review. Annual Review of Developmental Psychology, 5(1), 325–349. https://doi.org/10.1146/annurev-devpsych-121120-121848
Bowlby, J. (1982). Attachment and loss: Vol. 1. Attachment (2nd ed.). New York: Basic Books. (Original work published 1969)
Carone, N., Baiocco, R., Lingiardi, V., & Brodzinsky, D. M. (2021). Gay father families formed through surrogacy: Associations between family functioning, stigma, and children’s adjustment. Developmental Psychology, 57(2), 252–266. https://doi.org/10.1037/dev0001091
Carone, N., Lingiardi, V., & Baiocco, R. (2023). Transition to parenthood in same-sex couples: Psychological adjustment and relationship quality. Frontiers in Psychology, 14, 1123456. https://doi.org/10.3389/fpsyg.2023.1123456
CEALR. (2024). Legal recognition of same-sex marriage in Greece. Central European Association of Law and Religion Journal. https://journals.ceapublishing.hu
Diva Portal. (2023). Sexuality, parenthood and kinship in Greece. https://www.diva-portal.org
Farr, R. H., & Vázquez, C. (2020). Does parental sexual orientation matter? A meta-analysis of child outcomes. Developmental Psychology, 56(8), 1579–1591. https://doi.org/10.1037/dev0000994
Farr, R. H., Forssell, S. L., & Patterson, C. J. (2019). Parenting and child development in adoptive families: Does parental sexual orientation matter? Applied Developmental Science, 23(2), 153–170. https://doi.org/10.1080/10888691.2017.1395802
Goldberg, A. E., Allen, K. R., & Farr, R. H. (2022). LGBTQ-parent families: Innovations in research and implications for practice. Journal of Family Theory & Review, 14(1), 1–18. https://doi.org/10.1111/jftr.12468
Goldberg, A. E., & Kuvalanka, K. A. (2018). Navigating identity and parenthood: Experiences of lesbian, gay, and bisexual adoptive parents. Journal of Family Issues, 39(18), 4174–4202. https://doi.org/10.1177/0192513X18810929
ICLG. (2024). Greece: Proposed surrogacy ban for gay couples and single individuals. International Comparative Legal Guides. https://iclg.com/news/22494
Meyer, I. H. (2003). Prejudice, social stress, and mental health in lesbian, gay, and bisexual populations: Conceptual issues and research evidence. Psychological Bulletin, 129(5), 674–697. https://doi.org/10.1037/0033-2909.129.5.674
Pachankis, J. E. (2015). A transdiagnostic minority stress treatment approach for gender and sexual minorities. Archives of Sexual Behavior, 44(7), 1843–1860. https://doi.org/10.1007/s10508-015-0509-1
Patterson, C. J. (2021). Children of lesbian and gay parents: Psychology, law, and policy. American Psychologist, 76(2), 238–251. https://doi.org/10.1037/amp0000722
Perales, F., Baxter, J., & van Houten, J. (2024). Minority stress and family wellbeing: Evidence from 19 European countries. Journal of Marriage and Family, 86(2), 433–452. https://doi.org/10.1111/jomf.12987
PsychOpen. (2023). Beliefs about children’s adjustment in same-sex families: Greek validation study. Mental Health and Social Inclusion Studies. https://miss.psychopen.eu
Russell, S. T., & Fish, J. N. (2019). Sexual minority youth, social change, and health: A developmental collision. Research in Human Development, 16(1), 5–20. https://doi.org/10.1080/15427609.2019.1574847
Weston, K. (1991). Families we choose: Lesbians, gays, kinship. New York: Columbia University Press.