
Τι σημαίνει το να ζεις και το να υπάρχεις; Η μοίρα μας έχει γραφτεί; Και αν ναι, τότε πως θα ζήσουμε με την άρνηση;
Ξεκινώντας όπως πάντα από τους κλασσικούς θεμελιωτές των άξιων για την αναζήτηση απαντήσεων, αναπόφευκτα ο δρόμος πάλι θα μας βγάλει στην αρχαία Ελλάδα. Η μοίρα και το είναι, υπήρξαν από την απαρχή τους ερωτήματα που ο λαός αποφάσισε να ρομαντικοποιήσει, και να τους δώσει πνοή, χαρακτήρα και πρόσωπο ,όπως όλα τα ανεξήγητα φαινόμενα που κατέληγαν να παίρνουν μια λυρική μορφή. Έτσι αρχικά με την Κλωθώ, την Άτροπο και την Λάχεσις (τις τρεις μοίρες δηλαδή) ο καθημερινός κόσμος κατάφερε να κερδίσει μια εποχή ευημερίας, οπού η μοίρα γι’ αυτόν φάνταζε κάτι το θεϊκό και άφταστο. Με αυτόν τον τρόπο η περίσσεια σκέψη παραλήφθηκε, και η αναζήτηση επισκιάστηκε από μια μοιρολατρική νοοτροπία που έδωσε στον άνθρωπο μια σωτήρια ανάπαυλα από το βάρος της ύπαρξης. Όταν όμως η εξήγηση αυτή δεν ήταν αρκετή, τα ηνία όπως κάθε φορά ανέλαβε τελικά να πιάσει η φιλοσοφία, λέγοντας μας πως η ουσία προϋπάρχει ακόμα και πριν από την γέννηση μας. Όπως ένα μαχαίρι, όταν φτιάχνεται, έχει ένα στοιχειό που το καθορίζει,( και αυτό δεν είναι άλλο από την λεπίδα), έτσι και ο άνθρωπος με βάση την ουσία που έχει όταν γεννιέται, δίνει και το ανάλογο νόημα στην μεταγενέστερη ύπαρξη του. Με λίγα λόγια, οι κλασσικοί πίστευαν ότι είμαστε προγραμματισμένοι με μια σειρά από εργοστασιακές ρυθμίσεις τις οποίες δε μπορούμε ποτέ να αλλάξουμε.
Αρκετούς αιώνες και πολλά ιστορικά γεγονότα αργότερα, στην δυτική Ευρώπη ξεκίνησε να γεννιέται ένα κίνημα το οποίο αργότερα ονομάστηκε υπαρξισμός. Για τους πολλούς, πατέρες του υπαρξισμού δεν ήταν άλλοι από τους Ντοστογιέφκσι, Νίτσε, Κίργκεγκαρτ (Οι οποίοι θα αναλυθούν σε επόμενα άρθρα) και φυσικά τον πιο γνωστό εκπρόσωπο του κινήματος (και τον πρώτο υπαρξιστή) τον Ζαν Πωλ Σαρτρ. Κοιτώντας όμως ξανά την πρώτη παράγραφο, μας έρχεται να ρωτήσουμε: τι είναι ο υπαρξισμός;
Γυρνώντας πίσω στο «Η ουσία προηγείται της ύπαρξης.» ο Σαρτρ αποφάσισε να αλλάξει σειρά στην ουσία και την ύπαρξη θέτοντας το έξης ερώτημα. «Πως θα ήταν ένας κόσμος στον όποιο η ύπαρξη, προηγείται της ουσίας;». Ακολουθώντας όμως αυτήν την αντιστροφή, συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα με μια τόσο μικρή αλλαγή γίνονται απείρως πιο περίπλοκα, αποκαλύπτονται, και σε εκείνες τις στιγμές της αποκάλυψης απέδωσε στην ζωή τον επιθετικό προσδιορισμό του «Παράδοξου». Τι σημαίνει όμως πρακτικά, ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας; Ο Σαρτρ μας απαντάει πως πολύ απλά ο