
Η ημερομηνία της γέννησης του Ιησού Χριστού αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου η θρησκευτική παράδοση, η θεολογική ερμηνεία και η ιστορική έρευνα ακολουθούν διαφορετικές, αλλά συχνά παράλληλες, διαδρομές. Η 25η Δεκεμβρίου έχει καθιερωθεί σταδιακά από τον 4ο μ.Χ. αιώνα ως Χριστούγεννα, μια ημερομηνία – ορόσημο στον Δυτικό Χριστιανικό κόσμο, ωστόσο η ερώτηση για το κατά πόσο ανταποκρίνεται σε ιστορική πραγματικότητα ή αν πρόκειται για μεταγενέστερη συμβατική επιλογή παραμένει ανοιχτή και έντονα συζητήσιμη. Τα Ευαγγέλια, οι βασικές πηγές για τη ζωή του Ιησού, δεν παρέχουν σαφή ημερολογιακή ένδειξη για τη γέννησή του, ενώ τα έξω-χριστιανικά κείμενα της εποχής σιωπούν πλήρως ως προς την ακριβή ημερομηνία. Στο πλαίσιο αυτό, θεολόγοι και ιστορικοί όπως ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, υπογράμμισαν τα όρια της «αναζήτησης του ιστορικού Ιησού», τονίζοντας ότι πολλές λεπτομέρειες της ζωής του –συμπεριλαμβανομένης της γέννησης– μας είναι γνωστές κυρίως μέσα από θεολογικά επεξεργασμένες αφηγήσεις και όχι μέσα από ιστορικά δεδομένα. Παράλληλα, εναλλακτικές και αποκρυφιστικές προσεγγίσεις, όπως εκείνη του Ρόμπερτ Άμπελαιν, επιχείρησαν να επανεξετάσουν το πρόσωπο του Ιησού και την απαρχή του Χριστιανισμού μέσα από μυστικά τάγματα, εσωτερικές παραδόσεις και «αποσιωπημένες αλήθειες», αμφισβητώντας ευθέως την καθιερωμένη εκκλησιαστική χρονολόγηση. Και έπειτα έρχεται και η άποψη των ιστορικών και αρχαιολόγων, όπου η κυρίαρχη ακαδημαϊκή κοινότητα δέχεται τον Ιησού ως ιστορική προσωπικότητα (σταυρωμένη από τον Πιλάτο με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή ως σύγχρονό του) αλλά διαφοροποιούν τον Ιησού «της ιστορίας», από τον Ιησού «της πίστης»…
Οι Ευαγγελικές πηγές και η σιωπή…της ημερομηνίας
Τα τέσσερα Ευαγγέλια είναι οι βασικές αφηγηματικές πηγές για την ζωή του Χριστού, με κοινό σημείο πως δεν έχουν απολύτως καμία αναφορά για το πότε γεννήθηκε, αλλά τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά περιλαμβάνουν αφηγήσεις της Γέννησης, ενώ ο Μάρκος ξεκινά τη διήγησή του από τη δημόσια δράση του Ιησού και ο Ιωάννης από μια καθαρά θεολογική, προαιώνια σύλληψη του Λόγου. Ο Ματθαίος τοποθετεί την γέννηση κατά την εποχή του Ηρώδη, αναφέροντας πως ο Ιησούς γεννήθηκε έναν χρόνο πριν ο βασιλιάς πεθάνει, δηλαδή το 5 π.Χ. