H τέχνη είχε πεθάνει από καιρό, αν και εμείς δεν το είχαμε καταλάβει. Πριν μερικές μέρες ξυπνήσαμε και το βλέμμα μας νυσταγμένο, έπεσε πάνω σε έναν πίνακα του σπιτιού μας. Τον περιεργαστήκαμε λίγο νομίζοντας πως κάτι έλειπε. Κι όμως, και ο καμβάς και η ζωγραφιά ήταν στη θέση τους. Απλώς τα λουλούδια φάνταζαν μαραμένα και το τοπίο μουντό. Ο πίνακας που κάποτε έδινε ζωή στο δωμάτιο, τώρα έψαχνε για ζωή στο λίγο φως της λάμπας, για να ανθίσει ξανά. Κι εμείς τον αγνοήσαμε και φύγαμε τρέχοντας για τις υποχρεώσεις μας-δεν είχαμε καιρό για “περιττές” σκέψεις.
Στο δρόμο είπαμε πολλά με φίλους. Για τα “νέα” μας αν και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Διστάσαμε να μιλήσουμε για τις ανησυχίες μας ή για τα σχέδια μας ή για εκείνον τον πίνακα που μας φάνηκε διαφορετικός. Προτιμήσαμε να αναλύσουμε τη ζωή των άλλων. Το συνηθίζαμε αυτό, σωστά;
Κι αφού πέρασε η μέρα, γυρνώντας στο σπίτι, θαυμάσαμε τη συμμετρικότητα των ομόχρωμων πολυκατοικιών και τη χλωρίδα στους δρόμους, που περιέργως ήταν και αυτή συμμετρική. Τις περισσότερες φορές κοιτάμε τον πλακόστρωτο πεζόδρομο. Δικαιολογούμαστε όμως, δεν υπάρχουν πολλά να δεις. Ακόμη και ο ουρανός κρύβεται πίσω από τα κτίρια. Κι εκείνος είναι δικαιολογημένος.
Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού, κάνουμε την καθημερινή σκέψη: να άναβε αυτόματα η τηλεόραση και να μη χρειαζόταν καν το πάτημα του ενός κουμπιού. Δεν πιάνει ποτέ όμως αυτή η ευχή κι έτσι ανοίξαμε εμείς το μαύρο κουτί. Δεν αλλάξαμε κανάλι μαγευτήκαμε απ’ την εικόνα του κι έτσι αφουγκραστήκαμε σαν να ήμασταν εξαρτημένοι απ’ τον ήχο της. Έλεγε για έναν ηθοποιό. Οι περισσότεροι τον ήξεραν απ’ τα παλιά του έργα, είχαν καιρό να τον δουν ξανά να παίζει στο θέατρο ή στην τηλεόραση. Ο τίτλος κάτω απ’ τη φωτογραφία του έγραφε “Έζησε για το όνειρο και πέθανε για το όνειρο.” Όντως η ηθοποιία ήταν το πάθος του. Η εποχή του τον προέτρεψε να το ακολουθήσει. Να το ζήσει στον ύψιστο βαθμό. Η δικιά μας εποχή τον απέρριψε και τον σκότωσε. Εκείνος δεν κατηγορείται. Δεν χωρούσε στην δική μας κοινωνία. Ήταν μεγάλος! Η τέχνη πέθανε κι αυτή μαζί του. Το βλέπαμε καθημερινά. Εξάλλου, εμείς, δεν προλάβαμε να δώσουμε αρκετή σημασία. Είχαμε υποχρεώσεις, δεν μπορούσαμε να ασχολούμαστε εμείς μ’ αυτά. Και ξεκινήσαμε ξανά το επόμενο πρωί για τις δουλειές μας σαν να μην είχε συμβεί κάτι. Εξάλλου εμείς ήμασταν εντάξει.
