Τα πρώτα χρόνια της ζωής του PlayStation 3 ήταν περίεργα και γεμάτα σκαμπανεβάσματα. Η αρχική υψηλή τιμή (599 US Dollars), οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι developers με τον δύστροπο επεξεργαστή και η απουσία βαρύγδουπων, αποκλειστικών τίτλων ανάγκασαν τη Sony να πάρει τη θέση του συνοδηγού μετά την τεράστια επιτυχία του PS2 στην προηγούμενη γενιά. Η κονσόλα χρειαζόταν απεγνωσμένα έναν νέο ήρωα, μία μασκότ που θα κρατούσε τη σημαία, θα άρεσε στους κριτικούς και θα πουλούσε αντίτυπα και κονσόλες. Η Sony έψαχνε ψύλλους στα άχυρα ενώ την ίδια στιγμή το αντίπαλο δέος (Microsoft) είχε κάνει ένα γερό ξεκίνημα με το Gears of War, ενώ τη χρονιά του Uncharted έφερε αποκλειστικά στην κονσόλα της τρία σημαντικότατα παιχνίδια, BioShock, Halo 3, Mass Effect. Το βάρος της ευθύνης έπεσε, ηθελημένα ή μη, σε ένα ήδη αγαπητό studio, τη Naughty Dog.
Η συγκεκριμένη εταιρία είχε αποχτήσει το δικό της κοινό από τη δεκαετία του ’90 με την σειρά παιχνιδιών Crash Bandicoot και λίγο αργότερα με τα Jak & Daxter, παιχνίδια βουτηγμένα στην καρτουνίστικη αισθητική και με έμφαση στο platforming και τα άλματα ακριβείς. Για το επόμενο project επιλέχθηκε μια ανθρώπινη προσέγγιση, μακριά από φανταστικούς κόσμους και καρτούν χαρακτήρες. Πιθανότατα σε αυτό να έπαιξε ρόλο και η τάση της εποχής που γύρισε την πλάτη στα πολύχρωμα platformers και επέλεξε να αγαπήσει τα “ώριμα” shooters μιας και η τεχνολογία είχε πλέον την ικανότατα να προσφέρει εντυπωσιακά σκηνικά και ρεαλιστικές εκρήξεις. Έτσι, δημιούργησε ένα παιχνίδι με σαφείς επιρροές τόσο από κινηματογράφο (Indiana Jones) όσο και από την gaming βιομηχανία (Tomb Raider) και το όνομα αυτού, Uncharted: Drake’s Fortune. Η αρχική του παρουσίαση έγινε με ένα μικρό demo στην Ε3 2006 το οποίο μοιάζει κάπως τραχύ για τα σημερινά δεδομένα.
Το παιχνίδι κυκλοφόρησε 19 Νοεμβρίου στην Αμερική και 7 Δεκεμβρίου στην Ευρώπη ενώ βρήκε σχεδόν αμέσως τη θέση του στις καρδιές του κόσμου. Το Drake’s Fortune (αλλά και ολόκληρη σειρά γενικότερα) έφερε στο προσκήνιο έναν όμορφο συνδυασμό δράσης και κωμωδίας που δεν ήταν πρωτάκουστος αλλά λειτουργούσε πάρα πολύ καλά. Οι κριτικοί το λάτρεψαν, το κοινό αγάπησε τους χαρακτήρες και δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να σπάσει το φράγμα του ενός εκατομμυρίου πωλήσεων. Η βιομηχανία είχε ένα παιχνίδι αντάξιο του Hollywood (ένας διακαής πόθος που κρατάει μέχρι και σήμερα), η Sony είχε, επιτέλους, μία μασκότ και ένα system seller και όλοι ήταν χαρούμενοι.
Το παιχνίδι ξεκινάει με την υπόσχεση μιας περιπέτειας. Ο πρωταγωνιστής της σειράς Nathan Drake βρίσκεται στη μέση του πουθενά μαζί με την φιλόδοξη ρεπόρτερ Elena Fisher τη στιγμή που έχουν ξεθάψει το φέρετρο του μεγάλου θαλασσοπόρου Sir Francis Drake. Φυσικά τα πράγματα δεν αργούν να πάνε στραβά μιας και μία αναπάντεχη επίθεση πειρατών σταματάει την όποια ηρεμία επικρατούσε. Η Amy Hennig (σεναριογράφος των τριών πρώτον παιχνιδιών της τετραλογίας) θέτει ένα μοτίβο που θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος. Υπάρχει η προαναφερθείσα υπόσχεση για περιπέτεια καθώς κάθε παιχνίδι ξεκινάει με την αναζήτηση ενός χαμένου θησαυρού κάτι που δίνει μια τέλεια δικαιολογία για ταξίδια σε ένα σωρό πανέμορφα μέρη του πλανήτη αλλά η ουσία βρίσκεται αλλού.