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς συνδέει το γεγονός της γέννησης του Ιησού με την απογραφή του Κυρήνιου (διοικητή της Συρίας) κατά διάταγμα του αυτοκράτορα Αυγούστου, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει ημέρα ή μήνα. Έτσι λοιπόν η ιστορική «απόκλιση» ανάμεσα στους δυο Ευαγγελιστές, είναι περίπου στα 11 έτη, αν πάρουμε ως τεκμήρια τις αναφορές των Ρωμαίων εκείνη την εποχή που κυριολεκτικά κατέγραφαν τα πάντα. Η απουσία συγκεκριμένης ημερομηνίας δεν αποτελεί παράλειψη, αλλά αντανακλά την προτεραιότητα της θεολογικής σημασίας έναντι της χρονογραφικής ακρίβειας. Για τους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς, το «πότε» της γέννησης είχε μικρότερη βαρύτητα από το «ποιος» και το «τι σημαίνει» το γεγονός. Αυτή η σιωπή των πηγών θα επιτρέψει αργότερα στην Εκκλησία να προσδώσει στη Γέννηση μια συμβολική ημερομηνία, χωρίς να δεσμεύεται από ιστορική παράδοση. Το αρχαιότερο κατά πολλούς Ευαγγέλιο του Μάρκου παραλείπει πλήρως κάθε αναφορά στη γέννηση και ξεκινά από τη βάπτιση του Ιησού, ενώ ο Ιωάννης καταγράφει τις ημέρες του ως ενήλικα και πλέον. Εφόσον λοιπόν λάβουμε υπόψην τις Ευαγγελικές πηγές, η ιστορική ακρίβεια της γέννησης του Ιησού δεν μπορεί να προκύψει από αυτές, όμως μας δίνουν αρκετά στοιχεία για την τοποθέτηση της -εφόσον ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο: η βασιλεία του Ηρώδη του Μεγάλου (37 π.Χ.) και η απογραφή του Κυρήνιου (6 μ.Χ.). Θεολόγοι και ιστορικοί επισημαίνουν ότι οι αφηγήσεις της Γέννησης δεν γράφτηκαν με σκοπό τη χρονογραφία, αλλά για να εντάξουν τον Ιησού μέσα στην ιστορία του Ισραήλ και της Ρώμης. Από αρχαιολογική σκοπιά, τα διαθέσιμα ευρήματα της περιόδου επιβεβαιώνουν το γενικό ιστορικό πλαίσιο της Ιουδαίας του 1ου αιώνα π.Χ., αλλά δεν προσφέρουν άμεσες αποδείξεις για τη γέννηση του Ιησού ή την ημερομηνία της. Η αρχαιολογία μπορεί να επιβεβαιώσει το περιβάλλον, όχι το γεγονός. Οι Ευαγγελικές πηγές λοιπόν, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν τεκμήριο για την 25η Δεκέμβρη ως ημέρα γέννησης του Ιησού σε καμία περίπτωση…

Η 25η Δεκεμβρίου και το ρωμαϊκό Sol Invictus
Στο Pasqua Computus (μια σημαντική υπολογιστική εξίσωση που συνδυάζει αστρονομικά και ημερολογιακά δεδομένα για την ημερομηνία του Πάσχα) που δημοσιεύτηκε το 243μ.Χ. , αναφέρεται πως «παίρνουμε σαν δεδομένο ότι η πρώτη μέρα της Δημιουργίας κατά την Γένεση είναι οπωσδήποτε η 25η Μαρτίου» δηλαδή η ημέρα της εαρινής ισημερίας. Συνεχίζοντας αναφέρει πως «αφού υπολογίστηκε αυτό και δεδομένου πως ο Θεός δημιούργησε τον ήλιο την τέταρτη ημέρα της Δημιουργίας, προσθέτουμε άλλες τρεις ημέρες και φτάνουμε στην 28η Μαρτίου. Έχοντας υπόψην μας πως ο Χριστός ονομάζεται Ήλιος της Δικαιοσύνης, τότε σίγουρα γεννήθηκε την ίδια ημέρα με τον Κοσμικό Ήλιο, δηλαδή στις 28 Μαρτίου». Μέχρι την καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου οι πρώτοι Χριστιανοί κυριολεκτικά γιόρταζαν την γέννηση του Χριστού σε πολλαπλές ημερομηνίες, όλες διαφορετικές μεταξύ τους. Ο Ιππόλυτος ο Ρωμαίος (170-235 μ.