Το καλοκαίρι έμοιαζε να βιάζεται να κάνει αισθητή την παρουσία του. Ήταν ακόμη Μάιος και το θερμόμετρο εκείνη την ημέρα άγγιζε τους ογδόντα τέσσερις βαθμούς Φαρενάιτ –θερμοκρασία διόλου φυσιολογική για την εποχή.
Ένα παχουλό περιστέρι προσγειώθηκε στην κορυφή του αγάλματος μαζεύοντας τα γκρίζα φτερά του. Φαίνεται πως το κεφάλι εκείνου του άντρα έμοιαζε γι’ αυτό η ιδανική θέση για να παρατηρήσει τη γύρω περιοχή – το μεγάλο πάρκο με το γρασίδι, τα δέντρα και τα σιντριβάνια που απλωνόταν μπροστά του, τα σπίτια που εκτείνονταν μέχρι εκεί όπου έφτανε το βλέμμα, δίχως να είναι χτισμένα κολλητά το ένα με το άλλο, τον ποταμό Γουιλάμετ που χώριζε στα δύο την πόλη και τις δυο του γέφυρες.
Το Σάλεμ κρατούσε εδώ και πάνω από έναν αιώνα τον τίτλο της πρωτεύουσας της πολιτείας του Όρεγκον, κι ας ήταν το Πόρτλαντ η μεγαλύτερη πόλη της. Κι εκεί, στο κέντρο της πρωτεύουσας, μια ανάσα από το ποτάμι, δέσποζε επιβλητικό το Καπιτώλιο. Ήταν ένα κτήριο μεγαλόπρεπο, φτιαγμένο σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από μάρμαρο – λευκό απ’ έξω και κόκκινο από μέσα. Ήταν το τρίτο Καπιτώλιο που κατασκευάστηκε για να στεγάσει την Πολιτειακή Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Τα δύο προηγούμενα είχαν την ίδια τύχη – να ισοπεδωθούν από δυο καταστροφικές πυρκαγιές. Στο κέντρο του ορθωνόταν ένας θόλος που στο εσωτερικό του απεικόνιζε τριάντα τρία αστέρια. Και στην κορφή του, στεκόταν αγέρωχος εκείνος ο άντρας, κρατώντας στο αριστερό του χέρι ένα αδιάβροχο και στο δεξί ένα τσεκούρι, έτοιμος να στήσει το καταφύγιό του, ενώ το βλέμμα του παρέμενε καρφωμένο στο Βορρά. Ήταν φτιαγμένος από μπρούτζο κι επικαλυμμένος με φύλλα χρυσού. Ίσως να ήταν αυτό το λαμπερό χρυσαφένιο χρώμα που τράβηξε εκείνο το περιστέρι να καθίσει στην κορφή του κεφαλιού του.
Το γκριζωπό πτηνό άπλωσε και πάλι τις φτερούγες του και χάθηκε στον σκουρογάλανο ουρανό τη στιγμή που λίγο χαμηλότερα, στον δεύτερο όροφο του Καπιτώλιου, η Κέιτ Μπράουν άφηνε στην άκρη το χοντρό πάκο από χαρτιά που μελετούσε προσεκτικά το τελευταίο δίωρο.
Ακούμπησε στο γραφείο τα γυαλιά της κι έγειρε στη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα τρίβοντας τα κουρασμένα μάτια της. Ένιωθε πολύ πιεσμένη τις τελευταίες μέρες. Ανάσα δεν έπαιρνε. Κι ήταν μόλις Τετάρτη, η χειρότερη μέρα της εβδομάδας. Κι όσο για διακοπές, ελάχιστα τις είχε χαρεί τα τελευταία χρόνια. Τουλάχιστον αυτό το Σαββατοκύριακο θα ξέφευγε από τους έντονους ρυθμούς της καθημερινότητας. Ο ξάδερφός της τους είχε καλέσει να περάσουν το διήμερο στο εξοχικό του στο Πασίφικ Σίτυ, μια κωμόπολη καμωμένη από γραφικά προκάτ σπίτια στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού. Πάντα ηρεμούσε το μυαλό της όταν βρισκόταν εκεί, και τώρα η σκέψη ότι απέμεναν μόλις τρεις μέρες μέχρι εκείνη την εκδρομή την έκανε να αφήσει έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Μη βιάζεσαι, σκέφτηκε καθώς επανερχόταν στην πραγματικότητα. Σ’ αυτές τις τρεις μέρες σε περιμένει πολλή δουλειά ακόμα.
