Η Οθωμανική αυτοκρατορία ακολουθώντας την πολιτική παράδοση της Εγγύς Ανατολής, είχε οργανώσει τους υπηκόους του αχανούς κράτους σε κοινότητες, με γνώμονα την θρησκευτική τους ταυτότητα. Με βάση αυτόν τον διαχωρισμό, προσδιορίζονταν τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα αλλά και οι υποχρεώσεις απέναντι στην κεντρική εξουσία. Στις αρχές του 19ου αιώνα διακρίνονται τρείς τέτοιες κοινότητες, τα μιλλέτ όπως ονομάζονταν, των μουσουλμάνων, των Εβραίων και η κοινότητα των ορθόδοξων χριστιανών, των Ρωμιών, το Ρούμ-μιλλέτ.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Επικεφαλής αλλά και υπεύθυνος της θρησκευτικής κοινότητας των Ρωμιών ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο εκκλησιαστικός μηχανισμός που τον πλαισίωνε.
Μετά την άλωση του 1453 και την μεταφορά της πρωτεύουσας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, ο Μωάμεθ Β΄ τοποθέτησε στην θέση του Πατριάρχη, τον ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο (Γεννάδιος Β΄), καλύπτοντας το κενό που υπήρχε στην ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το 1451 και την αποχώρηση του ενωτικού Πατριάρχη Γρηγορίου Γ’.
Οι διευρυμένες εξουσίες που παραχωρήθηκαν από τον σουλτάνο στο Πατριαρχείο, επεκτάθηκαν και πέραν των θρησκευτικών. Η Εκκλησία απέκτησε το δικαίωμα φορολόγησης των πιστών, δικαστικές αρμοδιότητες εντός της ορθόδοξης κοινότητας και οργανωτική αυτονομία. Με αυτόν τον τρόπο ο Πατριάρχης μετατράπηκε σε έναν «παρά τω σουλτάνο» θρησκευτικό αλλά και πολιτικό ηγέτη, με υποχρέωση την απόδοση των φόρων και τη διατήρηση της τάξης και της νομιμοφροσύνης εντός της κοινότητας των Ρωμιών.
Έίναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε πως όταν αναφερόμαστε στην κοινότητα των Ρωμιών, αναφερόμαστε σε μια θρησκευτική ομάδα η οποία περιλαμβάνει συνολικά τους Ορθόδοξους πληθυσμούς εντός της οθωμανικής επικράτειας, πέρα από εθνοτική καταγωγή και γλωσσική ιδιαιτερότητα. Επειδή η επίσημη γλώσσα του Πατριαρχείου ήταν η ελληνική, σαφώς και το ελληνορθόδοξο στοιχείο υπερτερούσε. Ωστόσο, δεν προωθούνταν η αίσθηση της ελληνικότητας με τους σύγχρονους εθνικούς όρους, αλλά εκείνη της βυζαντινής οικουμενικότητας. Με τη δυναμική εμφάνιση του εθνικισμού κατά τον 19ο αιώνα έχουμε το πέρασμα από το Γένος των Ρωμιών στο Έθνος των Ελλήνων με διακριτά εθνοτικά, γλωσσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Η γεωγραφική επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έδωσε την δυνατότητα στο Πατριαρχείο να διευρύνει σταδιακά, την σφαίρα της επιρροής του. Το 1766/67 οι αυτοκέφαλες Αρχιεπισκοπές της Αχρίδας και του Ιπεκίου εντάσσονται στους κόλπους του, ενώ τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας, αν και ισότιμα, τελούν υπό οικονομική εξάρτηση. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξουσιάζει (θρησκευτικά, οικονομικά και πολιτικά) το σύνολο των ορθόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας.
