Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι οι πρώιμες γνωστικές αξιολογήσεις μπορούν να προβλέψουν τη νοημοσύνη των ενηλίκων, υπογραμμίζοντας τον σημαντικό ρόλο τόσο των γενετικών όσο και των περιβαλλοντικών παραγόντων στη γνωστική ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής.
Οι νέοι γονείς ανυπομονούν να δουν τα πρώτα σημάδια της νοημοσύνης του βρέφους τους —την πρώτη του λέξη, τα φιλιά που στέλνουν ή όταν βλέπουν ένα οικείο πρόσωπο και το αναγνωρίζουν. Τις περισσότερες φορές είναι απλώς μια προσπάθεια να αποδειχθεί ότι το μωρό τους είναι τόσο ξεχωριστό όσο γνωρίζουν οι γονείς του —αλλά, μπορεί να προβλεφθεί το IQ ενός ενήλικου ατόμου από τη βρεφική ηλικία;
Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο έδειξε ότι είναι δυνατό να προβλεφθεί πόσο καλά θα αποδώσει ένα άτομο σε ένα γνωστικό τεστ στην ηλικία των 30 ετών, ήδη από την ηλικία των 7 μηνών. Λοιπόν, πώς ακριβώς μπορεί ο εγκέφαλος ενός μωρού να αποκαλύψει τις μελλοντικές του δυνατότητες;
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Κολοράντο στο Μπόλντερ συμπεριέλαβαν 1,098 δίδυμα. Οι ερευνητές εξέτασαν τη γενική γνωστική ικανότητα των συμμετεχόντων στους 7 και 9 μήνες, και στη συνέχεια εξέτασαν τη σταθερότητα της γενικής γνωστικής ικανότητας των συμμετεχόντων στις ηλικίες του 1 έτους, των 2 ετών, των 3 ετών, των 7 ετών, των 16 ετών και των 29 ετών.
Αναλύοντας τα δεδομένα όλων των ετών, ο στόχος των ερευνητών ήταν να κατανοήσουν καλύτερα πώς αλληλεπιδρούν τα γονίδια και το περιβάλλον για να διαμορφώσουν την ανάπτυξη του παιδιού.
Μελετώντας τα δίδυμα, οι ερευνητές μπόρεσαν να προσδιορίσουν τους διακριτούς ρόλους που παίζουν τα γονίδια και το κοινό περιβάλλον.
Δεδομένου ότι τα μονοζυγωτικά δίδυμα μοιράζονται το 100% των γονιδίων τους, ενώ τα ετεροζυγωτικά δίδυμα μοιράζονται μόνο περίπου το 50% (όπως τα κανονικά αδέρφια), η σύγκριση των ομοιοτήτων του IQ τους, επέτρεψε τους ερευνητές να συμπεράνουν πόση γνωστική ικανότητα οφείλεται στη γενετικήέναντι των κοινών περιβαλλοντικών παραγόντων.
Τί έδειξε η μελέτη για τη νοημοσύνη στα βρέφη;
Η μελέτη διαπίστωσε ότι από νωρίς (πριν από την ηλικία των 3 ετών), το περιβάλλον μπορεί να έχει μετρήσιμο και συνεχή αντίκτυπο στη γνωστική ικανότητα ενός ατόμου αργότερα στη ζωή, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 10% των ατομικών διαφορών στο IQ, σημειώνει ο Δρ. Gustavson.
Advertising
Για να μετρήσουν τη γνωστική λειτουργία των βρεφών, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν επτά δοκιμασίες, συμπεριλαμβανομένης της δοκιμασίας της «προτίμησης ενός νέου αντικειμένου» η οποία αξιολόγησε πόσο χρόνο περνούν τα βρέφη κοιτάζοντας ένα νέο παιχνίδι έναντι ενός οικείου παιχνιδιού και των Κλιμάκων Bayley για την Ανάπτυξη των Βρεφών και των Νηπίων, μεταξύ άλλων δοκιμασιών.
Ενώ αυτές οι συγκεκριμένες δοκιμασίες για τα βρέφη (από τους 7 έως τους 9 μήνες) προέβλεπαν μόνο ένα μικρό ποσοστό του IQ ενός ενήλικου ατόμου, η μελέτη διαπίστωσε ότι μέχρι την ηλικία των 3 ετών, οι ετήσιες παρακολουθήσεις μπορούσαν να προβλέψουν το 20% αυτού που ο Δρ. Gustavson ονομάζει «διαφορές μεταξύ των ατόμων» στο IQ. Αυτή η πρόβλεψη αυξήθηκε ραγδαία μεταξύ των 7 και των 16 ετών, μια περίοδος κατά την οποία, όπως λέει, η γενετική «αρχίζει πραγματικά να επικρατεί».
Πράγματι, η προτίμηση για ένα νέο αντικείμενο (έναντι ενός αντικειμένου το οποίο γνώριζε το παιδί) και η στοχοπροσήλωση παρουσίαζαν κάποια προγνωστική αξία της γενικής γνωστικής ικανότητας αργότερα στη ζωή, αλλά οι γενετικές επιρροές γίνονταν ολοένα και πιο κυρίαρχες με την ηλικία.
Η προτίμηση για ένα νέο αντικείμενο (object novelty) αναφέρεται στην αναγνώριση αντικειμένων τα οποία ένα άτομο δεν έχει συναντήσει στο παρελθόν, με βάση την προτίμησή του για την εξερεύνηση των νέων αντικειμένων έναντι των οικείων.
Η στοχοπροσήλωση (task orientation), στην απλούστερη μορφή της, σημαίνει την εστίαση στην αποτελεσματική ολοκλήρωση συγκεκριμένων εργασιών και στην επίτευξη στόχων.
Πάνω από το 50% της διακύμανσης της γνωστικής ικανότητας στο 29ο έτος εξηγήθηκε από κοινές περιβαλλοντικές επιρροές (του σπιτιού/της γειτονιάς) παρούσες από το 1ο έως το 2ο έτος (10%) ή από γενετικές επιρροές παρούσες μέχρι το 7ο έτος (49%).
Advertising
Η μελέτη τονίζει ότι το περιβάλλον στα πρώτα χρόνια της ζωής έχει σημασία, αλλά δεν καθορίζει το ότι οι γονείς μπορούν να καλλιεργήσουν καλύτερα τη γνωστική ανάπτυξη του παιδιού τους.
Gustavson, D. E., Borriello, G. A., Karhadkar, M. A., Rhee, S. H., Corley, R.P., & Rhea, S. (2025). Stability of general cognitive ability from infancy to adulthood: A combined twin and genomic investigation. Proc. Natl. Acad. Sci. U.S.A. 122(21), e2426531122. https://doi.org/10.1073/pnas.2426531122 (2025).
Σπούδασα Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (2008) και ολοκλήρωσα μεταπτυχιακό πρόγραμμα ειδίκευσης στην Ανάπτυξη του Παιδιού στο Τμήμα Ψυχολογίας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (2012). Το 2014, ξεκίνησα διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου. Τον Δεκέμβριο του 2018, υπερασπίστηκα επιτυχώς τη διατριβή μου με τίτλο (στην ελληνική γλώσσα): Η διερεύνηση της οργάνωσης του λεξιλογίου σε παιδιά που μιλούν Ελληνικά με δυσκολίες στη γλώσσα και τον αλφαβητισμό. Η διδακτορική διατριβή μπορεί να βρεθεί εδώ: https://discovery-pp.ucl.ac.uk/id/eprint/10077333/