Ιστορία δίχως ενδιαφέροντες χαρακτήρες είναι σχεδόν πάντοτε κενή κι έτσι αυτό το κυνήγι ξεχασμένων ιστορικών αντικειμένων (ή και πόλεων) λειτουργεί σαν ένα όχημα το οποίο μας βοηθά να μάθουμε καλύτερα τους ανθρώπους που βρίσκονται στις οθόνες μας. Οι εξερεύνηση εξελίσσεται σε δύο επίπεδα, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Όσο φτάνουν πιο κοντά οι χαρακτήρες στο να βρουν αυτό που ψάχνουν, τόσο καλύτερα μαθαίνουν τους εαυτούς τους με την τακτική αυτή να τελειοποιείται στο A Thief’s End (2016) που αποτέλεσε και το κλείσιμο της ιστορίας του Drake. Τα Uncharted μπορεί να μιλάνε για μέρη κρυμμένα από την ιστορία και τον πολιτισμό ή για αμύθητους θησαυρούς, αλλά στον πυρήνα τους βρίσκεται μία ανθρώπινη ιστορία αυτό-ανακάλυψης.
Για να γυρίσουμε όμως συγκεκριμένα στο Drake’s Fortune που γιορτάζει φέτος την δέκατη επέτειό του, ο Nathan Drake βρίσκει μέσα στο φέρετρο που αναφέραμε νωρίτερα ένα ημερολόγιο το οποίο φαίνεται να αποκαλύπτει μερικά καλά κρυμμένα μυστικά σχετικά με την χαμένη πόλη El Dorado ή αλλιώς, την Χρυσή Πόλη, ένα όνομα αναμφίβολα πιο πιασάρικο. Δίπλα του βρίσκεται ο Victor Sullivan, μέντορας του Nathan με αγαπημένα θέματα συζήτησης τα ατελείωτα χρέη του και τις γυναικείες κατακτήσεις. Είναι περήφανος για τις επιλογές του (ακόμα και γι’αυτές που έχει μετανιώσει) και δεν το κρύβει, μπορεί η παρουσία του να μοιάζει κάπως μονοδιάστατη αλλά όσο προχωράει η σειρά ξεκαθαρίζει ο σημαντικότατος ρόλος που έπαιξε στην ενηλικίωση του Nate. Το τρίτο κομμάτι του παζλ, η Elena Fisher, αρχικά φαντάζει ως το αναγκαίο μισό που χρειάζεται για να χτιστεί ένα will-they-won’t-they με τον Nathan, μία προσέγγιση που διαλύεται πολύ γρήγορα τόσο σεναριακά όσο και μέσα από το gameplay μιας και πολύ συχνά βοηθά τον παίχτη να λύσει το πρόβλημα που ακούει στο όνομα “ατελείωτοι εχθρικοί πειρατές έρχονται κατά πάνω μου”.
Προσωπικά, είχα να παίξω το παιχνίδι αρκετά χρόνια. Το άρθρο αυτό μου έδωσε μια καλή δικαιολογία για να δώσω την ευκαιρία στο πιστό αλλά κάπως σκονισμένο PS3 να χρησιμοποιηθεί για κάτι άλλο πέραν του Netflix. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα ήταν το άμεσο ξεκίνημα της όλης διαδικασίας, σε αντίθεση με το Doom (2016) για παράδειγμα που ζητά να κατεβάσει πρώτα ένα update μεγέθους 30GB πριν μου δώσει την δυνατότητα να ρίξω την πρώτη σφαίρα. Πέραν αυτού όμως, το παιχνίδι κρατιέται πολύ καλύτερο απ’όσο περίμενα ή θυμόμουν, τουλάχιστον οπτικά. 10 χρόνια δεν είναι λίγα αλλά το Drake’s Fortune είναι ακόμα και σήμερα ευχάριστο στο μάτι. Ναι, σίγουρα, τα πρόσωπα είναι λίγο περίεργα και οι απότομες εκφράσεις που παίρνουν ενδεχομένως να παραξενέψουν σε πρώτη ματιά, αλλά είναι καλώς ή κακώς προϊόν της εποχής του.