Η διαδικασία της ανάδειξης στο αξίωμα του Πατριάρχη ήταν, και αυτή, ενταγμένη στο οθωμανικό σύστημα εξαγοράς αξιωμάτων μέσα από τον πλειστηριασμό και την ενοικίαση των δημοσίων προσόδων. Από το 1741 όταν και θεσμοθετείται το σύστημα του «γεροντισμού», η ανάδειξη του Πατριάρχη εξαρτάται και από την έγκριση των αρχιερέων που βρίσκονται κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα με τη θεσμοποίηση του ρόλου των «προκρίτων του γένους», στην ανάδειξη του Πατριάρχη μετέχουν, εκτός από τους Γέροντες, οι Φαναριώτες και οι ηγέτες των συντεχνιών της Πόλης.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποτελώντας τμήμα της οθωμανικής διοίκησης δεν θα μπορούσε να γίνει φορέας επαναστατικών ιδεών και λύσεων. Ο ρόλος που διαδραμάτισε κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν εκείνος του θεματοφύλακα της ελληνικής γλώσσας. Μέσα από τα εκκλησιαστικά κείμενα και τη εκπαιδευτική δράση σημαντικών διδασκάλων (Ευγένιος Βούλγαρης, Νεόφυτος Δούκας, κ.α.), διατηρήθηκε η ορθόδοξη ταυτότητα και παράδοση των υπόδουλων Ρωμιών.
Οι Φαναριώτες
Εξίσου σημαντικό ρόλο στην οθωμανική διοίκηση, διαδραμάτισε μια ορθόδοξη και ελληνόφωνη βυζαντινή αριστοκρατία. Οι Φαναριώτες – όπως ονομάστηκαν από την συνοικία που κατοικούσαν – εκμεταλλεύτικαν την απροθυμία των σουλτάνων να παραχωρήσουν υψηλά αξιώματα σε ομόθρησκούς τους, υπό των φόβο σφετερισμού της εξουσίας τους. Αυτή η στάση των σουλτάνων αλλά και η μεγάλη τους μόρφωση είχαν σαν αποτέλεσμα να καταλάβουν σημαντικές θέσεις εντός του κρατικού μηχανισμού, όπως το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης και του Δραγουμάνου του Στόλου (αντίστοιχα με τους σημερινούς υπουγούς Εξωτρικών και Ναυτιλίας).
Στα τέλη του 17ου αιώνα, οι πολεμικές αντιπαραθέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τα χριστιανικά βασίλεια της δυτικής Ευρώπης, κατέλειξαν στην απώλεια εδαφών και την υπογραφή των συνθηκών του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασσάροβιτς (1718). Ο ρόλος, που διαδραμάτισαν οι μορφωμένοι και χριστιανοί Φαναριώτες στις διαπραγματεύσεις, εδραίωσε την παρουσία τους στα υψηλά κλιμάκια της διοίκησης και του διπλωματικού σώματος της αυτοκρατορίας.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, η εξουσία τους ισχυροποιείται, καθώς αναλαμβάνουν την διοίκηση των αυτόνομων, παραδουνάβιων ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Το αξίωμα του Ηγεμόνα (οσποδάρου) – όπως και του Πατριάρχη – ήταν εξαγοράσιμο, μέσω του πλειστηριασμού και της υπενοικίασης των φόρων, η συγκέντρωση των οποίων, απέφερε στους Φαναριώτες σημαντική οικονομική δύναμη.
Οι Φαναριώτες χαρακτηρίζονταν από μια ιδιόμορφη αντίληψη της ταυτότητάς τους. Θεωρούσαν εαυτούς, αφενός συνειδητούς Οθωμανούς υπηκόους και αφετέρου μέλη της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Αυτή η διττή συνείδηση και η έλλειψη πολιτικής ιδεολογίας για την «εκ των έσω» υπονόμευση του κράτους, καθόρισε την υποτονική έως αρνητική στάση που τήρησαν απέναντι σε επαναστατικές ενέργειες κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ ταυτόχρονα προώθησαν την ελληνική παιδεία και την ορθόδοξη πίστη.
