
Αρχαιολογικός χώρος Ραμνούντος: Από τη Νεολιθική Εποχή έως την Πρώιμη Χριστιανική Περίοδο
Στην περιοχή του Αρχαιολογικού χώρου Ραμνούντος, που βρίσκεται στην Ανατολική Αττική, έχουν εντοπιστεί ίχνη κατοίκησης ήδη από τη Νεολιθική Εποχή. Ο Ραμνούντας, γνωστός και ως Ραμνούς, αποτελεί μια σχετικά επίπεδη περιοχή με ήπιες κλίσεις, χαμηλούς λόφους και επίπεδες εκτάσεις. Το τοπίο χαρακτηρίζεται από τυπική μεσογειακή βλάστηση, όπως θαμνώδη φυτά, πεύκα και ελαιόδεντρα. Σήμερα, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει τον μοναδικό και ιδιαίτερο χαρακτήρα του αρχαιολογικού χώρου του Ραμνούντα, ο οποίος συνδυάζει φυσική ομορφιά και ιστορική σημασία.
Αναπτύχθηκε σε ποικίλες χρονολογικές οικοδομικές περιόδους γεγονός που καθιστά τον Αρχαιολογικό χώρο Ραμνούντος έναν από τους παλαιότερους θρησκευτικούς τόπους της Αττικής. Εάν και η τοποθεσία δεν αποτελούσε κέντρο της Αττικής, αλλά ένα δυσπρόσιτο μέρος της Αττικής, για τη συμβολή του Ραμνούντα έχουμε βέβαιες γνώσεις ήδη από τον 6ο αιώνα. Σπουδαίοι ιστορικοί επεσήμαναν τη στρατηγική θέση του τόπου, όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο Πλάτων στο έργο Μενέξενος αλλά και νεότεροι τους όπως ο Παυσανίας με τη Περιηγησίς του στην Αττική καθώς και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Η εξέχουσα λατρεία ήταν η θεά Νέμεσις, ενώ παράλληλα λατρεύονταν ένα κράμα άλλων θεοτήτων σε μικρότερη κλίμακα όπως, η θεά της θείας δικαιοσύνης η Θέμιδα, οι Διόσκουροι καθώς και ο προστάτης ήρωας και μάντης της περιοχής Αμφιάραος. Ο οικισμός φαίνεται να αποδίδει στοιχεία επιβίωσης μέχρι τους πρώτους πρωτοχριστιανικούς αιώνες (4ος αιώνας μ.Χ.). Ο οικισμός μετά την εγκατάλειψή του και την καταστροφή του από τους χριστιανούς, παρέμεινε καταχωμένος μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα που δόθηκε η αφετηρία των ανασκαφικών ερευνών στη περιοχή.
Ο Δήμος Ραμνούντος
H ονομασία του δήμου έγινε από το φυτό ραμνός (ή κιτρινόξυλο, Rhamnus Alaternus), ένα είδος ακανθώδoυς θάμνου που κατά την αρχαιότητα ευδοκιμούσε στη περιοχή. Ο δήμος άνηκε στην διοικητικό και κοινοτικό μέρος της Αττικής και ακολουθούσε τους κανόνες και των υπόλοιπων φυλών, όπως ορίζονταν από διοικητικό κέντρο των Αθηνών. Στο πλαίσιο της δημογραφικής συγκρότησης δεν υπάρχουν ακριβείς έρευνες και πληροφορίες που να μας παρέχουν μια διαυγή εικόνα της πληθυσμιακής διάρθρωσης του δήμου.
Οι ανασκαφικές έρευνες στον Ραμνούντα

Ο Ραμνούντας όπως συμβαίνει και σήμερα, έτσι και κατά την αρχαϊκή εποχή αποτελούσε μια τοποθεσία δυσπρόσιτη και απομονωμένη. Τα κατάλοιπα του αρχαιολογικού χώρου του Ραμνούντος δεν καλύφθηκαν ποτέ ολοκληρωτικά λόγω της διαμόρφωσης του χώρου που απαρτίζεται από υψώματα και λόφους. Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στον Αρχαιολογικό χώρο Ραμνούντος έγιναν υπό της αιγίδα της Βρετανικής Αρχαιολογικής αποστολής των Dilettanti, με τα πρώτους ερευνητές να καταφτάνουν στο χώρο τον Δεκέμβριο του 1813. Τότε στη περιοχή υπήρχαν λιγοστές καλύβες χωρικών που διέμεναν εκεί και καλλιεργούσαν τα γύρω αγροτεμάχια (Πετράκος, 1987). Με την σύσταση του νεοελληνικού κράτους και λίγα χρόνια αργότερα με την έλευση του Αρχαιολογικού Νόμου από το Βασίλειο της Ελλάδος, ξεκινούν οι συζητήσεις για απόπειρα νέων ανασκαφικών ερευνών στον οικισμό.
