
Με την αυγή του 8ου αιώνα η βυζαντινή αυτοκρατορία εισήλθε σε μία περίοδο ακμής με την ισχυροποίηση της στρατιωτικής δύναμης και την παγίωση της θέσης της ως παντοδύναμης στο διεθνές στερέωμα. Μέσα σε αυτό το τόσο ευνοϊκό κλίμα η δυναστεία των Ισαύρων ανέλαβε την εξουσία και θέλησε με επιτακτικό τρόπο να καλύψει με τις αποφάσεις των αυτοκρατόρων της όλα τα κενά που άφησαν πίσω τους οι προηγούμενοι κυβερνώντες. Μελανό σημείο, ή και μία αποτυχημένη προσπάθεια να γίνει ένας ριζικός διαχωρισμός αρμοδιοτήτων ανάμεσα στο βυζαντινό κράτος και την εκκλησία, είναι αναμφίβολα η περίοδος της διαμάχης για τις εικόνες. Η Εικονομαχία, όπως ονομάστηκε, δεν ήταν μόνο ένα πολιτικό πρόγραμμα με θρησκευτικές προεκτάσεις, ήταν ένας αγώνας με σαφείς προθέσεις, αλλά και ένας αγώνας που από την πρώτη στιγμή ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Μέσω αυτού του σκανδαλώδους πνευματικού κινήματος έγινε πραγματικότητα από την ίδια την πολιτεία η απαγόρευση της λατρείας των εικόνων.
Οι πρωτεργάτες, το χρονικό πλαίσιο και ο διχασμός
Οι Ίσαυροι, Λέων Γ’ και ο γιος και διάδοχός του, Κωνσταντίνος Ε’ , ο επονομαζόμενος και Κοπρώνυμος, λόγω μίας εντελώς άτυχης στιγμής στη διάρκεια της βαπτίσεώς του, άνοιξαν μία από τις διασημότερες εποχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η εικονομαχία ως κίνημα ή ως μία απόφαση με εξαιρετικά μεγάλο πολιτικό κόστος και βαθιά θρησκευτικό πλήγμα δίχασε τους Βυζαντινούς σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, τους εικονόφιλους και τους εικονομάχους. Ως κίνημα διαιρείται σε δύο μεγάλες περιόδους. Από το 724 έως το 787 είναι η πρώτη χρονική περίοδος. Σε αυτό το χρονικό πλαίσιο το κίνημα κάνει την πρώτη του εμφάνιση και η ένταση ανάμεσα στους εμμονικούς υποστηρικτές και τους θανάσιμους εχθρούς των εικόνων παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ειδικά επί Κωνσταντίνου. Από το 814 έως 843 είναι η δεύτερη χρονική περίοδος με αισθητή ελάττωση της έντασης και με την ολοκληρωτική επικράτηση των εικονόφιλων και την πανηγυρική αναστήλωση των εικόνων.

