
Ευφυΐα και νοομετρικά τεστ
Μία έννοια τόσο συγκεκριμένη και αφηρημένη ταυτόχρονα. Οι ορισμοί της ποικίλουν ανάλογα με τον τρόπο που προσεγγίζεται από τον εκάστοτε ερευνητή. Κοινά αποδεκτός ορισμός δεν υφίσταται. Αυτό όμως αποτελεί ένα συνηθισμένο φαινόμενο στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Κάθε επιστήμονας προσπαθεί να ορίσει μία έννοια ρίχνοντας φως σε διαφορετικές παραμέτρους του ίδιου ερευνητικού αντικειμένου. Ένα σημαντικό ζήτημα που προκύπτει από τη μελέτη της είναι το αν ο άνθρωπος γεννιέται ευφυής, καλλιεργεί την ευφυΐα του στην πορεία της ζωής του ή και τα δύο. Επιπλέον, η πολυμορφία που παρουσιάζει η ευφυΐα, ωθεί σε νέες έρευνες και ανακαλύπτονται νέα είδη της, άγνωστα στο παρελθόν.
Το εγχείρημα της μέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας έχει αναλάβει η επιστήμη της ψυχολογίας. Τα νοομετρικά τεστ χορηγούνται σε ενήλικες ή ανηλίκους από τους ψυχολόγους με σκοπό την άντληση καίριων πληροφοριών για τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου τους. Ανάλογα με τη βιολογική ηλικία των ατόμων ο δείκτης νοημοσύνης διακρίνεται σε παιδικό και σε ενηλίκων. Όπως προκύπτει από την παραπάνω διάκριση τα τεστ που χρησιμοποιούνται για να μετρήσουν τη νοημοσύνη παιδιών και ενηλίκων είναι διαφορετικά (Καλέσης 2017).
Τι είναι ο δείκτης νοημοσύνης
Ο όρος IQ (Intelligence Quotient) εισήχθη από τον ψυχολόγο Wilhelm Stern το 1912. Είναι ένας αριθμός ο οποίος δείχνει πού τοποθετείται διανοητικά ένα άτομο σε σχέση με καθορισμένα μέτρα στο διάγραμμα για τη νοημοσύνη. Το χαρακτηριστικό αυτό γράφημα με την καμπύλη που είναι συμμετρικό και από τις δύο πλευρές είναι ένα διάγραμμα Gauss. Στην κορυφή της καμπύλης ανήκει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το ποσοστό των ατόμων με το μέσο όρο ευφυΐας. Στο αριστερό άκρο ανήκουν οι άνθρωποι με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης. Αντίθετα, στο δεξί άκρο ανήκουν όσοι άνθρωποι θεωρούνται υψηλής ευφυΐας (Mensa International, 2000-2020).
Παλαιότερα, η διερεύνηση της νοημοσύνης επικεντρωνόταν σε γενικούς δεικτές, χωρίς να εμβαθύνει σε περισσότερες πτυχές της. Οι σύγχρονες διαδικασίες αξιολόγησης είναι πολυθεματικές, όπως και οι κλίμακες, οι οποίες διακλαδώνονται σε υποκλίμακες. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύονται οι δυνατότητες και τα ελλείματα του εξεταζόμενου(Χατζηχρήστος, 2011). Οι δεξιότητες που εξετάζονται στα περισσότερα νοομετρικά τεστ αφορούν στον γλωσσικό, οπτικοχωρικό και στον μαθηματικό τομέα. Ακριβώς επειδή διερευνούν διαφορετικές κατηγορίες λειτουργικότητας του εγκεφάλου χωρίζονται σε υπο-τεστ. Τα αποτελέσματα των τεστ κατανέμονται ομοιόμορφα στον πληθυσμό, με τα περισσότερα να βρίσκονται στη μέση της καμπύλης και τα λιγότερα στα άκρα. Ο μέσος όρος των περισσότερων τεστ είναι οι 100 βαθμοί, με μία τυπική απόκλιση περίπου 15.