Χ.) στην προσπάθεια του να εντοπίσει την ημερομηνία- ορόσημο, βασίστηκε σε ένα σεληνιακό ημερολόγιο και αρχικά υπέθεσε τις ημερομηνίες 2 Απριλίου ή 2 Ιανουαρίου, που αργότερα ο ίδιος απέρριψε. Στην συνέχεια λοιπόν, έφτασε στο συμπέρασμα πως ο Ιησούς γεννήθηκε το έτος 5.500 από την δημιουργία του κόσμου και θανατώθηκε το 29 μ.Χ. στις 25 Μαρτίου. Έχοντας ζήσει 33 χρόνια οι υπολογισμοί τον οδήγησαν πως έχει γεννηθεί στις 25 Δεκεμβρίου. Πριν τον 4ο αιώνα η γέννηση του Ιησού για τους πρώτους Χριστιανούς είχε ημερομηνίες όπως η 6η Ιανουαρίου, 28 Μαρτίου, 19 Απριλίου, 20 Μάη κ.α. που προκύπταν από διάφορους υπολογισμούς και έχουν καταγραφεί από θεολόγους όπως τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας. Τι άλλαξε όμως μετά τον 4ο αιώνα; Ξεκινάμε από την Ρώμη του 3ου αιώνα μ.Χ. , όπου η 25η Δεκεμβρίου συνδεόταν με τη γιορτή του Dies Natalis Solis Invicti ή Sol Invictus, μια αυτοκρατορικά προωθούμενη λατρεία του Αυρηλιανού που τόνιζε την αναγέννηση του φωτός μετά το σκοτάδι με τεράστια απήχηση και ρίζες από την αρχαία Περσία, με κεντρικό πρόσωπο τον Μίθρα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πολλοί ιστορικοί των θρησκειών θεωρούν ότι η Εκκλησία επέλεξε συνειδητά την ίδια ημερομηνία -όχι ως ιστορική ανάμνηση- αλλά ως θεολογική αντιπαράθεση με νέο νόημα: ο Χριστός παρουσιάζεται ως το «αληθινό φως», υπερέχοντας των ηλιακών παγανιστικών θεοτήτων. Η επιλογή αυτή διευκόλυνε παράλληλα τη μετάβαση από τις παγανιστικές στις χριστιανικές εορτές. Έτσι λοιπόν, στην Ρώμη εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 4ο αιώνα μαρτυρία για τον εορτασμό της Γέννησης του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, ενισχύοντας την άποψη ότι η ημερομηνία είναι προϊόν εκκλησιαστικής και πολιτισμικής διαμόρφωσης και όχι διατήρηση αρχαίας ιστορικής μνήμης, χωρίς να συγχέεται με ιστορικές αποδείξεις.
Τα όρια της ιστορικής γνώσης του Σβάιτσερ και ο…αποκρυφισμός
Ο Albert Schweitzer (1875-1965) ήταν Γαλλογερμανός προτεστάντης θεολόγoς, φιλόσοφος, μουσικολόγος, ιατρός και ιεραπόστολος, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 1952 για τη φιλοσοφία του «σεβασμού για τη ζωή» και το ακούραστο ανθρωπιστικό του έργο. Όντας μια από τις πλέον καθοριστικές μορφές της ιστορικής έρευνας για τον Ιησού, δεν επιχείρησε να αποδώσει συγκεκριμένες ημερομηνίες στη ζωή του, αλλά να αναδείξει τα όρια της ίδιας της ιστορικής μεθόδου. «…όσοι υπερασπίζονται την ιστορικότητα του Ιησού θα πρέπει να επανεξετάσουν την όλη τοποθέτηση τους επάνω στο θέμα, διότι διατρέχουν τον κίνδυνο να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τα ιστορικά στοιχεία μιας προσωπικότητας