
Νίτσε: Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς την λέξη υπεράνθρωπος; Έναν τυπά με μπλε στολή, κόκκινη κάπα , ένα τέλεια γυαλισμένο μαλλί που κατσαρώνει στην φράντζα και ένα τεράστιο S στο στήθος ; Προφανώς και ναι. Ο άνθρωπος, στις μέρες μας έχει ταυτίσει την λέξη «υπεράνθρωπος» με την μεγάλη σωματική δύναμη, την αντοχή, ή ακόμα και την ικανότητα να πετάει ίσως. Κοινώς ό,τι έχει να κάνει με ένα σωματικά ανώτερο ων από όλα τα αλλά. Ας κρατήσουμε τώρα αυτό το ανώτερο ων στο μυαλό μας, με όλες τις αξίες που μόλις περιγράψαμε και ας τις μεταφέρουμε σε ένα παρόμοιο αλλά και διαφορετικό μοντέλο. Αφήνοντας τον υπεράνθρωπο σαν μια σωματικά ανώτερη οντότητα, και ξαναπιάνοντας τον ως μια πνευματική θα δούμε ότι ίσως αυτό το όραμα δεν είναι και τόσο μακριά. Αλλά ταυτόχρονα, επί του πρακτέου, ίσως ο σημερινός άνθρωπος είναι πιο κοντά σε ένα ανώτερο σωματικά ων, παρά σε ένα ανώτερο πνευματικά και ψυχικά.

Στο τεράστιο έργο του ο Νίτσε «Τάδε έφη ο Ζαρατούστρα» (Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.) παραθέτει ακριβώς αυτήν την ιδέα. Την ιδέα του υπεράνθρωπου (übermenschlich). Όπου ένα πνευματικά ανώτερο ων, καταπατά τον άνθρωπο, τον αφήνει πίσω, και τελικά τον ξεπερνά. Ας το πιάσουμε όμως από την αρχή. Ο Νίτσε υποστηρίζει πως η εξέλιξη μας δεν έχει ολοκληρωθεί κάνοντας έναν παραλληλισμό βασιζόμενος πάνω στην εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου. «Ο πίθηκος, είναι για τον άνθρωπο, ότι είναι για τον υπεράνθρωπο ο άνθρωπος». Δηλώνοντας ότι αυτό που είμαστε τώρα είναι μια γέφυρα, μια τεντωμένη χορδή, όπου πρέπει να διαβούμε, με τόλμη και θάρρος, με κίνδυνο και αρετή, μέχρι να φτάσουμε στο «Μεγάλο μεσημέρι» δηλαδή στα μισά της διαδρομής, από τον άνθρωπο προς το κάτι ανώτερο. Στην πρώτη ομιλία του ο Ζαρατούστρα, συγκεντρώνει τα πλήθη, με σκοπό να εκφράσει τις ιδέες τους. Πράγμα που όπως θα περίμενε κανείς, δεν πηγαίνει και τόσο καλά. Με μια πίκρα ο Νίτσε σε εκείνο το σημείο θέλει να δείξει την«δύναμη του συρφετού» και την ανελαστικότητα της μάζας, απέναντι σε κάθε τι καινούργιο. Ξαφνικά, όσο ο κόσμος χλευάζει τον Ζαρατούστρα, πάνω από το πλήθος, ένας στυλοβάτης αποφασίζει να περπατήσει σε ένα τεντωμένο σχοινί που στηρίζεται σε δυο πύργους. Χωρίς επιτυχία όμως, καθώς πέφτει από το σχοινί όσο ένας άλλος ζογκλέρ με χάρη και ευελιξία περνάει από πάνω του, και τον ρίχνει κάτω αφήνοντας τον ετοιμοθάνατο. Με αυτήν την αλληγορική παραβολή ο Νίτσε τονίζει ξανά το ταξίδι του ανθρώπου. Παρομοιάζοντας την τωρινή μας κατάσταση με ένα τεντωμένο σκοινί, θέτοντας όμως παραμέτρους στο εγχείρημα του υπεράνθρωπου. «Πρώτα πρέπει να μάθεις να περπατάς, μετά να τρέχεις, και τέλος να πετάς. Μη ξεχνάς όμως πάντα να είσαι προσγειωμένος στο έδαφος» δηλώνει παρακάτω, ταυτίζοντας τον γενναίο στυλοβάτη με τον δημιουργό. Ο δημιουργός ο όποιος ξεφεύγει από το «σκυλολόι και τον συρφετό» καταπατά τους φόβους του, ξεπερνά τον εαυτό του και βαδίζει προς κάτι ανώτερο. Ταυτόχρονα όμως, ο στυλοβάτης πρέπει να πεθάνει, πρέπει να «δύσει» για να γεννηθεί ο υπεράνθρωπος. Δείχνοντας μας πως η καταστροφή είναι πάντα απαραίτητη για την δημιουργία, «χρειάζεσαι χάος στην ζωή σου, για να γεννήσεις ένα αστέρι που χορεύει» τονίζει ο Νίτσε, δείχνοντας μας, πως οι σκληρότερες προσωπικότητες, και οι πιο ατσάλινες θελήσεις, βγαίνουν μέσα απ το σκοτάδι, και την άβυσσο.