courses.lumenlearning.com
Νοομετρικά τεστ και Ειδική Αγωγή
Τα νοομετρικά τεστ σύμφωνα με τους Elliot, G., J. & Ressing, C., M., W. (2015) διαθέτουν μεγάλη προγνωστική ικανότητα σε ό,τι αφορά στις σχολικές επιδόσεις των παιδιών. Ωστόσο, πρέπει να συνυπολογίζονται και άλλοι παράγοντες όπως οι ικανότητες που δεν αξιολογούνται από τα τεστ και ανήκουν σε άλλους τομείς, το οικογενειακό τους περιβάλλον, η ποιότητα της εκπαίδευσης που λαμβάνουν και το πολιτισμικό τους κεφάλαιο. Επιπλέον προσφέρουν καίριες πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των μαθητών σε διάφορες γνωστικές λειτουργίες. Ο εκπαιδευτικός χρειάζεται να αξιοποιεί τα δεδομένα που προκύπτουν για το σχεδιασμό της εκπαιδευτικής παρέμβασης που χρειάζεται να εφαρμοστεί στο παιδί (Braaten & Norman, 2006).
Τα νοομετρικά τεστ συνήθως συνδυάζονται με τεστ γνώσεων προκειμένου να διασταυρωθούν οι πληροφορίες που δίνουν οι επιδόσεις στα δύο είδη τεστ. Η χρησιμότητα αυτής της διαδικασίας έγκειται στη διάγνωση ειδικών μαθησιακών δυσκολιών όπως δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία. Κρίνεται ωστόσο απαραίτητο να τονιστεί ότι η μη ύπαρξη διαφοράς στην επίδοση, δε συνεπάγεται αυτομάτως και τη μη ύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών. Χρειάζεται να διερευνηθούν περισσότεροι παράγοντες ώστε να αποκλειστούν οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (Braaten & Norman, 2006).
Μεγάλη προσοχή χρειάζεται όταν οι μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο με συνέπεια να μην υπάρχει αισθητή διαφορά στα αποτελέσματα των νοομετρικών και των γνωστικών τεστ. Ο εκπαιδευτικός δεν θα πρέπει να εφησυχάζεται ιδιαίτερα όταν το παιδί βρίσκεται σε πολύ μικρή ηλικία. Προκειμένου να αποκλειστεί η ύπαρξη ειδικών μαθησιακών δυσκολιών, η χαμηλή επίδοση στα γνωστικά τεστ δεν πρέπει να οφείλεται σε νοητική υστέρηση, αισθητηριακές ή κινητικές αναπηρίες και συναισθηματικές διαταραχές (Braaten & Norman, 2006).
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Braaten, B., E. & Norman, D. (2006). Intelligence (IQ) Testing. Pediatrics in Review. Vol. 27, 403-408. Ανακτήθηκε στις 5-12-2020 από: www.researchgate.net/(Τελευταία πρόσβαση 8/12)
Elliot, G., J. & Resing, C., M., W. (2015). Can Intelligence Testing Inform Educational Intervention for Children with Reading Disability? Journal of Intelligence, Vol 3, 137-157. Ανακτήθηκε στις 5-12-2020 από: www.researchgate.net (Τελευταία πρόσβαση 8/12)
Καλέσης, Β. (2017). Δείκτης νοημοσύνης: Τι είναι; Πώς μετριέται; The Prime Magazine. Τεύχος 5, σελ. 67-79. Ανακτήθηκε στις 5-12-2020: the-prime-magazine.math.auth.gr (Τελευταία πρόσβαση 8/12)
Mensa International (2000-2020). What is IQ? Ανακτήθηκε από: www.mensa.org (Τελευταία πρόσβαση 8/12)
Χατζηχρήστος, Γ., Χ. (2011). Σχολική Ψυχολογία. Αθήνα: Τυπωθήτω/Δαρδάνος.