Από την απαξίωση στην αναγνώριση
«Δεν θέλω να εξετάσω μια γυναίκα με ημικρανία», έγραφε το 1965 ο γιατρός Walter C. Alvarez. «Θέλω να της μιλήσω για μια ώρα και να μάθω γιατί είναι δυστυχισμένη, ανήσυχη ή ανίκανη να πάρει μια απόφαση. Αν μπορέσω να τη βοηθήσω να λύσει το πρόβλημά της, ίσως να “θεραπεύσω” την ημικρανία της μέσα σε μια νύχτα».
Μια δήλωση αφοπλιστικά υποτιμητική και απόλυτα ενδεικτική της εποχής, που όμως εξακολουθεί να αποτυπώνει μια νοοτροπία: «Δεν είναι τίποτα, ένας πονοκέφαλος είναι. Μην αγχώνεσαι». Πρόκειται για στάση που βιώνουν ακόμη και σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι με ημικρανία ή άλλες κεφαλαλγίες. Ουσιαστικά, αντικατοπτρίζει μία διάχυτη αντίληψη ότι οι κεφαλαλγίες δεν είναι «πραγματικές» ασθένειες, αλλά απλά αντανάκλαση ψυχολογικής δυσφορίας.
Αν και πέρασαν δεκαετίες, η αντίληψη αυτή παραμένει «ζωντανή». «Είναι απλώς ένας πονοκέφαλος, μην αγχώνεσαι», σχόλιο που οι πάσχοντες συνεχίζουν να ακούν, ενώ στην πραγματικότητα η ημικρανία ή είναι μια από τις πιο συχνές και εξουθενωτικές νευρολογικές παθήσεις παγκοσμίως.
Φυσικά, η ψυχολογία παίζει ρόλο. Ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι παγκοσμίως σύμφωνα με το Migraine Trust ζουν με ημικρανία ή άλλες υποτροπιάζουσες κεφαλαλγίες. Οι παθήσεις αυτές συχνά συνοδεύονται από ψυχιατρικές συννοσηρότητες όπως κατάθλιψη, άγχος, ανησυχία, ακόμη και αυτοκτονικό ιδεασμό.
Δεν είναι παράλογο: μια πάθηση τόσο επώδυνη και συχνά ανίατη μπορεί να οδηγήσει στην κατάθλιψη. Πλήθος ερευνών δείχνουν ότι οι ασθενείς με ημικρανία διατρέχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης άγχους και κατάθλιψης σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Ωστόσο, η υποτίμηση που άφησαν πίσω τους αντιλήψεις όπως του Alvarez συνεχίζει να βαραίνει: σαν να είναι η ημικρανία προϊόν ψυχολογικών προβλημάτων, που μπορεί να λυθεί με «λίγη κουβέντα».
Η σχέση αυτή δεν είναι μονοδιάστατη: δεν είναι ότι «η κατάθλιψη προκαλεί ημικρανία», ούτε ότι «η ημικρανία προκαλεί κατάθλιψη». Υπάρχει ένα πολύπλοκο, αμφίδρομο πλέγμα βιολογικών, γενετικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων.
Η ολιστική προσέγγιση της ημικρανίας
Ανασκόπηση του 2019 στο περιοδικό Journal of Neurology, Neurosurgery & Psychiatry τόνισε ότι, ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις πως η αντιμετώπιση της κατάθλιψης μπορεί από μόνη της να ελέγξει την ημικρανία, η μη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών μπορεί να επιδεινώσει την πορεία της. Σε ορισμένους ασθενείς, η επεισοδιακή ημικρανία μπορεί να μετατραπεί σε χρόνια, πολύ πιο αναπηρική μορφή.
Η μελέτη ανέδειξε ακόμη μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στη διπολική διαταραχή και την ημικρανία. Οι ασθενείς με ημικρανία με αύρα έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν διπολική διαταραχή, ενώ περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με διπολική πάσχουν από ημικρανία. Ισχυροί είναι και οι συσχετισμοί με αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές ύπνου, κατάχρηση ουσιών και μετατραυματικό στρες (PTSD).