άνθρωπος, προσδιορίζεται μέσα από τις αποφάσεις, τις πράξεις, και τις ιδέες που θα αποκτήσει και θα αναπτύξει μέσα από την πάροδο της ζωής του. Στην ουσία δεν υπάρχει τίποτα στην ζωή που να μας κρατάει πίσω και να μας επιβάλει έναν σκοπό. Τα πάντα είναι στο χέρι μας, και τα πάντα είναι έτοιμα να μας δώσουν νόημα και λόγο ύπαρξης, σε ένα σύμπαν γεμάτο πιθανότητες. Αλλά ταυτόχρονα τίποτα δεν μπορεί. Και κάπου εδώ ωστόσο, ξεκινάνε και τα προβλήματα για τον Σαρτρ. Σε μια ζωή οπού ο άνθρωπος ουσιαστικά καταποντίζεται από μια ελευθερία που του είναι τουλάχιστον ασφυκτική, ξεκινάει να παραδίδει τα όπλα, σβήνοντας τον φάρο της αναζήτησης του εαυτού του, καθώς πολλές φορές ο πόνος της ελευθερίας είναι τόσο αφόρητος που ο ασήμαντος άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει. Και κάπως έτσι αφήνει να εννοηθεί ο Σαρτρ, ότι ξεκινάν οι θρησκείες, αλλά και η αναζήτηση για κάτι ανώτερο. Και ίσως μια ανταλλαγή να φαίνεται εκ πρώτης όψεως δίκαιη: Μια ελευθερία που μας πονάει, έναντι μιας βολικής πίστης που βάζει τα πάντα στον αυτόματο πιλότο. Πηγαίνοντας περίπου έναν αιώνα πίσω, στον Ντοστογιέφκσι και στο κεφάλαιο του «Μεγάλου Ιεροεξεταστή» (Από τους Αδερφούς Καραμάζοφ) βλέπουμε ακριβώς αυτήν την ανησυχία να βγάζει μέσα από τα σπάργανα της, τις πρώτες υπαρξιστικές ιδέες. Καθώς όπως μας λέει, ο άνθρωπος θέλει να πιστεύει κάπου, είτε αυτό λέγεται χριστιανισμός, είτε καπιταλισμός, είτε κουμμουνισμός. Γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις, η ζωή μακριά απ το κοπάδι είναι δύσκολη και κατακριτέα.

Παρ όλα αυτά ο υπαρξιστής οφείλει να δημιουργεί τις δικές του αξίες, και τα δικά του πιστεύω μέσα από την προσωπική του αναζήτηση, χωρίς να παραθέτει τις ελπίδες του σε κάτι φτιαχτό και κίβδηλο που έχει μοναχά σαν σκοπό να τον εφησυχάσει. Επομένως, όταν ο υπαρξιστής ιδρύει τις δικές του αξίες, αυτομάτως, με τις ίδιες αξίες μεταφράζει και τον κόσμο γύρω του. Καθώς ο κόσμος γύρω μας αποτελεί τον καθρέπτη της δικής μας ύπαρξης. Για παράδειγμα αν μια αξία της δικής μου ύπαρξης είναι ο αθεϊσμός, τότε για μένα και ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει να απαντάει στην ίδια αξία αφού θα είναι κρινόμενος με βάση τον τρόπο που τον προσδιόρισα. Αντιστοίχως, και εγώ με την ίδια λογική θα κρίνομαι με τον τρόπο που με προσδιόρισαν οι συνάνθρωποι μου. Ο υπαρξισμός δηλαδή, μας λέει ότι η ελευθερία μας όχι μόνο σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου, αλλά είναι και άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελευθερία του συνανθρώπου μας.
