Ας τα πάρουμε από την αρχή όλα. Να σας πω μια μικρή ιστορία για το «Χορεύουν οι ελέφαντες».
Στην σχολή Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ έχουμε ένα μάθημα που λέγεται Κριτική Τεχνών στον Τύπο και μια από τις εργασίες που είχαμε να κάνουμε γι’ αυτό το εξάμηνο ήταν η κριτική ενός βιβλίου. Η καθηγήτρια, λοιπόν, μας έδωσε κάποιες προτάσεις βιβλίων –μια αρκετά μεγάλη λίστα, ευτυχώς- και αποφάσισα να επιλέξω ένα από εκείνα. Το τυχερό; «Όσο χορεύουν οι ελέφαντες» της Σοφίας Νικολαΐδου. Έτσι, λοιπόν, έπεσε αυτό το βιβλίο στα χέρια μου.
Βέβαια, η κριτική που θα κάνω εδώ δεν έχει καμία σχέση με την εργασία. Εδώ είναι πιο φιλική, πιο άμεση, οπότε don’t judge.
Και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω αναφορά σε ένα σχόλιο που είδα στο Goodreads για το συγκεκριμένο βιβλίο:
Κατά την άποψή μου, το βιβλίο αυτό έχει τρεις ισάξιους “πρωταγωνιστές”: τον Μηνά, την υπόθεση Πολκ και τη Θεσσαλονίκη. Δεν ξέρω αν το βιβλίο είναι το ίδιο ελκυστικό για κάποιον που δεν έχει ζήσει στη Θεσσαλονίκη, εγώ πάντως ενθουσιάστηκα με αυτή τη σύζευξη παλιού και νέου. Του παλιού για το οποίο διαβάζω και του νέου το οποίο βλέπω καθημερινά. Το τι χαρά μάλιστα πήρα όταν διαβάζοντας τα συνθήματα ήξερα πού είναι γραμμένα στην πραγματικότητα, δεν λέγεται…
Πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου. Και ξεκινάμε.
Επέλεξα αυτό το βιβλίο για 3 λόγους, από μια πρώτη ματιά.
1ος λόγος: Ελληνίδα συγγραφέας: Έχω παρατηρήσει ότι τον τελευταίο καιρό διαβάζω μόνο ξένους γιατί θεωρώ ότι οι Έλληνες ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο στις ιστορίες τους, οπότε, κάθε φορά πλέον, προσπαθώ να δίνω ευκαιρίες σε Έλληνες. Ευτυχώς.
2ος λόγος: Πανελλήνιες. Αυτό το τεράστιο κεφάλαιο στην ζωή κάθε παιδιού τα τελευταία χρόνια και λίγο παραπάνω. Ήθελα να δω τι εννοούσε στο οπισθόφυλλο «Ένας μαθητής αρνείται να δώσει Πανελλαδικές». Μου φαίνεται τόσο περίπλοκη αυτή η πρόταση.
3ος λόγος: Δημοσιογραφία, Θεσσαλονίκη και μια περίπλοκη υπόθεση. Μα πως συνδέονται όλα αυτά;
Με τον καλύτερο τρόπο.
Η Σοφία Νικολαΐδου ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης εκεί που το είχε αφήσει πίσω στα 2010, με το «Απόψε δεν έχουμε φίλους», οπού κύριο θέμα της ήταν πάλι το περίπλοκο και λάθος εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, σε συνάφεια με την κατοχική μάστιγα του δοσιλογισμού στη Θεσσαλονίκη. Πρωταγωνιστής εκεί είναι ο ασυμβίβαστος καθηγητής λυκείου, Μαρίνος Σουκιούρογλου, που έχει παραιτηθεί από τις βλέψεις του για πανεπιστημιακή καριέρα, καθώς απλά δεν του ταίριαζε αυτό, ενώ το είχε προσπαθήσει και δρασκελίζει τις εκπαιδευτικές βαθμίδες και τις λογοτεχνικές συμβάσεις για να τον συναντήσουμε και πάλι στο «Χορεύουν οι Ελέφαντες» ως καθηγητή και μέντορα ενός αντισυμβατικού τελειόφοιτου, σε προπαρασκευή για τις πανελλαδικές εξετάσεις, του Μηνά.
