
Ένα ψυχολογικό θρίλερ με goth αισθητική και το επεισοδιακό ντεμπούτο του Χίτσκοκ στο Χόλιγουντ.
Το Rebecca (1940) αποτελεί σημείο τομής για το ύφος του Άλφρεντ Χίτσκοκ, εγκαινιάζοντας τον αμερικανικό του εαυτό – από σκηνοθέτης βρετανικών θρίλερ σε μετρ του ψυχολογικού τρόμου παγκοσμίως. Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Daphne du Maurier και τα γυρίσματα ξεκινούν αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – μόλις μία εβδομάδα μετά την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία. Ο Χίτσκοκ με το Rebecca κερδίζει για πρώτη και τελευταία φορά το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και η ταινία περνά στην ιστορία του σινεμά ως μια από τις κορυφές της φιλμογραφίας του.
Η πλοκή του Rebecca
Η ιστορία ακολουθεί μια νεαρή, άπειρη γυναίκα (Joan Fontaine) που ερωτεύεται και παντρεύεται έναν γοητευτικό αλλά αινιγματικό χήρο, τον Maxim de Winter (Laurence Olivier). Πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται πως η νέα της ζωή στην έπαυλη Manderley είναι στοιχειωμένη από την Rebecca – την πρώτη σύζυγο του de Winter που πέθανε πριν χρόνια υπό τραγικές και μυστηριώδεις συνθήκες.
Καθώς η νέα κυρία de Winter παλεύει να βρει τη θέση της σε ένα σπίτι που μοιάζει να μη τη θέλει, έρχεται αντιμέτωπη με τη κυρία Danvers (Judith Anderson) – την οικονόμο που λατρεύει παθολογικά την εκλιπούσα σύζυγο και αρνείται να αναγνωρίσει οποιαδήποτε διάδοχο. Ανάμεσα στην ψυχρότητα του Maxim και τη σχεδόν εμμονική εχθρότητα της Danvers, η ηρωίδα βυθίζεται σε έναν ψυχολογικό λαβύρινθο, όπου το παρελθόν συγκρούεται ευθέως με το παρόν.
Ένα deep dive στην ταινία (προσοχή για spoilers!)
| Το προσωπείο του «τεθλιμμένου» χήρου
Ο Maxim de Winter εμφανίζεται αρχικά ως ένας άντρας καταδιωγμένος από το παρελθόν του. Έρχεται, όμως, η στιγμή όπου αποκαλύπτονται τα πραγματικά του αισθήματα για τη νεκρή σύζυγό του. Ο Maxim δεν την αγαπούσε – τη μισούσε. Και το μίσος αυτό προκύπτει από την αδυναμία του να την ελέγξει και να την χωρέσει στο καλούπι της «ιδανικής» συζύγου. Γι’ αυτό ακριβώς στον δεύτερο γάμο του επιλέγει μια νεαρή και κοινωνικά αδέξια γυναίκα. Η ταξική και ηλικιακή διαφορά μεταξύ τους τοποθετούν εξαρχής τη νέα κυρία de Winter σε μειονεκτική θέση, δίνοντας σε εκείνον το πάνω χέρι.
Μέσα από τον ρόλο του Maxim βρίσκεται αναμφίβολα ένα σχόλιο για τις κακοποιητικές σχέσεις και την έμφυλη βία. Αν και στη ταινία ο Maxim είναι τελικά αθώος και δεν είναι άμεσα υπεύθυνος για τον θάνατο της Rebecca – σημαντική διαφορά με το βιβλίο – ο Χίτσκοκ φροντίζει να αναδείξει καθαρά την επιθυμία κυριαρχίας και τη βία που υποβόσκουν πίσω από την ευπρεπή βιτρίνα του, αφήνοντας να αιωρείται η αλήθεια πως το έγκλημα μπορεί να αλλάζει μορφή.

| Μια διακριτική LGBT παρουσία
Η παγερά στωική και ανατριχιαστική οικονόμος του Manderley κρατά «ζωντανή» τη Rebecca με μια αφοσίωση οριακά θρησκευτική. Διατηρεί ευλαβικά το δωμάτιο της σε άριστη κατάσταση: δεν υπάρχει ίχνος σκόνης και τίποτα δεν έχει αλλοιωθεί – σαν να έχει παγώσει ο χρόνος και η Rebecca να κατοικεί ακόμη εκεί. Όταν ο φακός αφήνει τους θεατές να εισέλθουν σε αυτό, το δωμάτιο θυμίζει ιερό και η ατμόσφαιρα είναι εκκλησιαστική. Με την ίδια ευλάβεια και τρυφερότητα, η Danvers αγγίζει τα υφάσματα, τα νυχτικά, ακόμη και τα εσώρουχα της Rebecca. Αυτή η εμμονή δεν υπαινίσσεται απλώς νοσταλγία, αλλά έναν ανείπωτο έρωτα που δίνει ξεκάθαρα queer διάσταση στον χαρακτήρα. Η ταινία υπονοεί επίμονα τη κρυφή σεξουαλικότητα της κυρίας Danvers – χωρίς να τη κατονομάζει – καθώς ο Kώδικας Λογοκρισίας Hays του τότε Χόλιγουντ δεν το επέτρεπε.