Οι προεστοί
Οι πολεμικές συγκρούσεις του 17ου αιώνα, είχαν ως συνέπεια την δημιουργία έντονου δημοσιονομικού προβλήματος. Για την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων, η Οθωμανική αυτοκρατορία, θα προχωρήσει στην μεταρρύθμιση του συστήματος οικονομικών εσόδων. Ο υπολογισμός και η απόδοση των φορολογικών υποχρεώσεων θα γινόταν, πλέον, σε επίπεδο τοπικής κοινότητας και όχι σε οικογενειακό (κεφαλικός φόρος). Το έργο της συλλογής και απόδοσης των φόρων (σε χρήμα ή σε είδος), στην κεντρική εξουσία, ανέλαβε μια ομάδα εύπορων Ρωμιών, οι προεστοί ή προύχοντες ή κοτζαμπάσηδες.
Οι προεστοί, εξέχοντα πρόσωπα της κοινότητας από την οποία προέρχονταν, είχαν στην κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις γης, αλλά και τις απαραίτητες υποδομές (αποθήκες, μεταφορικά μέσα, εμπορικό δίκτυο) που τους επέτρεπε να αποκτούν τα συμβόλαια ενοικίασης των φόρων. Η εξουσία τους δεν περιοριζόταν στην συλλογή των φόρων αλλά και στην διοίκηση, την διατήρηση της τάξης, τον δανεισμό και την εκπροσώπηση της κοινότητας στο συμβουλευτικό σώμα του τοπικού πασά (μοραγιάννηδες). Διατηρούσαν, επίσης, αντιπροσώπους και στην κεντρική εξουσία (βεκίλιδες).
Οι προεστοί, αν και επιφυλακτικοί απέναντι σε εξεγέρσεις, θα αναλάβουν τον ρόλο της διοικητικής υποστήριξης της επανάστασης, παρέχοντας υποδομές (μύλους, αποθήκες) και μεταφορικά μέσα.
Οι ένοπλοι
Η κατοχή όπλων υπήρξε η βάση στην οποία στηρίχτηκε η δημιουργία μιας ομάδας με ετερόκλητη κοινωνική προέλευση και συνδετικό χαρακτηριστικό την στρατιωτική δύναμη. Οι ένοπλοι ρωμιοί διακρίνονται σε τρείς υποομάδες με ασαφή διαχωριστικά όρια: τους κλέφτες, τους αρματολούς και τους κάπους και συγκρότησαν το κύριο στρατιωτικό σώμα, κατά την Επανάσταση του 1821.
Οι κλέφτες, αποτελούνταν από φυγόδικους που κατέφευγαν στα βουνά και διαβίωναν μέσω ληστρικών επιδρομών εναντίων εμπόρων και Τούρκων μπέηδων. Ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες 12-15 ατόμων με επικεφαλής έναν οπλαρχηγό, τον καπετάνιο. Οι κλέφτες, περιστασιακά παρείχαν τις υπηρεσίες τους και στους προεστούς, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν για να επιβάλλουν την εξουσία τους. Η σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες, ήταν αντιφατική και αμφίσημη. Χαρακτηριστικά, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του 1770 (Ορλωφικά), προεστοί και κλέφτες συνεργάστηκαν για την αντιμετώπιση του προβλήματος των Αλβανών ατάκτων που λεηλατούσαν κυρίως την Πελοπόννησο, ενώ το 1806, οι προεστοί στραφήκαν εναντίον τους, σε αυτό που ονομάστηκε «χαλασμός των κλεφτών». Ο παραβατικός βίος τους ωστόσο, εξωραΐστηκε από την λαϊκή παράδοση, εκφράζοντας το ιδανικό της αντίστασης των απλών χωρικών απέναντι στην καθιερωμένη εξουσία, Οθωμανών και προεστών.
Η αντιμετώπιση των κλεφτών από την Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν εξαιρετικά δύσκολη, λόγω των δύσβατων περιοχών που δρούσαν. Αντί της ευθείας σύγκρουσης, επιχειρήθηκε ο προσεταιρισμός τους. Οι ένοπλοι που τον αποδέχονταν, αμνηστεύονταν και γίνονταν αρματολοί. Με αναγνωρισμένο πλέον το δικαίωμα της οπλοκατοχής καθώς οι αρματολοί αποτελούσαν επίσημο θεσμό του Οθωμανικού κράτους, αναλάμβαναν την τήρηση της τάξης στις ορεινές περιοχές της Ρούμελης (αρματολίκια) ή την φύλαξη σημαντικών ορεινών περασμάτων (δερβένια).