Έπαιξα περίπου την πρώτη ώρα η οποία είναι αρκετή για να δώσει λίγο-πολύ μία καλή αίσθηση του τι θα ακολουθήσει. Το ξεκίνημα είναι λίγο περίεργο και άβολο με τον παίχτη να μαθαίνει να πυροβολά και να ρίχνει κλωτσομπουνίδια ενώ κάτι πειρατές κάνουν κύκλους γύρω από την βάρκα του σε μία σχεδόν on-rails σεκάνς αλλά σύντομα ο χώρος ανοίγει, ο Nate προσγειώνεται σε δασικό έδαφος και δίνεται η ευκαιρία να περπατήσουμε κανονικά στον κόσμο του παιχνιδιού. Τα Uncharted πέραν του shooting εμπεριέχουν και σεβαστή ποσότητα platforming (αν και η ποιότητα αυτού αποτελεί θέμα συζήτησης εδώ και χρόνια) το οποίο μεταφράζεται και σε εξερεύνηση. Ο κόσμος βέβαια δεν είναι ανοιχτός, δεν υπάρχουν πολλά διαφορετικά μονοπάτια για να φτάσουμε από το σημείο Α στο σημείο Β αλλά σπάει όμορφα τον ρυθμό του gameplay για να δώσει μερικές ανάσες και να αφήσει τον παίχτη να θαυμάσει τον κόσμο γύρω του.
Περνάει αρκετή ώρα πριν χρειαστεί να πυροβολήσουμε άλλο εχθρό με το βάρος να δίνεται στην σχέση του Nate και του Sully με την Elena να εμφανίζεται ξανά λίγο αργότερα. Λύνουμε μερικούς απλοϊκούς γρίφους, σκαρφαλώνουμε βράχια έτοιμα να πέσουν, αφού όμως ο παίχτης είναι ασφαλής, ο θάνατος από λάθος υπολογισμό ενός άλματος είναι πάντα μέσα στο πρόγραμμα και φτάνουμε στον στόχο μας, ένα υποβρύχιο των ναζί απλωμένο στην κορυφή ενός λόφου. Ο Nate μπαίνει μέσα, κάνει σχόλια για τους νεκρούς ναζί μαζί με ένα Seinfeld αστείο, προφανώς κάτι πάει στραβά, τρέχουμε έξω, γνωρίζουμε τον Εχθρό #1 της σειράς, τρέχουμε, σκοτώνουμε, όλα καλά. Το shooting δεν είναι και ό,τι πιο στιβαρό έχει να δώσει η βιομηχανία. Θα χρειαζόντουσαν τρία ακόμα παιχνίδια και σχεδόν μία δεκαετία για να βρει η Naughty Dog τον τρόπο να μην κάνει το χέρι του Nate τόσο ασταθές και επιρρεπές στην αστοχία. Η μουσική πάντως, γραμμένη από τον Greg Edmonson παραμένει ένα από τα δυνατά χαρτιά του παιχνιδιού με το main theme να γίνεται instant classic. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να χρησιμοποιήσω ξανά το motion sensor του Sixaxis, ένα feature που ήρθε και έφυγε πριν καν προλάβει να κουράσει τον κόσμο.
Το Uncharted: Drake’s Fortune ήταν ένα παιχνίδι που ήρθε ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε για τη Sony. Έδειξε μερικές από τις αληθινές δυνατότητες του μηχανήματος και κράτησε τους φανς ευχαριστημένους για λίγο μέχρι να έρθουν οι επόμενοι δυνατοί τίτλοι (MGS4, LittleBigPlanet, Killzone 2) ενώ αποτέλεσε την αφετηρία για ένα αξιοζήλευτο σερί υπέροχων παιχνιδιών από τη Naughty Dog που κρατάει μέχρι και σήμερα. Το Uncharted 2: Among Thieves κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα και παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο βελτιωμένα sequels ενώ το 2013 η κυκλοφορία του The Last of Us καθιέρωσε την θέση της Naughty Dog στο πάνθεον της βιομηχανίας. Το Drake’s Fortune είναι διαθέσιμο και για PS4 (μαζί με τις δύο συνέχειές του) σε μία remastered έκδοση που περιέχει και ελληνικούς υπότιτλους. Μπορεί να φαντάζει λίγο απαρχαιωμένο σε μερικούς τομείς και να μην χειρίζεται τόσο καλά όσο μάλλον θα έπρεπε, αλλά είναι ένα παιχνίδι που αξίζει να παιχτεί από όλους, ακόμα και για εγκυκλοπαιδικούς σκοπούς. Το καλό είναι πως πρόκειται παράλληλα και για μία πολύ όμορφη περιπέτεια.