
Το «Ρεβέκκα» της Δάφνης Ντι Μωριέ είναι ένα γοτθικό μυθιστόρημα γεμάτο ένταση. Η ιστορία εξελίσσεται στο Μάντερλεϊ, όπου κάθε δωμάτιο φαίνεται να κρύβει μυστικά. Η αφηγήτρια, νεαρή και αθώα, εισέρχεται σε έναν κόσμο που δεν κατανοεί πλήρως. Σκοτεινές σκιές και η συνεχής αναφορά στη Ρεβέκκα δημιουργούν μια αίσθηση απειλής. Μυστήριο, ψυχολογική ένταση και γοητευτική περιγραφή του χώρου καθηλώνουν τον αναγνώστη.
Περίληψη του βιβλίου
Η ιστορία ξεκινά με μια νεαρή γυναίκα(την αφηγήτρια του βιβλίου) που γνωρίζει τον χήρο Μάξιμ ντε Γουίντερ στο Μόντε Κάρλο. Μετά από μια σύντομη αλλά έντονη γνωριμία, παντρεύονται και επιστρέφουν στο Μάντερλεϊ, το επιβλητικό αρχοντικό του. Εκεί όμως η νέα κυρία ντε Γουίντερ συνειδητοποιεί ότι ζει στη σκιά της πρώτης συζύγου του, της αινιγματικής Ρεβέκκα. Οι υπηρέτες, οι γείτονες και κυρίως η αφοσιωμένη κυρία Ντάνβερς, τροφοδοτούν συνεχώς την εικόνα της «τέλειας» γυναίκας που χάθηκε. Η αφηγήτρια νιώθει ξένη, ανεπαρκής και αόρατη καθώς το σπίτι μοιάζει να ανήκει περισσότερο στη Ρεβέκκα παρά σε εκείνη.
Η ατμόσφαιρα κορυφώνεται όταν ένα ναυάγιο αποκαλύπτει το σώμα της Ρεβέκκα κρυμμένο στο βυθό, ενώ είχε ήδη αναγνωριστεί ένα άλλο πτώμα για δικό της. Αναγκασμένος, ο Μάξιμ αποκαλύπτει το μυστικό του. Ποιος σκότωσε τη Ρεβέκκα;
Κύριοι χαρακτήρες
Η αφηγήτρια: Η νεαρή γυναίκα που παντρεύεται ο Μάξιμ είναι μια ηρωίδα γεμάτη αμηχανία και αμφιβολίες. Δεν έχει όνομα, στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ότι χάνεται μέσα στη σκιά της Ρεβέκκα. Στην αρχή υποτάσσεται στη δύναμη των άλλων, αισθάνεται ξένη στο ίδιο της το σπίτι και πιστεύει ότι δεν αξίζει τον άνδρα της. Σιγά σιγά όμως μεταμορφώνεται. Η αναμέτρηση με την αλήθεια την κάνει πιο ώριμη, πιο δυνατή και τελικά πιο παρούσα από ποτέ.
Μάξιμ ντε Γουίντερ: Ο Μάξιμ είναι ένας άνδρας φαινομενικά ψύχραιμος αλλά στην πραγματικότητα κρύβει πόσο βασανισμένος είναι. Η γοητεία του συνδυάζεται με μια μόνιμη μελαγχολία, σαν να κουβαλάει βάρος που δεν μπορεί να μοιραστεί. Ο γάμος του με τη δεύτερη σύζυγο μοιάζει μια νέα αρχή, όμως στο Μάντερλεϊ όλα γύρω του θυμίζουν τη Ρεβέκκα. Όταν αποκαλύπτει την αλήθεια, δείχνει έναν χαρακτήρα πιο ανθρώπινο και τραγικό.
Ρεβέκκα: Παρότι νεκρή, η Ρεβέκκα είναι η αληθινή πρωταγωνίστρια. Η παρουσία της βρίσκεται σε κάθε δωμάτιο, σε κάθε ψίθυρο, σε κάθε σύγκριση. Για την κοινωνία ήταν η τέλεια οικοδέσποινα, αλλά για τον Μάξιμ ήταν μια αδίστακτη και επικίνδυνη γυναίκα. Η διπλή της εικόνα( η λατρεμένη κυρία και η σκοτεινή γυναίκα) δημιουργεί την ένταση που κρατά την ιστορία ζωντανή. Είναι μια φιγούρα που μοιάζει να αρνείται να πεθάνει, γι΄αυτό και το όνομά της δεσπόζει στον τίτλο.
Κυρία Ντάνβερς: Η οικονόμος του Μάντερλεϊ είναι η φωνή της Ρεβέκκα μέσα στο σπίτι. Πιστή σε εκείνη σχεδόν με θρησκευτική αφοσίωση, διατηρεί το δωμάτιο της νεκρής όπως ακριβώς ήταν, σαν ιερό. Η ψυχρότητά της προς τη νέα κυρία είναι ακραία, αφού την εξουθενώνει με την παρουσία της, την κάνει να νιώθει ανεπαρκής και ανεπιθύμητη. Η κυρία Ντάνβερς προσωποποιεί τη μνήμη που αρνείται να σβήσει.
