[punica-dropcap style=”square”]Β[/punica-dropcap] ασική πεποίθηση του Ρώσου συγγραφέα είναι ότι η μορφή, για να εκφράσει τον οικουμενικό χαρακτήρα της τέχνης, χρειάζεται έναν καινούργιο κανόνα που θα προτάσσει τη σαφήνεια, τη συντομία και την απλή έκφραση. Το περιεχόμενό της, αφετέρου, οφείλει να απορρέει από τα κοινά αισθήματα «που τείνουν να ενώσουν τους ανθρώπους» και, κατά συνέπεια, να είναι προσιτό σε όλους. Η τέχνη που φέρει μέσα της τον σκοπό της, μια τέχνη που υφίσταται μόνο προς τέρψη οδηγεί στον κοινωνικό κατακερματισμό και απορρίπτεται από τον Τολστόι ως άχρηστη. Η αναγόρευση της τέρψης σε μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος οδήγησε, κατά τα φαινόμενα, σε έναν ακραίο σχετικισμό, ενώ ο Τολστόι τονίζει ότι η αντίληψη για την τέχνη οπισθοδρόμησε στη χονδροειδή πλατωνική θεωρία.
Η αναγωγή του κάλλους ως κατηγορία τέρψης σε σκοπό της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτρέπει τους ανθρώπους να γνωρίσουν την αληθινή σημασία της τέχνης, καθώς η προσπάθεια ορισμού της τελευταίας εμπλέκεται σε άλλα πεδία όπως αυτά της ιστορίας, της μεταφυσικής και της ψυχολογίας που καθιστούν πιο δύσκολη τη διασάφηση του νοήματός της. Αντίθετα, η τέχνη οφείλει να γίνει κατανοητή ως ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ δημιουργού και θεατή: ο αποδέκτης γίνεται κοινωνός των αισθημάτων που του μεταβιβάζει ο καλλιτέχνης. Η μορφή αυτή επικοινωνίας δεν είναι μονόδρομη, αλλά δημιουργεί αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων με απώτερο σκοπό τη συνένωσή τους. Το καλλιτεχνικό δημιούργημα είναι, συνεπώς, χρήσιμο όταν ο αποδέκτης βιώσει το αίσθημα και την ψυχική κατάσταση που βιώνει εκείνος που το εκφράζει. Η τέχνη λαμβάνει μια μορφή διαλογικότητας, όπου οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να αλληλεπιδρούν γνωστικά με τους προγενέστερούς τους και να μεταβιβάζουν σε άλλους τις σκέψεις τους χωρίς να είναι παθητικοί αποδέκτες κι εκφραστές μιας μεταφυσικής Ιδέας ή θεϊκής προσταγής. Η αλληλεπίδραση αυτή συμβάλλει στην ηθική βελτίωσή τους, καθώς χωρίς τη λειτουργία της τέχνης οι άνθρωποι θα ήταν περισσότερο εχθρικοί μεταξύ τους. Ο Τολστόι υποστηρίζει ότι δεν έχει το δικαίωμα να καταδικάσει τη νέα τέχνη μόνο και μόνο επειδή είναι ακατάληπτη στον ίδιο. Το διακύβευμα έγκειται στην αποφυγή δημιουργίας μιας κλειστής τέχνης, η οποία δεν θεωρείται για τον Τολστόι ως κακή τέχνη, αλλά κατάλληλη μόνο για ένα μυημένο κοινό.
Αντιτιθέμενος στη νεωτερική αντίληψη της τέχνης για την τέχνη, ο Τολστόι διαχωρίζει πρωτογενώς την τέχνη στην πρακτικά χρήσιμη και από την άλλη πλευρά, στην ανεπιτυχή καλλιτεχνική απόπειρα που μπορεί και να αποβεί επιζήμια. Παρόλα αυτά, διατείνεται ότι ο πνευματικός κόσμος της εποχής του συγχέει λανθασμένα την τέχνη με το κάλλος. Τόνισε, επίσης, ότι η ηθική βρίσκεται στο επίκεντρο της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ο ίδιος γίνεται ταυτόχρονα καλλιτέχνης και κήρυκας, ενώ υποστηρίζει ότι «οι στόχοι ενός καλλιτέχνη είναι δυσανάλογοι με τους κοινωνικούς σκοπούς. Ο στόχος ενός καλλιτέχνη δεν έγκειται στο να λύσει ένα πρόβλημα αναντίρρητα, αλλά να προτρέψει τους ανθρώπους να αγαπήσουν τη ζωή σε όλες τις αμέτρητες και αδιάκοπες εκδηλώσεις της. Αν μου έλεγαν ότι θα μπορούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου θα θεμελίωνα αναντίρρητα οτιδήποτε έμοιαζε σε μένα ως η σωστή οπτική για όλα τα κοινωνικά προβλήματα, δεν θα αφιέρωνα περισσότερο από δύο ώρες γι’ αυτό το μυθιστόρημα: αλλά αν μου έλεγαν ότι αυτό που θα έγραφα θα διαβαζόταν σε είκοσι χρόνια απ’ αυτούς που είναι τώρα παιδιά και θα γελούσαν και θα έκλαιγαν και μέσω αυτού θα αγαπούσαν τη ζωή, θα αφιέρωνα όλη μου τη ζωή γι’ αυτό». Στην πραγματικότητα όμως, ο Τολστόι επιχειρεί να αποδώσει τη σωστή οπτική σε ηθικά (κανονιστικά) και ιστορικά (γεγονοτικά) ζητήματα στο Πόλεμος και Ειρήνη, παρά το γεγονός ότι αναδεικνύεται εκεί η χαρά της ζωής.
Η σύγχρονή του τέχνη αντιπροσωπεύει ταξικές διαφορές και ηθικές σκοπιμότητες: η μεταβίβαση των αισθημάτων δεν αντανακλά τη ζωή της πλειοψηφίας του λαού που αποτελείται από εργαζόμενους και φτωχούς ανθρώπους, οι οποίοι αδυνατούν να συλλάβουν τα ακαθόριστα νοήματα της τέχνης της ανώτερης τάξης. Πρόθεση των πλουσίων είναι να δημιουργήσουν μία τέχνη που θα είναι προσιτή σε μία ελίτ «εκλεκτών» και νιτσεϊκά «υπερανθρώπων», όπως αναφέρει ειρωνικά ο Τολστόι, – μία τέχνη που θα αποτελεί μοχλό προάσπισης των ταξικών τους συμφερόντων. Για τον ίδιο όμως, από τη στιγμή που η τέχνη συνιστά συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής κι επικοινωνίας πρέπει να είναι καθολικό το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτήν. Η οικουμενικότητα της τέχνης προϋποθέτει ότι τα αισθήματα ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος θα αποτιμώνται ανάλογα με τη θρησκευτική συνείδηση της εποχής: σε αντίθεση με την τέρψη που περιορίζεται από την ανθρώπινη φύση, η θρησκευτική αντίληψη δεν γνωρίζει όρια και καθιστά πιο πλούσιο το περιεχόμενο του έργου.