H Danvers θεωρεί καθήκον της να υπονομεύσει τη νέα κυρία de Winter που απειλεί την παρουσία της Rebecca. Έτσι, μετατρέπεται σε μια ανταγωνιστική δύναμη που χρησιμοποιεί λεπτές και διαβρωτικές τακτικές με σκοπό να αποσταθεροποιήσει την διάδοχο της νεκρής της κυρίας, εγκλωβίζοντας τη σε ένα καθεστώς μόνιμης αμφιβολίας.

| Η ανώνυμη διάδοχος «θριαμβεύει»
Η νέα κυρία de Winter παρουσιάζεται αρχικά ως τραγική φιγούρα με τα αλλεπάλληλα χτυπήματα σύγκρισης να την καθιστούν ένα ανεπαρκές υποκατάστατο της Rebecca. Ωστόσο, χάνει την αθωότητα της, όταν δείχνει να ανακουφίζεται από τη σοκαριστική εξομολόγηση του Maxim για τη σχέση που είχε με την πρώην γυναίκα του. Η αλήθεια δεν την τρομάζει, αλλά τη λυτρώνει, γιατί έτσι αίρεται το βάρος της σύγκρισης – καταλαβαίνει ότι δεν είναι μια προσωρινή αντικαταστάτρια, αλλά η γυναίκα που εκείνος επέλεξε. Αυτή η αποκάλυψη επικυρώνει οριστικά τη θέση της ως νέα (αλλά ανώνυμη) κυρία του Manderley και η αλλαγή στον χαρακτήρα και το στυλ της είναι αισθητή. Αποκτά μια νέα αυτοπεποίθηση – χωρίς να αισθάνεται ότι ανταγωνίζεται διαρκώς ένα άπιαστο πρότυπο – και τον ίδιο αέρα αποπνέει το μαύρο, μακρύ φόρεμα με τονισμένους ώμους που επιλέγει να φορέσει.
Η μόνη συντετριμμένη από την αποκάλυψη της αλήθειας είναι η κυρία Danvers, που οργισμένη βάζει φωτιά στο Manderley, προσπαθώντας να καταστρέψει το μέλλον του ζευγαριού. Το πρόσωπο, όμως, που πραγματικά καταστρέφεται είναι η ίδια: χάνεται μαζί με την έπαυλη που είχε μετατρέψει σε «ιερό» της Rebecca. Το μαξιλάρι με το μονόγραμμα “R” που τυλίγεται στις φλόγες σφραγίζει οπτικά το τέλος της επιρροής της Rebecca πάνω στο σπίτι και στους ανθρώπους του.
Με αυτό το φινάλε, η ταινία δείχνει με σκληρότητα κάτι καθαρά πολιτικό – η κοινωνία δεν έχει χώρο για τις γυναίκες που της αντιστέκονται. Η Rebecca και η Danvers δεν χωράνε στο πλαίσιο της «αποδεκτής» γυναικείας συμπεριφοράς και γι’ αυτό εξαφανίζονται ολοκληρωτικά. Αντίθετα, η δεύτερη κυρία de Winter επιβιώνει επειδή προσαρμόζεται στο σύστημα που την καταπιέζει. Η ταινία δεν μοιάζει να γιορτάζει αυτή τη διαδρομή, την παρουσιάζει ως το πικρό τίμημα της επιβίωσης σε έναν κόσμο που ανταμείβει τον συμβιβασμό και τιμωρεί την απόκλιση.

Το Rebecca είναι μία από τις πιο ατμοσφαιρικές, ψυχολογικά σύνθετες και θεματικά πλούσιες στιγμές του Χίτσκοκ.
Μπορεί το Rebecca να μην είναι το magnum opus του Χίτσκοκ – αν το συγκρίνουμε με τα έργα που γύρισε στο απόγειο του στα 50s – αλλά δεν πρόκειται για ένα απλό «πρώιμο βήμα» στο Χόλιγουντ. Η δύναμή του Rebecca βρίσκεται στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του Manderley, στους πολυεπίπεδους χαρακτήρες και στη σταδιακή απογύμνωση της ρομαντικής ψευδαίσθησης. Είναι μια ταινία που δεν στηρίζεται τόσο στη χιτσκοκική «μηχανική του σασπένς», όσο στην τοξική δυναμική των σχέσεων και στην παράξενη επιμονή του παρελθόντος να κυριαρχεί στο παρόν.