Το 1890, ο έφορος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Βαλέριος Στάης, ξεκινά την πρώτη λεπτομερή ανασκαφική έρευνα που κράτησε δύο έτη και έφερε στο φως μεγάλο μέρος της σημερινής θέασης του Ναού της Νεμέσεως, του ιερού του Αμφιαράου, των ταφικών περιβόλων σε όλη την οδό μέχρι το νότιο άκρο και του Φρουρίου. Το 1975 ξεκίνησαν ξανά οι ανασκαφές σε εντελώς διαφορετική βάση από τον Βασίλειο Πετράκο. Σκοπός των νέων ανασκαφών δεν ήταν απλώς να βρεθούν περισσότερα αγάλματα και επιγραφές, αλλά να ανακτηθεί η πραγματική εικόνα του Ραμνούντος όπως ήταν αρχικά από τη σύγχυση που δημιουργήθηκε κατά τα χρόνια, και να διασωθούν τα μνημεία από την φθορά και την καταστροφή έτσι ώστε, να δοθεί στον Ραμνούντα η σωστή του θέση στην επιστημονική βιβλιογραφία (Πετράκος, 1975).
Τα Μνημεία του Ραμνούντα
Από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει σημαντικά μνημεία όπως οι Κυκλικοί Τάφοι Περίβολοι, τα Μυκηναϊκά Κατάλοιπα, και το Ιερό της Νεμέσεως, το οποίο αποτελεί κεντρικό σημείο λατρείας. Στη συνέχεια, ανακαλύπτει τα λείψανα οικημάτων, το Στρατηγείο των Ελληνιστικών Χρόνων, καθώς και τα Αρχαία Εργαστήρια και το Αρχαίο Λατομείο.

Επιπλέον, στον χώρο εντοπίζονται πολυάριθμοι ταφικοί περίβολοι, όπως του Πυθάρχου, του Ευφρανόρος, και της Οικογένειας Μενεστίδου, οι οποίοι φανερώνουν τον πλούτο και την κοινωνική σύνθεση της εποχής. Η πορεία του επισκέπτη συνεχίζεται με τη θέαση του Φρουρίου και των πυλών του, της Ακρόπολης, καθώς και των σημαντικών λιμανιών, το Ανατολικό και το Δυτικό. Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι και τα δημόσια κτήρια, όπως το Γυμνάσιο και το Θέατρο, που μαρτυρούν τη ζωτικότητα του οικισμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποια από αυτά τα μνημεία δεν είναι επισκέψιμα λόγω του δύσβατου της περιοχής και των κινδύνων που συνεπάγεται. Παρόλα αυτά, η περιήγηση στον χώρο προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα της αρχαίας πόλης και της σημασίας της στην ιστορία της Αττικής.
Το Ιερό της Νεμέσεως
Η Νέμεσις που λατρεύονταν στον Ραμνούντα συνδεόταν με το αγροτικό και φυσικό οικοσύστημα. Είχε την ευθύνη του δίκαιου διαμοιρασμού των αγροτεμαχίων, των βοσκότππων και της διατήρησης της αγροτικής αρμονίας. Η παρουσία της στον ιερό χώρο αντικατόπτριζε την ηρεμία και τη γαλήνη των γύρω λόφων σε συνδυασμό με το απομονωμένο τοπίο. Όταν όμως κάποιος παραβίαζε την ισορροπία και το μέτρο, προσβάλλοντας τη θεά, εκείνη εκδικούνταν για την ύβρη, δηλαδή την υπερβολική επιθυμία που ξεπερνούσε τα όρια του επιτρεπτού. Οι Ραμνούσιοι τόνισαν ιδιαίτερα αυτή την εκδικητική φύση της Νέμεσις μετά τους Περσικούς Πολέμους. Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα επικεντρώθηκαν στο εντυπωσιακό ιερό της Νεμέσεως, το οποίο ήδη από τον 17ο αιώνα είχε τραβήξει το ενδιαφέρον περιηγητών και ταξιδιωτών.
Το Φρούριο
Σύμφωνα με τον Β. Πετράκο (1987), κατεβαίνοντας ο αρχαίος Ραμνούσιος τον βόρειο δρόμο του αρχαιολογικού χώρου του Ραμνούντος, έβλεπε στο τέλος του τον οχυρωμένο οικισμό του δήμου. Το φρούριο του Ραμνούντα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μικρό συνοριακό χωριό, προστατευμένο από ένα ισχυρό τείχος που προσέφερε στους κατοίκους του κάποια ασφάλεια. Λίγο πιο δυτικά από το φρούριο ξεκινούσε η περιοχή του Ωρωπού, μια περιοχή που ανήκε πολιτικά στους Βοιωτούς κατά μεγάλα διαστήματα του 4ου αιώνα και καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου αιώνα.