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους κλέφτες και τους αρματολούς δεν ήταν πάντοτε σαφής. Οι κλέφτες, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, μεταπηδούσαν στις τάξεις των αρματολών και την νομιμότητα, ενώ οι αρματολοί από τον 18ο αιώνα κατέφυγαν στα βουνά καταδιωκόμενοι από την οθωμανική εξουσία και ζούσαν σαν κλέφτες.
Μια μερίδα κλεφτών λειτούργησε ως προσωπική φρουρά των προεστών. Οι κάποι, χωρίς να αποτελούν εξουσί , είχαν ως καθήκον την περιφρούρηση της γης και το κύρος του προεστού που υπηρετούσαν ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις αναλάμβαναν την καταδίωξη των κλεφτών. Αρκετοί από τους πελοποννήσιους οπλαρχηγούς της Επανάστασης, είχαν υπάρξει κάποι όπως ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς και οι Κολοκοτρωναίοι.
Οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες
Οι πλοιοκτήτες και έμποροι των νησιών του Αιγαίου, εκμεταλλευόμενοι μια σειρά ευνοϊκών συγκυριών, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ανέπτυξαν σημαντική εμπορική δραστηριότητα στην Μεσόγειο. Η Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) τους έδωσε το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την Ρωσική σημαία στα πλοία τους, ενώ οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και η εξαφάνιση του γαλλικού εμπορίου από την ανατολική Μεσόγειο τους επέτρεψε να κυριαρχήσουν, αποκομίζοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη τα οποία και διέθεσαν στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Ο ρόλος τους στις τοπικές κοινότητες των Ρωμιών ήταν αντίστοιχος με εκείνου των προεστών της ηπειρωτικής χώρας, διέφερε όμως η πηγή του πλούτου τους, καθώς προερχόταν από εμπορικές δραστηριότητες και όχι από την κατοχή γης.
Η ανάπτυξη σχέσεων με την υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και με τις ελληνικές παροικίες, τους έφερε σε επαφή με τις αλλαγές που συντελούνταν εκτός των στενών ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο απόηχος της Γαλλική επανάστασης και του Διαφωτισμού διαμόρφωσαν μια εθνική συνείδηση που επικεντρώθηκε στην πεποίθηση της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους. Η κατοχή μεγάλου αριθμού πλοίων αλλά και έμπειρων ναυτικών ήταν καθοριστικής σημασίας κατά την Επανάσταση του 1821.
Επίλογος
Η αυγή του 19ου αιώνα βρίσκει την Οθωμανική αυτοκρατορία σε παρακμή. Το μιλλέτ των Ρωμιών, αντιθέτως, απολαμβάνοντας ένα καθεστώς σχετικής αυτονομίας και αυτοδιοίκησης έχει αναπτυχθεί οικονομικά αλλά και ιδεολογικά. Ο πλούτος που βρίσκεται στα χέρια καραβοκύρηδων, η πολεμική ισχύς των ενόπλων και η πολιτική δύναμη και εμπειρία προεστών και Φαναριωτών, στο πλαίσιο μια ελληνορθόδοξης ταυτότητας, θα αποτελέσουν τις απαραίτητες συνιστώσες του Έθνους, που θα οδηγήσουν στον ένοπλο αγώνα για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού: την Επανάσταση του 1821.
Πηγές:
Παπαγεωργίου Στ., (2004). Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του Ελληνικού κράτους, 1821 – 1862. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Κωστής Κ., (2013). «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας». Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας. Αθήνα: Πόλις.
Petropulos J.A., (1985). Πολιτική συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), τ. Α΄. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα.
Παπασταματίου, Δ., Κοτζαγεώργης, Φ., (2015). Ιστορία του νέου ελληνισμού κατά τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας. [e-book], Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/4721.