Παράλληλα, έχει ιδιαίτερη ιστορική αξία, καθώς σηματοδοτεί τη στιγμή ενός σπουδαίου σκηνοθέτη να δοκιμάζει τα όριά του στο Χόλιγουντ, να συγκρούεται, να υποχωρεί και να σφραγίζει το υλικό με το δικό του βλέμμα. Με αυτή την έννοια, το Rebecca είναι λιγότερο ένα «τέλειο αποτέλεσμα» και περισσότερο ένα έργο-κλειδί που προαναγγέλλει όσα θα ακολουθήσουν.
Ολόκληρη η ταινία, δωρεάν στο YouTube:
► Bonus: Το αληθινό δράμα ήταν πίσω από τις κάμερες
Η παραγωγή του Rebecca αποδείχθηκε τόσο λαμπερή όσο και ταραχώδης. Ο Χίτσκοκ – προτού γίνει συνώνυμο του auteur στο σινεμά – χρειάστηκε να δοκιμαστεί σε ένα περιβάλλον, όπου ο παραγωγός συχνά είχε τον τελευταίο λόγο. Ο πανίσχυρος παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ – που το 1939 είχε θριαμβεύσει στα Όσκαρ με το Gone with the Wind – φέρνει τον Χίτσκοκ στο Χόλιγουντ, ανοίγοντας του νέους επαγγελματικούς ορίζοντες. Ωστόσο, το ασφυκτικό σύστημα ελέγχου που επικρατούσε στο Χόλιγουντ οδήγησε τους δύο άνδρες σε συνεχείς προστριβές.
Μια από τις διαφωνίες τους ήταν το branding της ταινίας, καθώς ο Σέλζνικ ήθελε ο τίτλος να είναι Selznick’s Rebecca, βάζοντας έτσι τη σφραγίδα του παραγωγού πάνω από τη σκηνοθετική ταυτότητα. Έπειτα, αποδείχθηκε ότι είχαν ουσιαστικές διαφορές και στο δημιουργικό κομμάτι. Ο Σέλζνικ επέμενε στην σαφέστατη πιστότητα του φιλμ με το βιβλίο, απορρίπτοντας την πιο ελεύθερη και «διαστρεβλωμένη» γραμμή του Χίτσκοκ. Ωστόσο, αναγκάστηκε να υποκύψει σε κάποιες αλλαγές, κυρίως λόγω του αυστηρού κώδικα λογοκρισίας (π.χ. ο ατιμώρητος γυναικοκτόνος, η κυρία Danvers).
Πίσω από αυτή τη σύγκρουση διακρίνεται και μια βαθύτερη διαφορά κοσμοθεωρίας. Ο Χίτσκοκ δεν έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια στη ρομαντική εξιδανίκευση της αριστοκρατίας – τον ενδιέφερε περισσότερο ο καθημερινός άνθρωπος και η κοινωνική μίμηση της τραγωδίας του. Αντιθέτως, ο Σέλζνικ επένδυε στη λάμψη της μπουρζουαζίας – στο «μεγαλείο» του παρελθόντος και στην κινηματογραφική πολυτέλεια ως εγγύηση συναισθηματικής και εμπορικής απήχησης.

Χρόνια αργότερα, ο Χίτσκοκ θα μιλούσε για το Rebecca με εμφανή επιφυλακτικότητα, αφήνοντας να εννοηθεί πως η ταινία κατασκευάστηκε με υπερβολική μέριμνα, ώστε να υπηρετήσει συγκεκριμένες, «ρομαντικές» προσδοκίες. Στις συζητήσεις του με τον Φρανσουά Τριφό υπήρξε ακόμη πιο αιχμηρός, υποστηρίζοντας πως δεν πρόκειται για μια καθαρά «χιτσκοκική» ταινία. Πρόκειται για μια παλιομοδίτικη ιστορία που κληρονομεί πολλά από τη λογοτεχνική παράδοση των γυναικείων μυθιστορημάτων της εποχής και στερείται το χιούμορ, που ο ίδιος θεωρούσε οργανικό στη δραματουργία του. Το σίγουρο είναι ότι το Rebecca υπήρξε για εκείνον ένα καθοριστικό μάθημα για τη βιομηχανία του Χόλιγουντ και παραμένει ένα υποδειγματικό γοτθικό δράμα.