Ποια είναι όμως τα γνωρίσματα που συνθέτουν τον υπεράνθρωπο; Ποιο είναι το πρότυπο του υπεράνθρωπου στο μυαλό του Νίτσε; Και το πιο βασικό: Μπορούμε ποτέ να φτάσουμε εκεί πέρα; Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ο υπεράνθρωπος δεν έχει καμία σχέση με ένα απαραιτήτως τεράστιο IQ, την δυνατότητα να κανείς τεράστιες αριθμητικές πράξεις, η να παίζεις πιάνο από τα γεννοφάσκια σου. Οι αξίες που ενδείκνυνται είναι εντελώς διαφορετικές. Ξεκινώντας την τεραστία αυτή ανάλυση ο Νίτσε, βρέθηκε σε θανάσιμη αντιπαράθεση με τις κλασσικές αξίες του χριστιανισμού, καθώς όλα τα δεινά της σημερινής κοινωνίας καθ αυτόν ξεκινάνε και τελειώνουν εκεί. Στην γενεαλογία της ηθικής ο Νίτσε επανεξετάζει όλες τις αξίες κάνοντας «Μια ηθική επαναξιολόγηση» φτάνοντας στην ριζά του καλού του κακού. Αρχίζοντας από την αυγή της θέσπισης των αξίων από τους (υπεράνθρωπους) δηλώνει (ίσως λίγο κυνικά και απόλυτα) πως αξίες όπως επιτυχία, δόξα, νίκη, δημιουργία και ερωτική επιτυχία ήταν αξίες των λίγων, των αριστοκρατών, των υπεράνθρωπων. Πολύ σύντομα όμως, ο συρφετός και η πλέμπα πληγωμένη από την σκιά των τιτάνων υπεράνθρωπων, γέμιζε την καρδιά της με φθόνο, καθώς δεν μπορούσε με κανένα φυσικό τρόπο να φτάσει τους δημιουργούς των αξιών. Έτσι ο Νίτσε μας λέει πως, η μάζα, οι πολλοί δηλαδή, γέννησαν τον χριστιανισμό, την θέσπιση δηλαδή καινούργιων εσφαλμένων αξιών. Μέσα από τα σπάργανα μιας κοινωνίας που θυμίζει μια χαίνουσα πληγή, μια ιδεολογία που είχε την μορφή αντίποινων γεννήθηκε για να πλήξει τους υπεράνθρωπους μέσω της ενοχής. Έτσι αξίες όπως δημιουργία, πρωτοπορία, χρήμα, επιτυχία, δόξα, σεξουαλική θελκτικότητα και ηγεσία, δαιμονοποιήθηκαν μέσα από τον φθόνο των φτωχών. Με τον τρόπο αυτόν οι πολλοί κατάφεραν να βάλλουν τον υπεράνθρωπο, καταδικάζοντας τις ζώσες αξίες τους με την ίδρυση των αντίθετων τους που ήταν εφικτές για τους πολλούς. Τους «τελευταίους ανθρώπους» όπως τους χαρακτηρίζει . Έτσι για τον συρφετό η φτωχιά μετατράπηκε σε ταπεινοφροσύνη και αιώνια βασιλεία, ενώ ο πλούτος σε αιώνια καταδίκη. Η ερωτική θελκτικότητα σε λαγνεία που πρέπει να την απαρνείται κανείς μέσω της παρθενιάς. Η καλλιέργεια του σώματος και του πνεύματος σε ματαιοδοξία, που πρέπει να τιμωρείται με νηστεία και καταπόνηση. Η αγάπη της ζωής και η δημιουργία, σε αγάπη και λατρεία του θανάτου και περιφρόνηση της ζωής. Και τέλος η συναγωνιστική ζήλια που μας ανυψώνει και μας περνάει στην γέφυρα του υπεράνθρωπου, σε κάτι που πρέπει να ξορκίσουμε από μέσα μας και να ντρεπόμαστε. Μετά την επαναξιολόγηση ο Νίτσε κλείνει με μια διάσημη ρήση του δηλώνοντας τον βαθύ αθεϊσμό του, άλλα ταυτόχρονα την πίστη στην δύναμη και την μοίρα του ανθρώπου, το λεγόμενο Amor Fati (αγάπη της μοίρας). «Ο Θεός πέθανε! Πρέπει να είναι νεκρός, γιατί αν οι θεοί ήταν ζωντανοί, πως θα άντεχα να μην είμαι και εγώ θεός; Μέχρι τώρα υπήρχε ο θεός, πλέον όμως σας δίδαξα τον υπεράνθρωπο!»
Παραθέτοντας λοιπόν όλες τις αξίες που συνθέτουν τον υπεράνθρωπο, βλέπουμε πως οι ρήσεις του χριστιανισμού διδάσκουν το άκρως αντίθετο, κρατώντας μας αγκυροβολημένους στον πυθμένα, μακριά από οποιαδήποτε ανέλιξη. Γυρνώντας λίγο στην εποχή μας θα δούμε ότι τα προφητικά λογία του Νίτσε δεν απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα. Ενώ ο χριστιανισμός διδάσκει την άρνηση του εαυτού μας, ο Νίτσε μας λέει ότι το μυστικό για τον δρόμο του δημιουργού-υπεράνθρωπου είναι η αποδοχή, το «γνώθι σαυτόν» με άλλα λογία. Όπως ένα δέντρο, ριζώνει μέσα στο χώμα, βαθιά στο σκοτάδι, στην άβυσσο, στο κακό για να ανεβεί ψηλά. Έτσι και ο άνθρωπος πρέπει να αγκαλιάσει τις σκοτεινότερες γωνίες της ψυχής του, και να τις ξεπεράσει για να φτάσει στα πρότυπα του Νίτσε. Αγκαλιάζοντας τον φθόνο που μας δίνει πνοή, και μετατρέποντας τον σε δημιουργία. Μόνο τότε θα καταφέρουμε πραγματικά να ξεπεράσουμε την γέφυρα που στέκει ετοιμόρροπη πάνω από τα μανιασμένα σκυλιά του συρφετού που καραδοκούν κάτω στο σκοτάδι.