η οποία πιθανότατα προκύπτει εντελώς διαφορετική απ’ ότι την φαντάστηκαν όταν ενέλαβαν την υποστήριξη της…» αναφέρει στον έργο του «Έρευνες για την ιστορικότητα του Ιησού» (1906), υποστηρίζοντας ότι οι Ευαγγελικές αφηγήσεις αντανακλούν πρωτίστως τις θεολογικές προσδοκίες και τις εσχατολογικές αντιλήψεις των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Κατά τον Σβάιτσερ, η ιστορική έρευνα μπορεί να σκιαγραφήσει το γενικό πλαίσιο δράσης του Ιησού, όχι όμως να ανασυστήσει με ακρίβεια βιογραφικές λεπτομέρειες όπως η ημερομηνία γέννησης, ενώ η εμμονή σε τέτοιου είδους χρονολογήσεις κινδυνεύει να προβάλει μεταγενέστερες ανάγκες πάνω σε πηγές που δεν γράφτηκαν με ιστορική πρόθεση. Έτσι, ο Schweitzer δεν απορρίπτει τη σημασία της εορτής, αλλά την αποσυνδέει ρητά από την ιστορική βεβαιότητα και νομιμοποιεί επιστημονικά το ότι η ημερομηνία είναι θεολογικό προϊόν και όχι ιστορικό δεδομένο. Στον αντίποδα βιβλία που γράφτηκαν από επιστήμονες περισσότερο ως «εσωτεριστικά» με αποκρυφιστικό πλαίσιο, επιμένουν να προσεγγίζουν το ζήτημα της γέννησης και της ιστορικότητας του Ιησού με διαφορετικό τρόπο… Ο Robert Ambelain (1907-1997) δημιουργεί ένα έργο απομακρυσμένο από την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία «Το πραγματικό ιστορικό πρόσωπο Ιησούς ή το θανάσιμο μυστικό των Ναϊτών» και αμφισβητεί τη θεσμική αφήγηση της Εκκλησίας και υποστηρίζει τολμηρά ότι κρίσιμες πτυχές της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού διασώθηκαν μέσω μυστικών παραδόσεων, τις οποίες –κατά τον ίδιο– κληρονόμησαν οι Ναΐτες Ιππότες. Για τον Άμπελαιν η 25η Δεκέμβρη δεν είναι ιστορική επιλογή, αλλά σκόπιμη και συμβολική ημερομηνία που συνδέει τον Χριστιανισμό με προγενέστερα μυστήρια, αστρολογικούς κύκλους και εσωτερικές γνώσεις, προτείνοντας ότι η επίσημη χρονολόγηση λειτουργεί ως πέπλο που συγκαλύπτει την πραγματική φύση του Ιησού. Η ημερομηνία της Γέννησης επομένως χάνει κάθε σημασία ως ιστορικό δεδομένο και αποκτά αξία μόνο ως μέρος ενός ευρύτερου μυητικού συστήματος, με την προσέγγιση του να έρχεται σε βαθιά ρήξη με τη θέση θεολόγων – ιστορικών όπως ο Σβάιτσερ. Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο του Άμπελαιν έχει μεν ιστορικές ακρίβειες (οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε), αλλά είναι αρκετά «εξοργιστικό» και καταιγιστικό για κάποιον που ο Χριστιανισμός δεν χωράει αμφιβολίες και αμφισβητήσεις – κυρίως ως προς το πρόσωπο του Ιησού… Η εναλλακτική του ανάγνωση λειτουργεί περισσότερο ως αντανάκλαση σύγχρονων αναζητήσεων και δεν έγκειται στην τεκμηρίωση, αλλά στο ότι αναδεικνύει τη διαχρονική γοητεία της απόκρυφης γνώσης γύρω από το πρόσωπο του Ιησού.

