Διαβάσαμε τη νέα κυκλοφορία “Η Ξένη” της σειράς Aldina από τις εκδόσεις Gutenberg. Μία ιδιαίτερη ιστορία ενηλικίωσης από την συγγραφέα Claudia Durastanti, ένα έργο αυτοβιογραφικό γεμάτο διακειμενικότητα και πλούσιες εικόνες. Γράφει στο υβριδικό είδος της αυτομυθοπλασίας ή, όπως το ονομάζει η ίδια, «finction».
Ο Ocean Vuong (συγγραφέας του γνωστού έργου Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι) λέει χαρακτηριστικά: «Η Claudia Durastanti ρίχνει ένα σωσίβιο στα σκοτεινά νερά της μνήμης. Το αγαπημένο μου είδος λογοτεχνίας, αυτό που όχι μόνο μιλά στον κόσμο, αλλά εισχωρεί μέσα του».
Τρόποι για να νοιώθεις ξένη
Ξένη νοιώθεις όταν βρίσκεσαι σε μια άλλη χώρα, ανάμεσα σε αγνώστους. Ξένη νοιώθεις σε μία τάξη όπου είσαι “η κόρη της κωφής”, η “παράξενη”, η “φτωχή”. Ξένη όμως νοιώθεις και μέσα στην οικογένειά σου, μέσα στο σπίτι σου, στον καναπέ δίπλα στη μητέρα σου.
Η αφηγήτρια γεννήθηκε στο Μπρούκλιν, ήταν το δεύτερο παιδί μίας οικογένειας μεταναστών που μετακόμισαν από την Ιταλία. Οι γονείς της ήταν κωφοί, αλλά και επαναστάτες με έναν δικό τους τρόπο. Δε θέλησαν να μάθουν τη νοηματική γλώσσα και έλεγαν στα παιδιά τους να μιλούν καθαρά ώστε να διαβάζουν τα χείλη τους. Άκουγαν μουσική ακουμπώντας το ηχείο πάνω στο σώμα τους ώστε να αισθάνονται τις δονήσεις. Έβγαιναν στους δρόμους και περπατούσαν για ώρες, έκαναν φάρσες στους περαστικούς, δεν συμβιβάζονταν.
Η οικογένειά της ήταν φτωχή. Με έναν δικό της τρόπο. Η μητέρα της, ειδικά μετά το διαζύγιο, έβρισκε χαρά στο να ξοδεύει τα χρήματα από το επίδομα αναπηρίας που έπαιρνε χωρίς ουσιαστικό λόγο. Και το παράδοξο ήταν πως πάντοτε μπορούσαν να αγοράσουν παπούτσια Nike ή να ταξιδέψουν για να δουν τους συγγενείς τους, αλλά όχι για να τραφούν θρεπτικά και χωρίς στερήσεις.
Τα συναισθήματα της νεαρής κοπέλας ρέουν σε όλο το κείμενο και μπλέκονται με αναμνήσεις και σκέψεις. Ένας χείμαρρος ιδεών και προσωπογραφιών — όπου τίποτα δεν εξιδανικεύεται αλλά ούτε και καταδικάζεται. Η περιθωριοποίηση που βιώνει, αλλά και η αποστασιοποίηση από τους γύρω της και τον εαυτό της συνθέτουν ένα βαθύ τραύμα. Με το κείμενό της το διερευνά, το φέρνει κοντά της και αγγίζει ανεπιτήδευτα τον αναγνώστη.
«Ξένος είναι μια όμορφη λέξη, αν κανείς δεν σε αναγκάζει να γίνεις. Κατά τα άλλα, είναι απλά το συνώνυμο ενός ακρωτηριασμού, είναι ένας πυροβολισμός προς τον εαυτό μας».Advertising
Μετανάστευση και αναπηρία
Η Durastanti διερευνά πρώτα απ’ όλα το θέμα της “ξενότητας” και μέσα από τρεις γενιές μεταναστών. Οι παππούδες και οι γονείς της μετακινούνταν από την Ιταλία στην Αμερική και πίσω, μιλούσαν σπαστά και δεν εντάσσονταν πουθενά πλήρως. Η ίδια ως ενήλικη βρέθηκε στο Λονδίνο την εποχή του Brexit και προσπάθησε να ενταχθεί σε αυτή την κατά βάση εχθρική πόλη, να δουλέψει και να βρει έναν σύντροφο. Δυσκολεύεται να βρει το κέντρο της, την “πατρίδα” της και ταλανίζεται μεταξύ γεωγραφικών περιοχών και κοινωνικών τάξεων. Δεν ξέρει πού ανήκει και δεν έχει καν μάθει να ανήκει κάπου.
Άλλος ένας βασικός θεματικός άξονας είναι και η αναπηρία, αφού η ίδια τη βίωσε από πρώτο χέρι σε όλες τις εκφάνσεις της. Κοιτάει κατάματα τις καταστάσεις που βίωσε ως παιδί γονιών με κώφωση, χωρίς μητρική γλώσσα και χωρίς στήριξη από εκείνους. Δεν τους κατηγορεί, αλλά δεν μπορεί και να τους δικαιολογήσει. Περιγράφει με γλαφυρότητα και αμεσότητα την ιδιαίτερη καθημερινότητά της όπου η επικοινωνία με τους γονείς της βασιζόταν κυρίως σε μη λεκτικά στοιχεία. Και αυτό που την χαρακτηρίζει είναι το χιούμορ, η εξιστόρηση των αντιφάσεων και η εθιστική χρήση της γλώσσας.
«Το να ξαναδιαβάσεις όσα έγραψες για τον εαυτό σου σημαίνει να επινοήσεις αυτό που έχεις περάσει, να αναγνωρίσεις κάθε στρώμα από το οποίο αποτελείσαι: τους κρυστάλλους της χαράς ή της μοναξιάς στο βάθος, τα αποτελέσματα μιας μνήμης που έχει εξατμιστεί, όλα όσα έχουν εκσκαφθεί και στη συνέχεια σε έχουν κατακλύσει».
Advertising