
Ο Νίτσε του Ντεριντά δεν είναι απλά σχήμα λόγου. Δεν θα βρούμε εδώ τον Νίτσε καθ’ αυτόν, αλλά όπως τον προσέλαβε κάποιου η σκέψη κι όπως τον εξέφρασε κάποιου το ύφος -το τελευταίο είναι λέξη-κλειδί . Το ύφος απασχολεί τους θεωρητικούς ήδη από την αρχαιότητα -υψηλό ή ευτελές, μεγαλοπρεπές ή πεζό και καθημερινό. Όμως η ιδέα των υφών, της συνύπαρξης και πάνω απ’ όλα σύμπραξης πολλών διαφορετικών στις ίδιες γραμμές του ίδιου κειμένου, δεν έχει αγγιχτεί όσο θα ‘πρεπε. Ομολογουμένως, ο Νίτσε αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτής της πρακτικής, τόσο ώστε ο πατέρας της αποδόμησης να μην αφήσει την ευκαιρία του ως άνω προβληματισμού να χαθεί.
Τα Έμβολα, περιστασιακό γέννημα ενός νιτσεϊκού συνεδρίου του 1972, είναι μία μόνο απ’ τις πολλές νησίδες του συμπλέγματος της ντεριντιανής ανάγνωσης του Νίτσε και, ως εκ τούτου, του αρχιπελάγους της γαλλικής πρόσληψης του Γερμανού φιλοσόφου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ξεχωρίζουν ούτε για ένα ευρύ βλέμμα ούτε μια λεπτομερή ανάλυση κάτινος συγκεκριμένου. Η ιδιαιτερότητά τους είναι μόνον εκείνη η ίδια που χαρακτηρίζει κάθε κείμενο του Ντεριντά, κάθε έκκεντρη προσέγγισή του μέσα στο πνεύμα της αποδόμησης. Ο φιλόσοφος που υποστήριζε, μεταξύ άλλων, πως στην ασήμαντη λεπτομέρεια κρύβεται η ουσία ενός κειμένου, άρχεται από κάποιες τυχαίες -φαινομενικά- αποστροφές τού νιτσεϊκού λόγου γύρω από τις γυναίκες, για να αναδείξει το θέμα των υφολογικών διακυμάνσεων του συγγραφέα τους γενικά. Στον Νίτσε του Ντεριντά συνυπάρχουν πολλά ύφη, που στέκονται όχι ειρηνικά, μα περισσότερο σαν έμβολα, σαν κυματοθραύστες ποικίλων σκληρών αντιστάσεων. Και ταυτόχρονα αυτά αποτελούν πέπλα, ίδια μ’ αυτά που η γυναίκα-αλήθεια αρέσκεται -κατά το δοκούν- να κρύβει ή να φανερώνει τον εαυτό της. Μέσα από μια καθαρά ιδιότυπη ανάλυση, αναδεικνύεται όχι μονάχα ο Νίτσε του Ντεριντά, αλλά και ο Ντεριντά του Νίτσε, ο Ντεριντά ως νιτσεϊκός, ως κατοικών εντός των ορίων της νιτσεϊκής σκέψης. Δεν μπορούμε εδώ να δώσουμε μια πλήρη και λεπτομερή εικόνα τούτου του δαιδαλώδους περιεχομένου του βιβλίου, ούτε του υποβάθρου και των παρελκόμενων του -ούτε θα θέλαμε να τα περιορίσουμε και να τα απλοποιήσουμε έτσι όλα αυτά. Αλλά θα αρκεστούμε σε μιαν απλή σκιαγράφηση.

Ο Ντεριντά, όπως οι περισσότεροι μεταπολεμικοί Γάλλοι, “νιτσεϊκοί” στοχαστές, διαμόρφωσε την ανάγνωσή του υπό την επιρροή της χαϊντεγκεριανής ερμηνείας του Νίτσε, όπως παρουσιάστηκε στο ευρύ κοινό με τη δίτομη έκδοση των σχετικών πανεπιστημιακών παραδόσεών του. Και, όπως είναι αναμενόμενο, κάποια στιγμή πέρασε (όπως και άλλοι) από τη πρόσληψη στην αντιπαράθεση. Η αντίστασή του στην ένταξη του Νίτσε στη μεταφυσική (βασική θέση του Χάιντεγκερ) και συνάμα η αποδοχή των σχετικών μ’ αυτή σχημάτων του Γερμανού (οντο-θεολογία, κλπ), καθορίζουν τη δική του ανάγνωση. Στον Νίτσε, η ζωή, όπως κι η αλήθεια, είναι γυναίκα (“femina vita”)-κατ’ αυτόν ένα πλάσμα αβυσσαλέας γοητείας, μηδενιστικής πανουργίας και μυστηρίου-, κι ανάλογα πρέπει να τις προσεγγίζει κανείς. Για τον Νίτσε του Ντεριντά, όλη η παραγνώριση ή άγνοια της αλήθειας, η αποτυχία της φιλοσοφίας, εν πολλοίς κι η άρνηση της ζωής, δεν ξεκινούν παρά από την αδυναμία κι ανικανότητα κατανόησης και προσέγγισης των γυναικών. Αλλά κι γυναίκες οι ίδιες δεν βοηθούν: εκ φύσεως “άπιστες” προς κάθε απόλυτη Αλήθεια, κρύβουν επίτηδες το βάθος της ουσίας και της έννοιάς τους σε μια φαινομενική επιφανειακότητα. Μέσα απ’ αυτά προβάλλουν τόσο ένας ιδιότυπος νιτσεϊκός “φεμινισμός” (αν και παράλληλα κατηγορεί ο Νίτσε τον κλασικό φεμινισμό ως “ανδρογενή”, ότι δεν κοιτά τις γυναίκες με γυναικείο βλέμμα), όσο και μια σκέψη περί το (γυναικείο) ύφος -ή μάλλον τα ύφη: για τον Ντεριντά, υπάρχουν στιγμές που ο συγγραφέας του Αντίχριστου γράφει “με γυναικείο χέρι”, παίζει στα δημιουργικά του δάχτυλα τα ύφη και τα εναλλάσσει με τον ίδιο τρόπο που η γυναίκα-αλήθεια ή η γυναίκα-ζωή χειρίζονται τα πέπλα, τις μάσκες και τις εφήμερες αλήθειες τους.

Τα Έμβολα δεν είναι καθόλου εύκολο βιβλίο, κι ελπίζουμε να δώσαμε μια εικόνα τους αρκετή σαν γεύση και σαν προειδοποίηση. Χρειάζεται ένα σοβαρό και ουσιαστικό νιτσεϊκό και ντεριντιανό, αλλά σίγουρα και χαϊντεγκεριανό, υπόβαθρο για να κατανοηθεί ολόκληρη η συλλογιστική του Γάλλου φιλοσόφου. Είναι, όμως, ένα κείμενο σαγηνευτικό για τις ιδέες του, απολαυστικό για τις αναφορές του, επαναστατικό για τη στάση του βλέμματός του και τον τρόπο των αναλύσεών του, που κάθε μελετητής ή κι απλός πλην ουσιαστικός αναγνώστης του Νίτσε αξίζει να έχει υπόψιν του.
*Το βιβλίο του Ζακ Ντεριντά Έμβολα. Τα ύφη του Νίτσε κυκλοφορείται στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εστία, σε μετάφραση Γιώργου Φαράκλα και με πρόλογο της Γκόλφως Μαγγίνη.