Τι μπορεί να αποδείξει η αρχαιολογία;
Η Ιουδαία του 1ου μ.Χ. αιώνα, έχει αφήσει στους αρχαιολόγους σημαντικά στοιχεία για τις κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές συνθήκες της εποχής, αλλά βάζει όρια όσον αφορά την ιστορική ακρίβεια της γέννησης του Ιησού. Ευρήματα όπως κατοικίες, δημόσια μνημεία, βωμοί και νομίσματα επιβεβαιώνουν την παρουσία Ρωμαίων αξιωματούχων, τις απογραφές και τον ρόλο των τοπικών ηγεμόνων, γεγονός που επιτρέπει την ανασύνθεση του ιστορικού πλαισίου των Ευαγγελίων. Οι ανασκαφές σε περιοχές όπως η Βηθλεέμ, η Ναζαρέτ και η Ιερουσαλήμ επιτρέπουν μόνο την κατανόηση των συνθηκών ζωής και της κοινωνικής οργάνωσης, όχι συγκεκριμένων γεγονότων ή ημερολογιακών δεδομένων, ωστόσο δεν υπάρχει κανένα άμεσο αρχαιολογικό στοιχείο που να αναφέρει την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Ιησού ή κάτι αντίστοιχο. Οι αρχαιολόγοι και ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ιστορικό πρόσωπο, με στοιχεία να προκύπτουν από την αρχαιολογία μέσα από ευρήματα όπως η Σπηλιά των Ποιμένων στη Βηθλεέμ, αλλά και αρχαία κείμενα εκτός της Αγίας Γραφής όπως του Τάκιτου του Πλίνιου του Πρεσβύτερου και του Ιώσηπου, τα οποία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και τις διδασκαλίες του. Πρόσφατα ευρήματα όπως μια τοιχογραφία του 3ου αιώνα που ανακαλύφθηκε το 2025 στη Τουρκία και απεικονίζει τον Χριστό ως τον «Καλό Ποιμένα», δείχνουν την πρώιμη λατρεία και απεικόνισή του. Συμπερασματικά η αρχαιολογία δεν μας δίνει «αποδεικτικά στοιχεία» για τον Ιησού ως άτομο, αλλά επιβεβαιώνει ότι το περιβάλλον που περιγράφουν τα Ευαγγέλια είναι ιστορικά αληθοφανές.
Τα «απόκρυφα» Ευαγγέλια και η γέννηση του Ιησού
Όπως αναφέρουμε παραπάνω, τα πρώτα Ευαγγέλια όπως του Μάρκου και του Παύλου δεν εστιάζουν και δεν μας δίνουν πληροφορίες για την γέννηση του Ιησού – πόσο άλλωστε για την ημερομηνία αυτής. Η ιστορική ακρίβεια της γέννησης του Ιησού, θα μπορούσε να απαντηθεί μέσα από μερικά αμφιλεγόμενα Ευαγγέλια όπως τα λεγόμενα «απόκρυφα»; Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτά τα Ευαγγέλια ενισχύουν την μαγεία της προ-χριστιανικής πίστης, δίνοντας λεπτομέρειες εκεί όπου τα κανονικά Ευαγγέλια σιωπούν ή είναι λακωνικά. Το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (2ος αι. μ.Χ.) θεωρείται το σημαντικότερο απόκρυφο κείμενο για τη γέννηση του Ιησού, αλλά εστιάζει κυρίως στην μητέρα του Μαρία, παρουσιάζοντας την ως παρθένο πριν, κατά και μετά τον τοκετό, ενώ η μαία Σαλώμη αμφιβάλλει για την παρθενία της Μαρίας και τιμωρείται μέχρι να πιστέψει. Η γέννηση διαδραματίζεται σε σπήλαιο και όχι σε φάτνη και ο Ιάκωβος δίνει την λεπτομέρεια πως όταν ο Ιησούς γεννήθηκε, ο χρόνος πάγωσε υπερφυσικά. Στο ψευδο-Ευαγγέλιο (όπως το αποκαλούν) του Ματθαίου (6ος–7ος αι.), διατηρείται το μοτίβο του σπηλαίου και επικεντρώνεται στο στοιχείο της φύσης με δέντρα που υποκλίνονται και ζώα που πλησιάζουν και προσκυνούν, ενισχύοντας τη θεϊκή διάσταση της Γέννησης. Στο προερχόμενο από ανατολικές χριστιανικές παραδόσεις Αραβικό Ευαγγέλιο της Παιδικής Ηλικίας, ο Ιησούς παρουσιάζεται ως θαυματουργός ήδη από τη γέννηση του, καθώς αυτή επέφερε κοσμικές συνέπειες όπως ειδωλολατρικά αγάλματα να κομματιάζονται και τις δυνάμεις του κακού να υποχωρούν παγκοσμίως! Προφανώς και η ημερομηνία δεν αναφέρεται πουθενά σε αυτά, αντίθετα , ενισχύουν την άποψη ότι η Γέννηση νοείται ως θεολογικό μυστήριο έξω από τον συμβατικό χρόνο.