Στο δρόμο μας συναντήσαμε έναν άνθρωπο κουλουριασμένο σε μια γωνιά του πεζοδρομίου κρατώντας τη θήκη απ’ το βιολί του. Κοιτάξαμε άλλη μια φορά παρατηρώντας το πρόσωπό του. “Είναι ξένος”, σκεφτήκαμε σιωπηλά, γιατί κι εμείς οι ίδιοι νιώσαμε μια μικρή ντροπή που ασυνείδητα μας πέρασε αυτό απ’ το μυαλό. Τον προσπεράσαμε με ένα ύφος όχι τόσο απαξίωσης όσο αδιαφορίας. Περπατώντας συλλογιζόμασταν πως ίσως να ήξερε να παίζει βιολί αφού κρατούσε μια θήκη βιολιού. Πως ίσως να είχε κάποια όνειρα για τον εαυτό του, εφόσον ήρθε από μια ξένη χώρα. Ίσως να κρύωνε ή και να φοβόταν, έτσι σφικτά όπως κρατούσε τη θήκη του. Γυρίσαμε το κεφάλι μας να τον κοιτάξουμε για άλλη μια φορά. Είχαμε προχωρήσει τόσο, που είχε εξαφανισθεί απ’ τα μάτια μας. Και είχαμε και υποχρεώσεις δεν προλαβαίναμε να γυρίσουμε πίσω!
Επιστρέφοντας σπίτι ανοίξαμε σχεδόν τηλεπαθητικά την τηλεόραση, όπως κάθε φορά, πριν καν βγάλουμε τα παπούτσια μας. Ποιος ξέρει τι ψάχνουμε σε αυτήν και την κοιτάζουμε με τόση προσήλωση; Και πάλι δεν αλλάζουμε κανάλι. Ακούμε να μιλάει ο σε όλους γνωστός άνδρας. Μας ανακοίνωσε πως η τέχνη ήταν νεκρή και πως για καλή μας τύχη, η κοινωνία μας δεν είναι βασισμένη στην τέχνη. Δεν τη χρειάζεται για να επιβιώσει. Όντως μπορεί να μας κακοφανεί που δε θα ακούμε πλέον τον ήχο της κιθάρας ίσως και να μας λείψουν τα βαλς. Αλλά μας καθησύχασε, λέγοντάς μας πως όλα θα έφτιαχναν σιγά-σιγά, δεν υπήρχε κανένας λόγος ξεσηκωμού. Κι εμείς τον ακούσαμε, όπως είχαμε μάθει να κάνουμε από πάντα. Εξάλλου δεν είχαμε χρόνο να πολυσκεφτούμε την κατάσταση. Χαρήκαμε πολύ όταν είδαμε πως η αγαπημένη μας εκπομπή θα συνεχίζεται να προβάλλεται και η τηλεόραση θα εξακολουθεί να εκπέμπει κανονικά.
Κι έτσι πετάξαμε τους πίνακες. Κάψαμε τα ακορντεόν και τα βιολιά. Ξεχάσαμε τα αγαπημένα μας τραγούδια. Μας έλειψε και λίγο το σινεμά. Και όντως συνηθίσαμε να ζούμε χωρίς αυτά. Η ζωή ήταν λίγο πιο άχρωμη, κάπως μουντή, με παραπάνω δουλειά, αλλά συνεχιζόταν και εξελισσόταν. Δεν μάθαμε βέβαια τι απέγινε εκείνος ο ζωγράφος που έφτιαξε τον πίνακα με τα λουλούδια, δε μιλήσαμε ξανά για τον ηθοποιό που αυτοκτόνησε, ούτε σκεφτήκαμε για εκείνον τον άστεγο βιολιστή. Ήταν επιλογή μας, να κρατήσουμε στο νου μας μόνο τα ευχάριστα. Τα βράδια στο θέατρο, τον χορό, το μουσείο με τους πίνακες, τα ερασιτεχνικά βίντεο, τα λουλούδια του πίνακα όταν ήταν ακόμη μπουμπούκια.
Κι αν θέλουμε, κρατάμε και ένα λευκό χαρτί για να μπορούμε πάντα να ξεκινάμε τον πίνακά μας απ’ την αρχή, με λιγότερες μουτζούρες αυτή τη φορά.