
Σε αυτό το άρθρο, θα παρουσιάσω την παιδοκεντρική οικογένεια και το φαινόμενο «του παιδιού δυνάστη». Θα παρουσιάσω τον τρόπο με τον οποίο η παιδοκεντρική οικογένεια, οι ενοχές και οι κοινωνικές πιέσεις οδηγούν στην υπερπροστασία, πώς τα παιδιά αναπτύσσουν μια δεσποτική συμπεριφορά και ποιες είναι οι συνέπειες στην ενήλικη ζωή τους. Θα εστιάσω επίσης στην αναγκαία συμμαχία μεταξύ των γονέων και των εκπαιδευτικών, στις δυσκολίες που συναντούν, αλλά και στις πρακτικές λύσεις που προσφέρει η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης.
“Η αγάπη χωρίς όρια δεν ελευθερώνει· φυλακίζει.”
Η παιδοκεντρική οικογένεια και το φαινόμενο του «παιδιού δυνάστη»
Η παιδοκεντρική οικογένεια και οι αρνητικές της συνέπειες, προκύπτουν όταν όλες οι αποφάσεις γίνονται με αποκλειστικό κριτήριο τις ανάγκες του παιδιού. Αυτό μπορεί να φαίνεται θετικό, αλλά στην πραγματικότητα διαμορφώνει συνθήκες όπου το παιδί αναπτύσσει δυσανάλογη εξουσία. Οι γονείς, για να αποφύγουν τη σύγκρουση, υποχωρούν σε κάθε απαίτηση, με αποτέλεσμα να καλλιεργούν ένα εγωκεντρικό μοτίβο συμπεριφοράς (Baumrind, 2019).
Η ελληνική κοινωνία, επί παραδείγματι, συνδέει την επιτυχία του γονέα με το «ευτυχισμένο παιδί». Έτσι, η οικογένεια παρασύρεται σε μία αέναη προσπάθεια να ικανοποιεί κάθε επιθυμία του παιδιού της, με αποτέλεσμα το παιδί να εσωτερικεύει ότι οι άλλοι υπάρχουν για να καλύπτουν τις ανάγκες του.
Η παιδοκεντρικότητα δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο· αποτελεί παγκόσμια τάση στις σύγχρονες κοινωνίες όπου η ανατροφή του παιδιού είναι στο επίκεντρο της οικογενειακής ζωής. Η κοινωνική πίεση προς τους γονείς να είναι «τέλειοι», εντείνει αυτή τη στάση, οδηγώντας σε υπερβολικές προσδοκίες.
Επιπλέον, η συνεχής προβολή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την εικόνα της «ιδανικής οικογένειας». Οι γονείς συχνά νιώθουν ότι πρέπει να αποδείξουν δημόσια την αφοσίωσή τους, κι έτσι παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο παιδοκεντρικών επιλογών.
Γιατί οι γονείς γίνονται υπερπροστατευτικοί;
Η υπερπροσταστατευτικότητα έχει τις ρίζες της σε κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Οι γονείς οι οποίοι εργάζονται πολλές ώρες συχνά βιώνουν ενοχές και επιχειρούν να «αντισταθμίσουν» την απουσία τους με παραχωρήσεις και υλικά αγαθά (Grusec & Hastings, 2020). Το μήνυμα αυτής της συμπεριφοράς το οποίο περνά στο παιδί είναι ότι η αγάπη ταυτίζεται με την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεών του.
Άλλοι γονείς γίνονται υπερπροστατευτικοί λόγω των προβλημάτων υγείας του παιδιού. Ο φόβος ότι μπορεί να επιδεινωθεί η κατάστασή του, οδηγεί σε μία «γυάλα» υπερβολικής προστασίας (Plevinsky κ.α., 2020). Αυτή η στάση, αν και καλοπροαίρετη, στερεί από το παιδί την ευκαιρία να αποκτήσει αυτονομία και ψυχική ανθεκτικότητα.
Η υπερπροσταστατευτικότητα μπορεί να συνδέεται και με τα προσωπικά βιώματα των γονέων, όπως μια δύσκολη παιδική ηλικία ή η έλλειψη φροντίδας από τους δικούς τους γονείς. Σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς επιδιώκουν να «αναπληρώσουν» τα κενά της δικής τους εμπειρίας, δίνοντας υπερβολικά πολλά στο παιδί τους.
Επιπλέον, η κοινωνική σύγκριση ενισχύει την υπερπροσταστατευτικότητα. Οι γονείς βλέπουν τι προσφέρουν άλλες οικογένειες και νιώθουν την ανάγκη να κάνουν το ίδιο ή και περισσότερο. Αυτός ο ανταγωνισμός οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο όπου το παιδί γίνεται το επίκεντρο κάθε απόφασης, εις βάρος της οικογενειακής ισορροπίας.
Τέλος, δεν πρέπει να αγνοούμε τον ρόλο της κουλτούρας. Στην Ελλάδα, οι γονείς επενδύουν έντονα στο παιδί ως «προέκταση του εαυτού τους». Η αντίληψη ότι πρέπει να τα προσφέρουν όλα, οδηγεί στην εμφάνιση του φαινομένου «του παιδιού δυνάστη».
Συμπεριφορικά γνωρίσματα του “παιδιού-δυνάστη”
Το παιδί το οποίο αναπτύσσει δεσποτική συμπεριφορά εμφανίζει χαρακτηριστικά μοτίβα. Μερικά από αυτά είναι τα ακόλουθα.