Αν και οι αιτίες δεν είναι απολύτως κατανοητές, οι ειδικοί υποθέτουν ότι μπορεί να υπάρχουν κοινές βιολογικές ή γενετικές προδιαθέσεις – ίσως ακόμη και κοινές λειτουργικές ή δομικές ιδιαιτερότητες του εγκεφάλου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η θεραπευτική στρατηγική που συνδυάζει φαρμακευτική αγωγή με παρεμβάσεις συμπεριφοράς (όπως ασκήσεις χαλάρωσης, βαθιά αναπνοή, νοερές εικόνες) φαίνεται να προσφέρει στους ασθενείς πιο ολοκληρωμένη διαχείριση.
Ο νευρολόγος Andrew C. Charles, διευθυντής του Goldberg Migraine Program στο UCLA, επισημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική θεραπεία χωρίς ολοκληρωμένη προσέγγιση:
«Η ημικρανία μπορεί να προκαλεί κατάθλιψη ή άγχος, αλλά μπορεί και να τα εντείνει όταν προϋπάρχουν. Αν δεν αντιμετωπιστούν και τα δύο μαζί, δεν θα υπάρξει ουσιαστική βελτίωση».
Η συμβολή της ψυχολογικής παρέμβασης
Η κοινωνιολόγος Joanna Kempner, συγγραφέας του βιβλίου Not Tonight, υπογραμμίζει ότι «η ημικρανία είναι πραγματική, εξουθενωτική και δραματικά υποθεραπευμένη». Οι ασθενείς συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε ειδικούς, κατάλληλα φάρμακα ή ευελιξία στον χώρο εργασίας. Και η εύρεση κατάλληλης ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης είναι ακόμη πιο δύσκολη.
Αν και η φαρμακευτική αγωγή παραμένει κεντρική στη θεραπεία, η συμβολή των ψυχολόγων είναι καθοριστική για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση. Η παρέμβαση δεν αφορά στην «ψυχογενή εξήγηση» της ημικρανίας, αλλά στην υποστήριξη του ασθενούς να ζήσει καλύτερα με αυτήν.
Συγκεκριμένα, ο ψυχολόγος μπορεί να βοηθήσει:
- Με την επικύρωση της εμπειρίας: το να αναγνωριστεί ότι ο πόνος είναι πραγματικός μειώνει το βάρος της αμφισβήτησης.
- Με τεχνικές διαχείρισης: όπως χαλάρωση, αναπνοές, σταδιακή μυϊκή χαλάρωση ή guided imagery.
- Με την αντιμετώπιση του φόβου και της ανασφάλειας: οι κρίσεις συχνά προκαλούν συνεχή ανησυχία για την «επόμενη φορά».
- Με την κοινωνική ενδυνάμωση: εκπαίδευση για δικαιώματα, διεκδίκηση διευκολύνσεων στην εργασία και καταπολέμηση του στίγματος.
Η αναγκαιότητα συνεργασίας νευρολόγου – ψυχολόγου
Η διεπιστημονική συνεργασία είναι θεμελιώδης. Οι νευρολόγοι γνωρίζουν ότι οι κεφαλαλγίες συχνά συνοδεύονται από εκδηλώσεις άγχους ή κατάθλιψης, αλλά δεν έχουν πάντα την εκπαίδευση για να τις διαχειριστούν. Ο ψυχολόγος προσφέρει εκείνη την οπτική που επιτρέπει μια ολιστική θεραπεία: φροντίδα όχι μόνο για το νευρολογικό σύμπτωμα, αλλά για τον άνθρωπο στο σύνολό του.