Xτισμένο πάνω σε λόφο ύψους 40 μέτρων, περιτριγυρισμένο από ισχυρό τείχος μήκους περίπου 800 μέτρων και κατασκευασμένο από μεγάλες μαρμάρινες πλίνθους. Στο εσωτερικό του Φρουρίου υπάρχουν πολλοί δρόμοι και δρομίσκοι ανάμεσα στα λείψανα των αρχαίων δημοσίων κτιρίων και οικημάτων. Όλοι οι οδοί χαρακτηρίζονται για τη στενότητά τους, γεγονός που υποδεικνύει πως είχε προβλεφθεί οι περισσότερες από τις κεντρικές αρτηρίες του Φρουρίου να είναι προσβάσιμες μόνο για τους ανθρώπους.
Τα λιμάνια του Ραμνούντα
Από τα μεθοριακά φρούρια της Αττικής, μόνο ο Ραμνούντας διαδραμάτισε ναυτικό ρόλο. Προκειμένου να διατηρείται ελεύθερος ο Ευβοϊκός κόλπος για τα αθηναϊκά πλοία ήταν αναγκαία η κατασκευή λιμανιών και η ύπαρξη ναυτικού στόλου. Ο κύριος ρόλος του δεν ήταν η άμυνα ενός τμήματος των χερσαίων συνόρων της Αττικής, αλλά ο έλεγχος της ναυσιπλοΐας που περνούσε από τον νότιο Ευβοϊκό Πορθμό και η ασφάλιση της διάβασης από την κοντινή Εύβοια, απέναντι από τον Πορθμό. Διέθετε καλά φυσικά λιμάνια σε μια ακτογραμμή σχεδόν χωρίς λιμάνια και ήταν ένα εύκολο σημείο διάβασης προς την Εύβοια. Δεν διέθετε όμως πανοραμική θέα μιας στρατηγικής χερσαίας διαδρομής από τα βορειοδυτικά, αλλά, παρόλο που ήταν απομακρυσμένο, είχε σχετικά εύκολες επικοινωνίες προς τα νότια. Ο Αρχαιολογικός χώρος Ραμνούντος (Ραμνούντας) αναδεικνύει τον κομβικό ναυτικό ρόλο της περιοχής στην αρχαιότητα (Blackman D., Pakkanen J., Bouras C. ,2021).

Ο Αρχαιολογικός χώρος Ραμνούντος ως Μνημείο Πολιτισμού
Ο Αρχαιολογικός χώρος Ραμνούντος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τόπους της αρχαίας Αττικής, συνδυάζοντας θρησκευτική, στρατηγική και πολιτική σημασία. Η λατρεία της Νεμέσεως, το φρούριο, τα λιμάνια και τα ποικίλα μνημεία αναδεικνύουν έναν οικισμό με πολυσχιδή ρόλο, τόσο στην άμυνα των αθηναϊκών συνόρων όσο και στον έλεγχο της ναυσιπλοΐας στον Ευβοϊκό. Οι ανασκαφικές έρευνες από τον 19ο αιώνα έως σήμερα κατέστησαν εφικτή την αποκατάσταση της ιστορικής του εικόνας, επιβεβαιώνοντας ότι ο Ραμνούντας δεν ήταν απλώς ένας περιφερειακός δήμος, αλλά μια ακρόπολη πολιτισμού, θρησκείας και στρατιωτικής ισχύος με διαχρονική σημασία για την ιστορία της Αττικής.
Πηγές- Βιβλιογραφία
Blackman D., Pakkanen J., Bouras C. 2021. The Harbours of Rhamnous, AE 160, pp. 181-222
Πετράκος Β.Χ. 1975 . Ανασκαφή Ραμνούντος. Κεφάλαιον A’. Πίν. ΑΙ καὶ πίν. 1 -14. Πρακτικά της έν Αθήναις Αρχαιολογικής Eταιρείας σσ. 33-36
Πετράκος Β.Χ. 1987. Οἱ ἀνασκαφὲς τοῦ Ραμνοῦντος (1813-1987). Πρακτικά της έν Αθήναις Αρχαιολογικής Eταιρείας σσ. 265-297
Πετράκος, Β.Χ. 1999. Ο δήμος του Ραμνούντος. Σύνοψη των ανασκαφών και των ερευνών (1813-1998) Ι. Τοπογραφία. Αρχαιολογική Εταιρεία