Αυτή ήταν μια μεγάλη αλήθεια. Παρόλα αυτά, επέτρεψε στον εαυτό της να χαλαρώσει για δυο λεπτά, αφήνοντας το βλέμμα της να πλανηθεί άσκοπα στο περιποιημένο γραφείο, στο τζάκι στον απέναντι τοίχο, στο λευκό ταβάνι… Ήταν ένας όμορφος χώρος, σίγουρα ευχάριστος να δουλεύει κανείς. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με ξύλο καρυδιάς, το ίδιο που είχε χρησιμοποιηθεί και για την κατασκευή των επίπλων. Τα τρία μακρόστενα παράθυρα άφηναν τον ήλιο να σχηματίσει φωτεινές λουρίδες πάνω στην παχιά γκριζοπράσινη μοκέτα με τα γεωμετρικά σχέδια.
Κοίταξε το ρολόι της. Σε περίπου μία ώρα εκείνη η ξανθιά δημοσιογράφος θα καθόταν απέναντί της απευθύνοντάς της ένα σωρό ερωτήσεις, τη στιγμή που η κάμερα θα κατέγραφε τη συνέντευξη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έσκυψε και πάλι πάνω απ’ το γραφείο της στρώνοντας με τα δάχτυλα τα κοντά καστανά της μαλλιά. Φόρεσε τα γυαλιά της και τράβηξε κοντά της την αλληλογραφία που η Λόρεν, η γραμματέας της, είχε φέρει νωρίτερα. Βάλθηκε να σημειώνει βιαστικά “ναι” και “όχι” πάνω στις διάφορες προσκλήσεις σε γεύματα, ομιλίες και συνέδρια, στις οποίες θα απαντούσε η Λόρεν εκ μέρους της. Κάποια έντυπα τα άφησε στην άκρη για να τα διαβάσει αργότερα, κι έπιασε στα χέρια της ένα φάκελο διαφορετικό από τους άλλους. Αποστολέας ήταν κάποιος Σάμιουελ Ρεβένκο, ο οποίος είχε σημειώσει το όνομα και τη διεύθυνσή του με γράμματα απρόσεκτα. Η Κέιτ άδειασε το φάκελο από το περιεχόμενό του και βάλθηκε να διαβάζει γεμάτη περιέργεια τις λιγοστές αράδες που φιγουράριζαν πάνω σ’ ένα χαρτί κομμένο από σχολικό τετράδιο.
Αγαπητή Κυβερνήτα Μπράουν,
Η τάξη μου επισκέφθηκε το Καπιτώλιο στις 19 Απριλίου. Όσο ήμασταν εκεί, πήρα ένα στυλό κι ένα φουντούκι από το Κτήριο του Καπιτώλιου. Αυτά τα πράγματα δεν ήταν δικά μου και ήταν λάθος μου που τα πήρα. Λυπάμαι πολύ. Ελπίζω εσείς και ο λαός του Όρεγκον να μπορέσετε να με συγχωρέσετε.
Με εκτίμηση,
Σάμιουελ
τετάρτη δημοτικού
ΥΓ. Ορίστε το στυλό που θέλω να επιστρέψω, και χρήματα για να αντικαταστήσετε το φουντούκι.
Η Κέιτ έβγαλε έκπληκτη μέσα από το φάκελο ένα απλό μπλε στυλό κι ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου. Ένα ολόκληρο δολάριο για ένα φουντούκι!
Διάβασε ξανά και ξανά το γράμμα, μην μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια της. Προσπάθησε να φανταστεί τι μπορεί να σκέφτηκε εκείνο το μικρό αγόρι που το έκανε να αποφασίσει να στείλει ένα τέτοιο γράμμα, και μάλιστα στην ίδια την κυβερνήτη της πολιτείας. Δύο εκδοχές τής φάνηκαν οι πιο πιθανές.
Σενάριο πρώτο: Ο Σάμιουελ ένιωθε τόσες τύψεις για το μικρό του αδίκημα που δεν μπορούσε ούτε καν να κοιμηθεί ήσυχος τα βράδια.
Σενάριο δεύτερο: Οι γονείς του Σάμιουελ τον ανάγκασαν να γράψει αυτό το γράμμα και να επιστρέψει τα πράγματα που είχε κάνει το λάθος να αποσπάσει από το Καπιτώλιο, προκειμένου να πάρει το μάθημά του και να μην επαναλάβει την πράξη του.