Στη μεταιχμιακή για το εκπαιδευτικό σύστημα χρονιά της τρίτης τάξης του λυκείου, ο πανέξυπνος, αλλά υπερβολικά συνειδητοποιημένος για να χωράει σε καλούπια Μηνάς έχει αποφασίσει απλά, δεν θέλει να δώσει Πανελλήνιες. Η οικογένεια του αντιδρά σαν να μην έχει μέλλον το παιδί, αν δεν δώσει πανελλήνιες, πιο απογοητευμένοι από ποτέ. Και δεν διστάζουν να του το δείξουν.
Ο Σουκιούρογλου προσπαθεί να «εκπαιδεύσει» το μαθητή του σε μια πιο ριζοσπαστική σκέψη και του αναθέτει να παρουσιάσει μια ερευνητική εργασία για τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζόρτζ Πόλκ (υπό τη μετωνυμία Τάλας), που συντάραξε την «συμπρωτεύουσα» το Μάιο του 1948, αποσκοπώντας να του αναπτερώσει το μειωμένο ενδιαφέρον για το διάβασμα. Για το έγκλημα κατηγορήθηκε και καταδικάσθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη εκείνης της σκοτεινής ιστορικής συγκυρίας ένας αθώος δημοσιογράφος, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος (με το όνομα Γκρής, για το βιβλίο).
Στο βιβλίο κρύβονται πολλές ιστορικές αλήθειες για την διάσημη αυτή υπόθεση και πολλές υπόνοιες της συγγραφέα για το τι συνέβη πραγματικά, πως έγινε αυτό το «λάθος» με την δικαστική απόφαση αλλά και πως το αντιμετώπισε ο κόσμος. Το βιβλίο αυτό βλέπει το ελληνικό πολιτικό πεδίο, έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα, δίχως κανένα λάθος.
Ενώ είναι μυθιστόρημα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινές οι ιστορίες. Ο τρόπος που συνδυάζεται το παλιό με το νέο, η παλιά Θεσσαλονίκη με την τωρινή, η ζωή τότε και τώρα, είναι υπέροχος. Χωρις υπερβολές, χωρίς περιττά στοιχεία, όλα συνδέονται , εν τέλει, ποικιλοτρόπως.
Καταλυτικό το καυστικό σχόλιο της Σοφίας Νικολαΐδου τόσο για θεσμούς, όπως η δικαιοσύνη και η παιδεία σε οριακά υπαρξιακή κρίση, ως αποκύημα μακρόχρονης πνευματικής ένδειας και απαξίας, όσο και ο επαρκώς αναγνώσιμος χλευασμός για νοοτροπίες ίδιες υπέρμετρου ατομικισμού και παραίτησης από τα κοινά, σε μια χώρα όπου η σιωπή μεταβιβάζεται όπως το γενετικό υλικό, χάριν μιας χιμαιρικής επίπλαστης ευδαιμονίας, της οποίας αρνούμαστε να αποδεχθούμε την απουσία νοήματος αλλά και την οριστική απώλεια.
Advertising
( Γιώργος Στυλιανού για thepressproject.gr )
Ιδιαίτερη σημασία, όμως, δίνεται στην εκπαίδευση καθώς η συγγραφέας θεωρεί ότι το σύστημα που ισχύει τώρα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των μαθητών και χαρισματικά παιδιά, όπως ο Μηνάς δεν μπορούν αν αναδειχθούν όπως πρέπει, μέσω αυτού. Ο Μηνάς μπορεί και να είναι πιο έξυπνος από την πλειοψηφία των καθηγητών του, χωρίς να μπορεί να αποδείξει την αξία του. Αντίθετα, παρουσιάζεται από τους γύρω του σαν μια αποτυχία, σαν μια απογοήτευση, επειδή απλά καταλαβαίνει το πραγματικό νόημα των πανελλαδικών εξετάσεων.