Τζακ Φαβέλ: Ο ξάδελφος και εραστής της Ρεβέκκα ενσαρκώνει την απροκάλυπτη πλευρά της εξαπάτησης. Είναι ανεύθυνος, θρασύς και καιροσκόπος, έτοιμος να εκμεταλλευτεί κάθε αδυναμία. Η εμφάνισή του φωτίζει την κρυφή ζωή της Ρεβέκκα και δείχνει πόσο επιδέξια κινούσε τα νήματα γύρω της

Ρεβέκκα 1940: Η κινηματογραφική μεταφορά
Το 1940 ο Άλφρεντ Χίτσκοκ μετέφερε το μυθιστόρημα στη μεγάλη οθόνη, δημιουργώντας μια από τις πιο γνωστές ταινίες του. Στο ρόλο του Μάξιμ ντε Γουίντερ εμφανίστηκε ο Λόρενς Ολίβιε, χαρίζοντας κύρος και δραματική ένταση στο χαρακτήρα. Δίπλα του, η Τζόαν Φοντέιν ερμήνευσε την άπειρη δεύτερη σύζυγο, αποτυπώνοντας άψογα την αμηχανία και τον φόβο της.

Η ταινία διακρίθηκε για τη σκηνοθεσία της, την ατμόσφαιρα και τη δυναμική φωτογραφία που ενίσχυσε τον γοτθικό τόνο. Κέρδισε δύο Όσκαρ, ανάμεσα τους και αυτό της καλύτερης ταινίας, και παραμένει μέχρι και σήμερα κλασικό παράδειγμα ψυχολογικού θρίλερ.
Ρεβέκκα: η απογοητευτική μεταφορά του 2020
Το 2020 το «Ρεβέκκα» μεταφέρθηκε ξανά στον κινηματογράφο, αυτή τη φορά από το Netflix. Τον ρόλο του Μάξιμ ανέλαβε ο Άρμι Χάμερ, ενώ η Λίλι Τζέιμς υποδύθηκε τη δεύτερη κυρία ντε Γουίντερ. Ωστόσο η ατμόσφαιρα γοτθικού μυστηρίου που χαρακτήριζε το βιβλίο δεν αποδόθηκε με την ίδια ένταση. Πολλοί θεατές και κριτικοί παρατήρησαν πως το σενάριο απομακρύνθηκε από την αυθεντική πλοκή, δίνοντας μια πιο «μοντέρνα» αλλά λιγότερο πιστή εκδοχή. Έτσι η μεταφορά του 2020 δεν κατάφερε να σταθεί στο ίδιο ύψος με το κλασικό φιλμ του Χίτσκοκ, το οποίο εξακολουθεί να θεωρείται αξεπέραστο.
Η συγγραφέας Δάφνη ντι Μωριέ
Η Δάφνη ντι Μωριέ γεννήθηκε το 1907 σε οικογένεια με έντονη καλλιτεχνική παράδοση. Η γραφή της ξεχώρισε για την ικανότητά της να συνδυάζει το μυστήριο με τη βαθιά ψυχολογική παρατήρηση. Δεν περιορίστηκε μόνο σε ρομαντικά στοιχεία, αλλά έπλασε ιστορίες γεμάτες σκιές, φόβο και ένταση. Το Ρεβέκκα υπήρξε το πιο διάσημο έργο της, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία από την πρώτη στιγμή της έκδοσής του.
Το γοτθικό στοιχείο
Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος στηρίζεται σε παραδοσιακά γοτθικά μοτίβα. Το Μάντερλεϊ δεν είναι απλώς ένα σπίτι. Μοιάζει με ζωντανό πλάσμα που φυλάει μυστικά και σιωπηλά κατευθύνει τη μοίρα των κατοίκων του.
Οι σκοτεινοί διάδρομοι, τα κλειστά δωμάτια και η αίσθηση ότι ο χρόνος έχει παγώσει δίνουν μορφή στον εσωτερικό φόβο της ηρωίδας. Η ίδια η Ρεβέκκα λειτουργεί σαν φάντασμα που καταδιώκει τους ζωντανούς, ακόμη και αν δεν εμφανίζεται ποτέ.
Ο συνδυασμός του μυστηρίου με την ψυχολογική ένταση δημιουργεί μια ιστορία που ισορροπεί ανάμεσα στο ρομαντικό δράμα και το τρομακτικό παραμύθι.
Προσωπική ματιά
Η πρώτη μου επαφή με το «Ρεβέκκα» έγινε μέσα από την ταινία του 1940. Η σκηνοθεσία του Χίτσκοκ και η παρουσία του Λόρενς Ολίβιε με συνεπήραν, κυρίως χάρη στην ατμόσφαιρα μυστηρίου που έδινε ζωή σε κάθε σκηνή. Εκείνη η προβολή στάθηκε αφορμή να αναζητήσω το βιβλίο. Κι όταν τελικά το διάβασα, δεν απογοητεύτηκα, αντιθέτως ένιωσα ότι βούτηξα ακόμη βαθύτερα στο σκοτεινό και γοητευτικό σύμπαν του Μάντερλεϊ Η ντι Μωριέ χτίζει μια ατμόσφαιρα που σε τυλίγει σαν ομίχλη. Εκτίμησα ιδιαίτερα το πώς δίνει υπόσταση στη Ρεβέκκα που αν και νεκρή μοιάζει να βρίσκεται σε κάθε σελίδα ακόμα κι αν δε μιλά ποτέ. Αυτό που με συγκίνησε περισσότερο όμως, ήταν η διαδρομή της αφηγήτριας. Από την ανασφαλή κοπέλα μεταμορφώνεται στην ώριμη γυναίκα που μαθαίνει να στέκεται στα πόδια της. Για μένα, το βιβλίο αυτό είναι από τα ελάχιστα έργα που καταφέρνουν να παντρεύουν το μυστήριο με το συναίσθημα, αφήνοντάς σε με την αίσθηση πως βίωσες κι εσύ το ταξίδι.