- Συνεχής απαίτηση για απόλυτη προσοχή.
- Άρνηση να αποδεχτεί τις απογοητεύσεις ή να δεχτεί τους κανόνες.
- Χρήση συναισθηματικού εκβιασμού για να επιβάλει τη θέλησή του.
- Έντονο αίσθημα ελέγχου πάνω στους άλλους.
Αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι απλώς στιγμιαίες εκρήξεις. Αποτελούν σταδιακά διαμορφωμένες στρατηγικές εξουσίας, τις οποίες το παιδί μαθαίνει να χρησιμοποιεί συστηματικά.
Ένα ακόμη βασικό γνώρισμα είναι η χρήση εκφοβισμού μέσα στο σπίτι. Το παιδί μπορεί να απειλεί ότι θα σταματήσει να τρώει, να φωνάζει ή να χτυπά τα κοντινά του πρόσωπα ή τα πράγματα ώστε να επιβάλλει τη θέλησή του. Αυτό το μοτίβο συνδέεται με την απουσία ορίων και την αίσθηση ότι δεν υπάρχουν συνέπειες για τις πράξεις του.
Τα παιδιά-«δυνάστες» συχνά δυσκολεύονται να αναπτύξουν σταθερές φιλίες. Στις κοινωνικές σχέσεις επιχειρούν να κυριαρχούν με τον ίδιο τρόπο που κάνουν στο σπίτι. Όταν οι συνομήλικοι δεν υποκύπτουν, τα παιδιά αυτά απομονώνονται ή δημιουργούν συνεχείς συγκρούσεις.
Συνέπειες στην ενήλικη ζωή
Στην ενήλικη ζωή, τα παιδιά τα οποία είχαν συνηθίσει να λειτουργούν ως «παιδιά-δυνάστες» τείνουν να αναπαράγουν τα ίδια μοτίβα στις σχέσεις τους και δυσκολεύονται να χτίσουν υγιείς σχέσεις. Ως σύντροφοι ή φίλοι, μπορεί να επιζητούν τον υπερβολικό έλεγχο, να δυσκολεύονται να κάνουν συμβιβασμούς και να θεωρούν αυτονόητη την αδιάκοπη ικανοποίηση των δικών τους αναγκών. Αυτή η συμπεριφορά συχνά οδηγεί σε συγκρούσεις και ρήξεις, καθώς οι άλλοι αρνούνται να ανταποκριθούν σε έναν τόσο ανισόρροπο τρόπο αλληλεπίδρασης. Η έλλειψη ανεκτικότητας στην απογοήτευση, τους καθιστά ευάλωτους σε συναισθηματικά ξεσπάσματα και έντονο άγχος (Brummelman & Thomaes, 2021).
Επιπλέον, στον επαγγελματικό χώρο, τα άτομα αυτά μπορεί να αντιμετωπίζουν δυσκολίες συνεργασίας. Η αδυναμία τους να αποδεχθούν την ιεραρχία ή την κριτική, τα φέρνει σε αντιπαράθεση με τους συναδέλφους και τους προϊσταμένους τους. Σε πολλές περιπτώσεις, παρατηρείται χαμηλή επαγγελματική ανθεκτικότητα, με συχνές αλλαγές εργασίας ή συγκρουσιακές σχέσεις με τους συναδέλφους τους.
Η δυσκολία να αναγνωρίσουν τα όρια των άλλων, τους εμποδίζει να αναπτύξουν δεξιότητες συνεργασίας και προσαρμοστικότητας οι οποίες είναι απαραίτητες στη σύγχρονη κοινωνία. Ως αποτέλεσμα, ο κίνδυνος κοινωνικής απομόνωσης και επαγγελματικής αστάθειας, αυξάνεται σημαντικά (Masten & Barnes, 2018).
Συναισθηματικές και κοινωνικές συνέπειες για τους γονείς και τα παιδιά
Οι γονείς οι οποίοι ζουν με το «παιδί δυνάστη» αισθάνονται εξουθένωση, έχουν φτωχή ποιότητα ζωής και δυσκολία στη διατήρηση της προσωπικής τους ταυτότητας (Mikolajczak κ.ά., 2019). Η καθημερινότητα τους γίνεται ένας αγώνας επιβίωσης, με αποτέλεσμα το αυξημένο στρες και τις συγκρούσεις στο ζευγάρι. Οι γονείς συχνά αναπτύσσουν σωματικά συμπτώματα, όπως η αϋπνία, η υπέρταση ή οι πονοκέφαλοι, συμπτώματα τα οποία συνδέονται με το χρόνιο στρες.
Η ζωή των γονέων περιστρέφεται γύρω από την ικανοποίηση του παιδιού, με αποτέλεσμα να παραμελούν τις διικές τους προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες.
Advertising
Τα παιδιά μεγαλώνουν με φτωχή ικανότητα αυτορρύθμισης και με φτωχές κοινωνικές δεξιότητες (Aunola κ.ά., 2020). Επίσης για τα παιδιά, η έλλειψη ορίων έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες. Η συνεχής ικανοποίηση καλλιεργεί την ιδέα ότι οι δυσκολίες πρέπει να αποφεύγονται. Στην πραγματικότητα, αυτό τα καθιστά λιγότερο ικανά να αντέξουν την αποτυχία και αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης άγχους και καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή.