
Η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου τον Αύγουστο του 1961 αποτέλεσε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και τραγικά γεγονότα του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν η σωματική, πολιτική και ιδεολογική ενσάρκωση του διχασμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Δεν επρόκειτο απλώς για ένα τείχος· ήταν ένα τεχνητό σύνορο που διαίρεσε μια πόλη, ένα έθνος και τελικά, έναν ολόκληρο κόσμο σε δύο στρατόπεδα: τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό.
Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε τις αιτίες που οδήγησαν στην κατασκευή του Τείχους, τα πολιτικά και κοινωνικά συγκείμενα της εποχής, καθώς και τις πρώτες μέρες της δημιουργίας του το 1961.
Το μεταπολεμικό Βερολίνο: Μια διαιρεμένη πόλη
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, η Γερμανία νικήθηκε και χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, ελεγχόμενες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σοβιετική Ένωση, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Το ίδιο συνέβη και με το Βερολίνο, παρότι βρισκόταν εξ ολοκλήρου μέσα στη σοβιετική ζώνη.
Το 1949, οι ζώνες των Δυτικών Συμμάχων ενώθηκαν και σχημάτισαν τη Δυτική Γερμανία (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), ενώ η σοβιετική ζώνη μετατράπηκε στην Ανατολική Γερμανία (Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας). Το Βερολίνο, αν και γεωγραφικά βρισκόταν στην Ανατολή, διατηρούσε τη δυτική του πλευρά ως ελεύθερο, καπιταλιστικό θύλακα στο εσωτερικό του σοβιετικού ελέγχου.
Από την αρχή, το Βερολίνο έγινε σύμβολο της αναμέτρησης δύο συστημάτων: από τη μία ο φιλελεύθερος καπιταλισμός της Δύσης, από την άλλη ο αυταρχικός κομμουνισμός της Ανατολής. Η κατάσταση αυτή ήταν εξαιρετικά ασταθής.
Η αιμορραγία προς τη Δύση
Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1950, εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί χρησιμοποίησαν το Βερολίνο ως δίοδο διαφυγής προς τη Δύση. Η μετακίνηση από το Ανατολικό στο Δυτικό Βερολίνο ήταν ακόμα εφικτή, παρά τους αυστηρούς ελέγχους.
Από το 1949 έως το 1961, υπολογίζεται ότι πάνω από 2,7 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί εγκατέλειψαν τη χώρα τους, πολλοί από τους οποίους ήταν νέοι, μορφωμένοι και επαγγελματίες – γιατροί, μηχανικοί, δάσκαλοι. Αυτή η «διαρροή εγκεφάλων» αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα για το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας και ένα πολιτικό πλήγμα για την ΕΣΣΔ.
Ο ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας, Βάλτερ Ούλμπριχτ, κατηγορούσε τη Δύση ότι «κλέβει» τους πολίτες του και υπονόμευε το σοσιαλιστικό κράτος. Η ΕΣΣΔ, με επικεφαλής τότε τον Νικίτα Χρουστσόφ, πίεζε για μια οριστική λύση στο “πρόβλημα του Βερολίνου”.

Το πολιτικό υπόβαθρο του 1961
Η διεθνής ένταση κορυφωνόταν. Ο Χρουστσόφ, το 1958, είχε θέσει τελεσίγραφο στους Δυτικούς να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το Δυτικό Βερολίνο. Παρότι δεν το υλοποίησε, οι διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολες και ατελέσφορες. Στο μεταξύ, οι αποχωρήσεις πολιτών από την Ανατολική Γερμανία συνεχίζονταν αμείωτες.
Η εκλογή του Τζον Φ. Κένεντι στην προεδρία των ΗΠΑ το 1961 ενέτεινε τις εντάσεις. Η αποτυχημένη απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων (στην Κούβα) είχε δώσει την εντύπωση στους Σοβιετικούς ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν ευάλωτος. Ο Χρουστσόφ αποφάσισε να δράσει.
Η απόφαση: Η μυστική επιχείρηση “Rose”
Η απόφαση για την ανέγερση του Τείχους πάρθηκε μυστικά από την Ανατολική Γερμανία με την πλήρη έγκριση της Μόσχας. Η επιχείρηση πήρε την κωδική ονομασία “Operation Rose”.
Το βράδυ της 12ης προς 13η Αυγούστου 1961, χωρίς καμία δημόσια προειδοποίηση, χιλιάδες Ανατολικογερμανοί στρατιώτες και εργάτες τοποθέτησαν σύρματα, οδοφράγματα και φράγματα σε όλο το μήκος των σημείων μετάβασης μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου.
Το πρωί της 13ης Αυγούστου, οι κάτοικοι του Βερολίνου ξύπνησαν σε μια διαιρεμένη πόλη. Οι δρόμοι, οι γραμμές τραμ, οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα πεζοδρόμια είχαν κοπεί βίαια. Οι οικογένειες χωρίστηκαν, οι εργαζόμενοι αποκλείστηκαν από τις δουλειές τους στο άλλο τμήμα της πόλης, και το σοκ ήταν παγκόσμιο.
Η σταδιακή οχύρωση του Τείχους
Το αρχικό σύρμα γρήγορα αντικαταστάθηκε με τσιμεντένιο τείχος, φυλάκια, παρατηρητήρια, χαρακώματα, και “νεκρές ζώνες”. Το Τείχος εξελίχθηκε σε μια εξαιρετικά φυλασσόμενη γραμμή θανάτου, μήκους περίπου 155 χιλιομέτρων, που περιέκλειε πλήρως το Δυτικό Βερολίνο.
Το 1962 προστέθηκαν επιπλέον τείχη, φράχτες και αντι-οχηματικά εμπόδια. Οποιαδήποτε απόπειρα δραπέτευσης από την Ανατολή προς τη Δύση αντιμετωπιζόταν με πυροβολισμούς. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 140 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να περάσουν το Τείχος, ενώ εκατοντάδες συνελήφθησαν.
Η διεθνής αντίδραση
Οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας υπήρξαν ανάμεικτες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέδρασαν λεκτικά αλλά δεν επενέβησαν στρατιωτικά, σεβόμενες τη συμφωνία του 1945 που αναγνώριζε τον έλεγχο της ΕΣΣΔ στο Ανατολικό Βερολίνο.
Ωστόσο, ο Κένεντι επισκέφθηκε το Δυτικό Βερολίνο το 1963 και εκφώνησε τον εμβληματικό λόγο του: «Ich bin ein Berliner», υποδηλώνοντας την υποστήριξη της Δύσης προς τους κατοίκους της διαιρεμένης πόλης.

Συμπεράσματα: Ένα σύμβολο του διχασμού
Η δημιουργία του Τείχους του Βερολίνου δεν ήταν απλώς μια πράξη γεωπολιτικής στρατηγικής· ήταν ένα τραγικό αποτύπωμα της ψυχροπολεμικής πραγματικότητας, που έθετε την ιδεολογία πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Χώρισε οικογένειες, φίλους, ζωές.
Η αρχή του Τείχους το 1961 αποτέλεσε την κορύφωση του ανατολικογερμανικού αυταρχισμού και της σοβιετικής πίεσης, και έναν σιωπηλό θρίαμβο της Δύσης που δε χρειάστηκε να αντιδράσει με τη βία· απλώς περίμενε. Και πράγματι, το Τείχος δεν άντεξε: κατέρρευσε το 1989, όταν τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης άρχισαν να καταρρέουν.
Η ιστορία της ανέγερσης του Τείχους μάς θυμίζει πως, συχνά, τα πιο απλά ανθρώπινα δικαιώματα – όπως το να διασχίσεις έναν δρόμο ή να δεις την οικογένειά σου – μπορεί να γίνουν αντικείμενο διεθνούς αντιπαράθεσης και καταστολής.
Πηγές:
-
Harrison, Hope M. (2001). Driving the Soviets up the Wall: Soviet-East German Relations, 1953–1961. Princeton University Press.
-
Taylor, Frederick (2006). The Berlin Wall: A World Divided, 1961–1989. Harper Perennial.
-
Major, Patrick (2010). Behind the Berlin Wall: East Germany and the Frontiers of Power. Oxford University Press.
Advertising
-
Gaddis, John Lewis (2005). The Cold War: A New History. Penguin Press.