Τα αίτια της εικονομαχίας
Το κίνημα της εικονομαχίας δεν ήταν, ούτε ένα τυχαίο κίνημα, ούτε ξέσπασε, για να ικανοποιήσει τις προσωπικές προσδοκίες των εμπνευστών της. Υπαγορεύτηκε τόσο από στρατιωτικούς λόγους άμεσης ανάγκης, όσο και από λόγους που αφορούσαν εσωτερικά το ίδιο το κράτος και την καταπολέμηση φαινομένων καταστρατήγησης θρησκευτικών θεσμών. Με την εικονομαχία, οι Ίσαυροι ήθελαν να προσχωρήσουν σε μία γενναία και ριζική διοικητική και στρατιωτική μεταρρύθμιση, αλλά και σε μία προσπάθεια να χαραχθούν για πρώτη φορά σαφή και διακριτά όρια ανάμεσα στις σχέσεις του κράτους και της εκκλησίας.
1) Ο σημαντικότερος λόγος που επιβλήθηκε το εν λόγω κίνημα ήταν καθαρά στρατιωτικός. Οι Άραβες, λαός που έκανε την εμφάνισή του στην ιστορία του Βυζαντίου τον 6ο αιώνα, απειλούσε όλο ένα και περισσότερο τις επαρχίες στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας σε σημείο να κινδυνεύουν να αποσχιστούν, να περάσουν στην απόλυτη σφαίρα επιρροής τους και εντέλει να προσαρτηθούν στο δικό τους κράτος. Το πιο έντονο χαρακτηριστικό ήταν ότι οι αγροτικοί πληθυσμοί αυτών των ανατολικών επαρχιών του Βυζαντίου είχαν ήδη αρχίσει να επηρεάζονται από τις ανεικονικές αντιλήψεις των Αράβων και να διαμορφώνουν μία νέα κουλτούρα στην ορθόδοξη πίστη και λατρεία, στην οποία απουσίαζε η αποτύπωση του θείου. Επιπλέον, οι ίδιοι αυτοί κάτοικοι σήκωναν και το μεγαλύτερο βάρος της άμυνας του βυζαντινού θεματικού στρατού και της αραβικής απόκρουσης ως γνήσιοι ακρίτες. Συνεπώς, η κεντρική διοίκηση του Βυζαντίου είχε κάθε λόγο να προσαρμοστεί με τις δικές τους θρησκευτικές και λατρευτικές ιδιαιτερότητες, ώστε να μην νιώσουν απομονωμένοι από το υπόλοιπο βυζαντινό κράτος και εύκολα θα μπορούσαν να προσαρτηθούν στο αραβικό κράτος με το οποίο είχαν και κοινές ιδεολογικές απόψεις. Η εικονομαχία δεν ήταν μία επιλογή, ήταν μονόδρομος για τους Ισαύρους.
2) Ένας ακόμη λόγος που επιβλήθηκε η εικονομαχική κίνηση ήταν και η καταπολέμηση όλων των φαινομένων υπερβολής των πιστών των ευρωπαϊκών επαρχιών και της πρωτεύουσας σε θέματα λατρείας και πίστης, ειδικά σε ό,τι αφορά τη λατρεία των εικόνων και των λειψάνων των Αγίων της εκκλησίας. Αυτή η εμμονή και η υπερβολή έφτανε σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της δεισιδαιμονίας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της υπερβολής ήταν η αφαίρεση τμήματος της μπογιάς από τις εικόνες με σκοπό να αναμειχθεί με νερό και στη συνέχεια να καταναλωθεί από τον πιστό, ώστε να θεραπευθεί από την όποια ασθένεια μπορεί να είχε μέσω αυτής της ιδιότυπης θρησκευτικής και πνευματικής μεθόδου.

3) Ένας ακόμη σοβαρός λόγος, εν μέρει και αυτός στρατιωτικός, ήταν και η κατάχρηση που έκαναν αρκετοί άρρενες Βυζαντινοί να επιλέγουν να γίνουν μοναχοί για να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο αριθμός των υπερασπιστών του Βυζαντίου. Επίσης, τα ίδια τα μοναστήρια ασκούσαν τεράστια επιρροή στον πληθυσμό της αυτοκρατορίας, γεγονός που οι Ίσαυροι ήθελαν να περιορίσουν. Ενώ, επί εικονομαχίας και ειδικότερα επί Κωνσταντίνου Ε΄, είχαν γίνει προπύργια της λατρείας των εικόνων, έτσι ώστε ο πόλεμος για τις εικόνες να μετατραπεί στην πραγματικότητα σε πόλεμο εναντίον των ίδιων των μοναχών και των μοναστηριών.

Η υποταγή
Το 843 είναι η χρονιά που οριστικά κλείνει ένα από τα μελανότερα σημεία στη θρησκευτική ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, μητέρα του Μιχαήλ Γ΄ και χήρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, αναστήλωσε τις εικόνες και η νίκη αυτών ήταν οριστική, με το ζήτημα αυτό να μπαίνει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο της αιώνιας ιστορίας. Η θέληση της εκκλησίας επιβλήθηκε με έντονα απόλυτο τρόπο και το κράτος για μία ακόμα φορά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της και υποτάχθηκε στο δικό της πνευματικό και εξουσιαστικό πρόγραμμα. Οι σχέσεις εκκλησίας και κράτους εισήλθαν σε μία νέα και άκρως διαφορετική περίοδο με γόνιμο, μονομερώς από την πλευρά της πρώτης, διάλογο και συνεργασία.
Βιβλιογραφία
Καραγιαννόπουλος, Ι. (2001). Το βυζαντινό κράτος (4η έκδοση). Εκδόσεις Βάνιας: Θεσσαλονίκη.
Εκδοτική Αθηνών. (2000). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών: Αθήνα.
Τσακτσίρας, Λ. (1995). Το Βυζάντιο. Μαλλιάρης Παιδεία: Θεσσαλονίκη.