Ευτυχώς, όμως για τον Μηνά, έχει τον καθηγητή του Σουκιούρογλου, που όπως είπαμε, ξέρει πως είναι να προσπαθείς να πας αντίθετα από το σύστημα. Έτσι ξεκινά και το «μπέρδεμα» ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, με τα πολύ εύστοχα σχόλια των πρωταγωνιστών –και της συγγραφέα.
Το “Χορεύουν οι Ελέφαντες” ασχολείται με τις Ελληνικές παθογένειες, που όπως εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, δεν είναι φαινόμενο του παρόντος, αλλά διαχρονικό. Από τις πολιτικές διώξεις, στην εμπλοκή ξένων δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας και από εκεί στο τραγικό εκπαιδευτικό σύστημα που καταπνίγει τις φωνές της διαφορετικότητας. Σου θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Ναι, πάντα υπήρχαν…
Advertising
( Νίκος Μπόβολος για το provocateur.gr)
Όπως καταλαβαίνετε, αυτό το βιβλίο έχει αγγίξει πολλούς. Φοβάμαι, όμως να σας πω περισσότερα, μην σας χαλάσω την ομορφιά του. Αν και ο,τι και να σας πω, δεν θα είναι αρκετό για το περιγράψω.
Μια συμβουλή: Πηγαίντε στο πιο κοντινό βιβλιοπωλείο και αγοράστε το τώρα.
Περιγραφή από το οπισθόφυλλο:
1948-1949: Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση αναστατώνεται, ξένοι διπλωμάτες επεμβαίνουν. Ένας αθώος μπαίνει φυλακή. Η υπόθεση κλείνει.
Σχολικό έτος 2010-2011: Ένας μαθητής αρνείται να δώσει Πανελλαδικές. Ο αγαπημένος του καθηγητής του αναθέτει να ερευνήσει την παλιά υπόθεση. Ο πρώην άριστος μαθητής αρχίζει να ψάχνει.
Πόσο έτοιμοι είναι οι ενήλικες να ακούσουν τι έχει να πει;
Το “Χορεύουν οι ελέφαντες” συνδυάζει ιστορία και επινόηση. Αναφέρεται στη δίκη και την καταδίκη του Στακτόπουλου, στον οποίο αποδόθηκε ο φόνος του αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ, έγκλημα που συντάραξε τη χώρα την περίοδο του Εμφυλίου. Παράλληλα, το βιβλίο χαρτογραφεί τη σύγχρονη καθημερινότητα στην Ελλάδα του 2011. Ιδίως στο σχολείο. Αποτυπώνει την ελληνική περιπέτεια, σε μια πόλη με πολλά και αιματηρά ιστορικά στρώματα, όπως η Θεσσαλονίκη.
Λίγα λόγια για την συγγραφέα, Σοφία Νικολαΐδου:
Η Σοφία Νικολαΐδου σπούδασε κλασική φιλολογία (προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές) και αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας (διδακτορική διατριβή).
Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (από την ίδρυσή του το 2008-2013), στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (από την ίδρυσή του το 2015 κ.ε.), στο Εργαστήρι Βιβλίου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (2010-2012), σε σεμινάρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (2002 κ.ε.), στο Οξυγόνο και τον Πολυχώρο των εκδόσεων Μεταίχμιο (2013 κ.ε.) κ.α.
Επίσης, έχει διδάξει το μάθημα της Λογοτεχνίας στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Κ.Θ.Β.Ε. (2001-2004).
Από το 1992 εργάζεται ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.