Η αναζήτηση της ιστορικής ακρίβειας γύρω από τη γέννηση του Ιησού αποκαλύπτει λιγότερο μια σαφή ημερομηνία και περισσότερο τα όρια της ανθρώπινης γνώσης απέναντι σε ένα γεγονός που βρέθηκε εξαρχής στο μεταίχμιο ιστορίας και πίστης. Τα κανονικά Ευαγγέλια αποφεύγουν τη χρονολόγηση, οι ιστορικές πηγές παραμένουν σιωπηλές, η αρχαιολογία επιβεβαιώνει το πλαίσιο αλλά όχι το γεγονός, ενώ τα απόκρυφα κείμενα μετατοπίζουν τη Γέννηση έξω από τον γραμμικό χρόνο, στον χώρο του μυστηρίου και του συμβολισμού. Η 25η Δεκεμβρίου προκύπτει ως αποτέλεσμα θεολογικών, λειτουργικών και πολιτισμικών επιλογών της Εκκλησίας, σε έναν κόσμο όπου ο Χριστιανισμός όφειλε να συνομιλήσει με παλαιότερα εορτολόγια και ηλιακούς κύκλους. Δεν επιλέχθηκε για να καταγράψει ένα γεγονός, αλλά για να δώσει νόημα σε ένα ισχυρό μήνυμα: το φως που γεννιέται μέσα στο σκοτάδι. Όπως υπενθυμίζει ο Albert Schweitzer, η ιστορική έρευνα οφείλει να γνωρίζει τα όριά της και όπως δείχνουν οι εσωτεριστικές αναγνώσεις του Robert Ambelain -εκεί όπου η βεβαιότητα απουσιάζει- γεννιούνται μύθοι, συμβολισμοί και εναλλακτικές αφηγήσεις. Τελικά, το ερώτημα «πότε γεννήθηκε ο Ιησούς» ίσως είναι λιγότερο σημαντικό από το «πώς και γιατί η Γέννησή του απέκτησε νόημα μέσα στον χρόνο».
Πηγές Άρθρου:
McGowan A. “How December 25 Became Christmas” (2025), ανακτήθηκε από www.biblicalarchaeology.org (τελευταία πρόσβαση 15/12/2025)
Ambelain Robert (1970) “Jésus ou le mortel secret des Templiers” μεταφρασμένο αναθεωρημένο και συμπληρωμένο στα Ελληνικά από τον Μάριο Βερέττα (2013) “Το πραγματικό ιστορικό πρόσωπο Ιησούς ή το θανάσιμο μυστικό των Ναιτών”, Ρόδος, εκδόσεις Βερέττα
Wolf R. “Archaeologists uncover rare fresco of Jesus in town Pope Leo XIV recently visited” (2025), ανακτήθηκε από www.foxnews.com (τελευταία πρόσβαση 15/12/2025)
Schweitzer A. (1906) “The Quest of the Historical Jesus”, London, A. and C. Black
Currier D. (2025) “Why Early Christians May Have Chosen December 25—It’s Not Pagan Influence” ανακτήθηκε από iapologia.com (τελευταία πρόσβαση 15/12/2025)