Βλέπουμε λοιπόν εμβαθύνοντας, πως ο υπαρξισμός είναι μια θεωρία ανθρωποκεντρική (γι’ αυτόν τον λόγο αναφέρεται και ως ανθρωπισμός) που έχει ως σκοπό, όχι να καταθλίψει και να αποθαρρύνει τον άνθρωπο με την απέραντη ελευθερία και έλλειψη νοήματος, άλλα αντιθέτως να του δώσει νόημα και κίνητρο να ζήσει την δική του ζωή, κάνοντας τις επιλογές του μέσα σε έναν απέραντο ωκεανό γεμάτο πιθανότητες. Μας λέει λοιπόν ότι ο κόσμος είναι δικός μας, και οι επιλογές που θα κάνουμε μέχρι το πέρας της ζωής μας θα είναι και το πορτρέτο που θα έχουμε ζωγραφίσει για τον εαυτό μας. Πολλές φορές όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Θα δούμε συχνά τον άνθρωπο να παραπονιέται βγάζοντας μια μιζέρια μέσα από την γκρίνια του, λέγοντας πως οι επιλογές που είχε δεν ήταν αρκετές, οι συγκυρίες ήταν εναντίων του, και ο χρόνος δρούσε πάντα προς μειονέκτημα του. Αυτήν την γκρίνια ο Σαρτρ την ονομάζει «Κακή πίστη.» απέναντι στις πιθανότητες και το δώρο της ζωής. Χαρακτηριστικά αναφέρει το παράδειγμα ενός σερβιτόρου στο μυθιστόρημα του (la nausée ) που συμπεριφέρεται ακριβώς σαν να γεννήθηκε και να δημιουργήθηκε από τις μηχανές της φύσης για να γίνει σερβιτόρος, χωρίς καμιά πιθανότητα αλλαγής, αποδεχόμενος την μοίρα του από ένα αδιάφορο σύμπαν. Λίγο πιο κοντά στην καθημερινότητα μας, ένα άλλο δείγμα «κακής πίστης» απέναντι στην ζωή είναι η προσμονή σε μια άσκοπη σχέση, με έναν άνθρωπο που δεν αγαπάμε, άλλα παρ όλα αυτά συνεχίζουμε να καθόμαστε μαζί του γιατί φοβόμαστε ότι οι πιθανότητες της ζωής θα σταματήσουν να υπάρχουν , ο χρόνος ξαφνικά θα χαθεί, και απλά θα είναι πολύ αργά για να ξεκινήσουμε η να τελειώσουμε το οτιδήποτε πάλι απ την αρχή.
Τέλος η πεμπτουσία της θεωρίας του Σαρτρ είναι η «Αυθεντικότητα» η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει την ύπαρξη μας. Και αυτό είναι ένα λάθος που τείνουμε να κάνουμε όλοι μας, καθώς αποφασίζουμε να δοκιμάσουμε ξένες φόρμουλες για την δική μας ευτυχία. Μα παρ όλα αυτά σχεδόν πάντα η ψύχη μας απορρίπτει μια ξένη ευτυχία, όπως ακριβώς ο οργανισμός μας θα απέρριπτε ένα άγνωστο μόσχευμα, δίχως να το αναγνωρίζει σαν δικό του. Η ευτυχία, και οι επιλογές μας, πρέπει να έχουν την σφραγίδα μας. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα έχουμε προδώσει ανεπιστρεπτί τον εαυτό μας, έχοντας τότε χάσει τον χρόνο μέσα από τα χεριά μας λόγω κακής πίστης και κακής διαχείρισης των πόρων που μας έδωσε η ζωή , άλλα και το δικαίωμα της ελευθερίας και της επιλογής που μας δίνει εξίσου απλόχερα το ίδιο ανθρωποκεντρικό σύμπαν.
Συνοψίζοντας, θα κλείσω με το τουλάχιστον τετριμμένο «Carpe Diem» αφήνοντας μια ηλιαχτίδα φωτός να ξεφύγει από την φαινομενικά δύσθυμη θεωρία του Σαρτρ λέγοντας πως, η ζωή απλά περιμένει. Μη κανείς τον λάθος να την χάσεις. Κανείς μας δεν γεννιέται ήρωας, η δειλός στην ζωή. Ο ήρωας πάντα γεννιέται μέσα από τις πράξεις μας, και ο δειλός πάντα από την κακή πιστή μας. Αρκεί να θυμάσαι, πως ανά πασά στιγμή ο ήρωας μπορεί να γίνει δειλός, αλλά και ο δειλός, ήρωας!

Πηγές: Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός. (Εκδόσεις Αρσενίδης)