Το βάρος του στίγματος
Η κλινική ψυχολόγος Sophie White (UCLH) αναφέρει: «Οι ασθενείς φοβούνται ότι θα τους πω πως είναι τρελοί ή ότι τα συμπτώματα είναι στο μυαλό τους. Στην πραγματικότητα, ο ρόλος μου είναι να τους υποστηρίξω με πρακτικούς τρόπους ώστε να ζουν καλύτερα με την πάθηση».
Έρευνες δείχνουν ότι η ημικρανία φέρει το μεγαλύτερο κοινωνικό στίγμα από όλες τις χρόνιες παθήσεις, συχνά μεγαλύτερο και από νοσήματα που θεωρούνται «βαρύτερα». Για πολλούς, η ημικρανία αντιμετωπίζεται σαν υπερβολή, σαν «αδυναμία χαρακτήρα», που πρέπει να ξεπεραστεί με θέληση.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί ασθενείς να αποκρύπτουν το πρόβλημα, να μειώνουν τη σοβαρότητά του ή να αποφεύγουν τη θεραπεία ψυχικής υγείας, φοβούμενοι ότι θα θεωρηθούν «τρελοί» ή «υποκριτές». Ο ψυχολόγος σε αυτή την περίπτωση αναλαμβάνει έναν διπλό ρόλο: όχι μόνο να στηρίξει το άτομο απέναντι στον πόνο, αλλά και να το βοηθήσει να διαχειριστεί το κοινωνικό βάρος της ασθένειας.
Η ευρύτερη αυτή διάσταση οδηγεί στην υποχρηματοδότηση της έρευνας, τη δυσκολία πρόσβασης σε φροντίδα και την πολιτισμική απαξίωση των ασθενών.
Η θεραπεία, λοιπόν, δεν έχει μόνο στόχο τη μείωση του πόνου, αλλά και την ενδυνάμωση απέναντι σε αυτό το κοινωνικό βάρος.
Η πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση
Η πιο αποτελεσματική στρατηγική είναι η ολιστική φροντίδα:
- φάρμακα όπου χρειάζονται,
- ψυχοθεραπευτικές τεχνικές για μείωση φόβου και ενίσχυση ανθεκτικότητας,
- εστίαση σε ποιότητα ζωής και όχι μόνο στην ανακούφιση από τον πόνο,
- ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής.
Συμπέρασμα
Η κεφαλαλγία και η ημικρανία δεν είναι απλές ενοχλήσεις· είναι σοβαρές, εξουθενωτικές ασθένειες με ισχυρές ψυχολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Ο ψυχολόγος δεν καλείται να «αποδείξει» ότι οι κρίσεις είναι πραγματικές, αυτό είναι δεδομένο. Αντίθετα, συμβάλλει στην ανακούφιση του βάρους, στην εκπαίδευση σε δεξιότητες διαχείρισης και στην ενδυνάμωση του ασθενούς απέναντι τόσο στον πόνο όσο και στο στίγμα. Η θεραπεία της ημικρανίας δεν είναι υπόθεση ενός ειδικού. Είναι μια συλλογική προσπάθεια, στην οποία ο ψυχολόγος έχει κεντρικό ρόλο.
Βιβλιογραφία
Zeller, T. Jr. (2025, August 15). The role of the Psychologist in treating headache disorders. The Psychologist. British Psychological Society. https://www.bps.org.uk/psychologist
The Migraine Trust. (n.d.). Migraine: Key facts and statistics. https://migrainetrust.org
Buse, D. C., Silberstein, S. D., Manack, A. N., Papapetropoulos, S., & Lipton, R. B. (2013). Psychiatric comorbidities of episodic and chronic migraine. Journal of Neurology, Neurosurgery & Psychiatry, 84(2), 188–194. https://doi.org/10.1136/jnnp-2012-302387
Journal of Neurology, Neurosurgery & Psychiatry. (2019). Comorbid psychiatric disorders in migraine: Review and implications. BMJ Publishing Group.
Kempner, J. (2014). Not tonight: Migraine and the politics of gender and health. University of Chicago Press.
White, S. (2020). The role of the psychologist in a headache service. The Migraine Trust. https://migrainetrust.org