Όπως και να ‘χει, και στις δύο περιπτώσεις το παιδί θα πρέπει να αισθανόταν απαίσια.
Η Κέιτ άνοιξε το συρτάρι του γραφείου κι έβγαλε από μέσα έναν καινούριο φάκελο κι ένα επιστολόχαρτο. Στο πάνω μέρος του, πλάι στο όνομά της, η χρυσή σφραγίδα του Όρεγκον που απεικόνιζε έναν αετό με ανοιγμένα τα φτερά του να πάνω από μιαν ασπίδα. Ξεκίνησε να γράφει την απάντησή της στον μικρό Σάμιουελ με το χαμόγελο ακόμη ζωγραφισμένο στα χείλη της.
Σάμιουελ,
Ευχαριστώ για την απολογία σου. Εκ μέρους του λαού του Όρεγκον, δέχομαι τη συγγνώμη σου και σε συγχωρώ. Το Όρεγκον είναι ένα ξεχωριστό μέρος. Ελπίζω ότι μπορούμε να συνεργαστούμε για να το διατηρήσουμε έτσι. Εσωκλείω ένα στυλό από το γραφείο μου για να θυμάσαι αυτό το συμβάν.
Χαιρετισμούς,
Κέιτ Μπράουν
Κοίταξε για λίγο το χαρτί. Ποτέ δεν απαντούσε χειρόγραφα σε οτιδήποτε, και τώρα της φάνηκε ότι τα γράμματά της κάθε άλλο παρά καλοσχηματισμένα θα μπορούσε να τα πει κανείς. Αναστέναξε. Είχαν περάσει προ πολλού οι εποχές που έβγαινε πρώτη στην καλλιγραφία στο σχολείο.
Έκλεισε το γράμμα στο φάκελο κι έψαξε ανάμεσα στα διάφορα στυλό που υπήρχαν στη μολυβοθήκη. Διάλεξε ένα από εκείνα τα αναμνηστικά που έφεραν το σήμα της πολιτείας του Όρεγκον και το έχωσε κι αυτό στο φάκελο. Ύστερα σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε κοντά στο παράθυρο.
Άφησε το γαλάζιο βλέμμα της να τρέξει στο καταπράσινο πάρκο και στα πολύχρωμα λουλούδια που πλημμύριζαν τα παρτέρια. Είχε την παράξενη και συνάμα ευχάριστη αίσθηση πως ο ανοιξιάτικος ήλιος έλαμπε περισσότερο από ό,τι λίγη ώρα νωρίτερα. Στράφηκε και πάλι προς το εσωτερικό του γραφείου. Ξαφνικά το καφέ χρώμα που κυριαρχούσε παντού τής φάνηκε λειψό. Το μόνο που έδινε μια ιδέα χρώματος στο χώρο ήταν οι σημαίες που στέκονταν ολόρθες λίγο πίσω απ’ την καρέκλα της. Όμως κάτι έλειπε.
Με μια γρήγορη κίνηση μάζεψε την αλληλογραφία και πέρασε από τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα στον χώρο υποδοχής. Πλησίασε στο γραφείο της Λόρεν και της παρέδωσε τις προσκλήσεις στις οποίες θα έπρεπε να απαντήσει. Μαζί τής έδωσε και το γράμμα προς τον Σάμιουελ, τονίζοντάς της να σταλεί το συντομότερο δυνατόν.
«Μα… Σε μισή ώρα έχετε τη συνέντευξη. Το θυμάστε;» έκανε σαστισμένη η κοπέλα όταν η Κέιτ ετοιμάστηκε να βγει από το κτήριο.
«Μην ανησυχείς, θα είμαι πίσω», την καθησύχασε. «Δε θα πάω πολύ μακριά».
Κάτι έλειπε από το γραφείο της. Έλειπε εκείνη η χρωματιστή πινελιά που θα του έδινε ζωή. Εκείνη τη στιγμή το αύριο φάνταζε στα μάτια της λίγο πιο αισιόδοξο και η Τετάρτη δεν ήταν πια η χειρότερη μέρα της εβδομάδας.
Και χαιρόταν αφάνταστα που είχε λάβει το γράμμα του Σάμιουελ ένα πρωινό του Μαΐου. Γιατί τώρα μπορούσε να δώσει στο γραφείο της αυτό που του έλειπε.