Μία από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς που είχε κάνει την πρεμιέρα της στη Βενετία στα τέλη του καλοκαιριού, ήρθε και στις ελληνικές αίθουσες στις 22 Δεκεμβρίου. To «La La Land» έχει κατακτήσει μέχρι στιγμής σχεδόν κάθε έπαινο που θα μπορούσε να λάβει από τους κριτικούς, είναι υποψήφιο για επτά Χρυσές Σφαίρες και αναμένεται να πρωταγωνιστήσει και στις υποψηφιότητες των Όσκαρ, που θα ανακοινωθούν μέσα στον Ιανουάριο. Και κατά τη γνώμη μου, άξιζε κάθε λέξη αυτών των επαίνων και κάθε δευτερόλεπτο της αναμονής!
Πρόκειται για ένα musical του δημιουργού του «Whiplash» Damien Chazelle , με πρωταγωνιστές την Emma Stone και τον Ryan Gosling. Η ταινία διαδραματίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στο Los Angeles, και αυτό διαποτίζει όλη την ατμόσφαιρά της: οι εποχές που αλλάζουν δηλώνονται στην οθόνη, αλλά δεν υπάρχει κανένα άλλο σημάδι ότι ο χρόνος περνά μέσα στην ίδια την ταινία, αφού όλα συμβαίνουν στη μόνιμη ηλιοφάνεια της Καλιφόρνια. Οι χαρακτήρες που κυκλοφορούν και συναναστρέφονται τους δύο πρωταγωνιστές είναι στην πλειοψηφία τους άνθρωποι που έχουν μετακομίσει στην «Πόλη των Αγγέλων», για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους στη βιομηχανία του θεάματος. Άλλοι ρομαντικοί ονειροπόλοι που δεν τα παρατούν ακόμα κι όταν οι στόχοι τους φαίνονται άπιαστοι και άλλοι πιο ρεαλιστές που προσαρμόζουν τις φιλοδοξίες τους στις επιταγές της αγοράς.
Η Mia λοιπόν, της Emma Stone, είναι μια νέα ηθοποιός που περνάει τις μέρες της τρέχοντας από casting σε casting, συνήθως χωρίς επιτυχία, και βγάζει τα προς το ζην σερβίροντας καφέδες σε διάσημους πρωταγωνιστές του Hollywood, περιμένοντας τη μεγάλη της ευκαιρία. Ο Sebastian του Ryan Gosling είναι ένας μουσικός της τζαζ, που αναγκάζεται να παίζει χριστουγεννιάτικα τραγούδια και χιτάκια της δεκαετίας του ’80 σε εστιατόρια και άκυρα πάρτι μέχρι να μαζέψει τα χρήματα που χρειάζεται για να ανοίξει το δικό του club και να παίζει τη μουσική που πραγματικά του αρέσει. Η αρχική τους συνάντηση μόνο θερμή δεν είναι, αλλά όταν γνωρίζουν καλύτερα ο ένας τον άλλον, όχι μόνο συνειδητοποιούν πόσα κοινά έχουν, αλλά και ο ένας αποτελεί πια για τον άλλον πηγή έμπνευσης και κουράγιου. Δυστυχώς, είναι τα ίδια όνειρα που τους ένωσαν αυτά που απειλούν και να τους χωρίσουν, όταν η επιτυχία τους «χτυπά» την πόρτα και καλούνται και οι δύο να πάρουν δύσκολες αποφάσεις.
Η Emma Stone είχε πρωταγωνιστήσει στο «Cabaret» στο Broadway, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που τη βλέπουμε στο συγκεκριμένο είδος στη μεγάλη οθόνη. Η ερμηνεία της είναι καθηλωτική και πιθανότατα έχει τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ηθοποιού για Κωμωδία/Musical στο τσεπάκι της, με τον Ryan Gosling να έχει επίσης μια δυναμική παρουσία. Σε μικρότερους ρόλους εμφανίζονται και ο J.K.Simmons , ως βλοσυρός ιδιοκτήτης του bar που δουλεύει ο Sebastian, αλλά και ο John Legend ως ένας άλλος μουσικός που του κάνει μια δελεαστική πρόταση.
Το γύρισμα αυτής της ταινίας αποτελούσε μια πρόκληση για χρόνια, τόσο για τον Chazelle, που ανέλαβε το σενάριο και τη σκηνοθεσία, όσο και για τον Justin Hurwitz που επιμελήθηκε την υπέροχη μουσική. Είχαν συλλάβει την ιδέα όταν ήταν ακόμα συμφοιτητές στο Harvard, χάρη στην κοινή τους αγάπη για τα παλιά musical και τη τζαζ, αλλά φυσικά η παραγωγή μιας τόσο πολυδάπανης ταινίας φάνταζε ένα μακρινό όνειρο. Εξερεύνησαν το θέμα φτιάχνοντας ένα μικρό low budget musical για την πτυχιακή τους, το «Guy and Madeline on a Park Bench» και όταν το 2014 ο Chazelle γνώρισε την επιτυχία με το «Whiplash», μπόρεσε να κερδίσει το ενδιαφέρον των μεγάλων στούντιο και για αυτό του το σχέδιο. Η δυσπιστία εκ μέρους των παραγωγών για ένα jazz musical με τραγούδια που δεν είχαν ξανακουστεί ποτέ, ήταν φυσικά μεγάλη.
Φιλόδοξο λοιπόν το εγχείρημα, ειδικά εφόσον αφορούσε ένα κινηματογραφικό είδος που πολλοί θεωρούν ότι έδωσε όσα είχε να δώσει, αλλά και ένα είδος μουσικής που επίσης θεωρείται ότι η μεγάλη του δόξα έχει παρέλθει οριστικά. Υπό αυτή την έννοια, ο Chazelle ταυτίζεται με τον Sebastian όταν διακηρύττει παθιασμένα ότι δε θα αφήσει την τζαζ να πεθάνει, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία του κοινού την θεωρεί απομεινάρι του παρελθόντος. Και αποδεικνύουν και οι δύο ότι η αγάπη για αυτό το παρελθόν, ακόμα και η εξιδανίκευσή του, μπορεί κάποιες φορές να αποτελέσει την αφετηρία για τη δημιουργία κάτι πρωτότυπου και φρέσκου.
Είναι ξεκάθαρο ότι το «La La Land» πατάει πάνω σε φόρμες του κλασικού Hollywood (το «Singin’ in the Rain» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα) , αλλά και των γαλλικών musical της δεκαετίας του ’60 («Οι Ομπρέλες του Χερβούργου», «Οι δεσποινίδες του Ροσφόρ»). Έχει επίσης διάσπαρτες αναφορές σε παλιότερες, διαχρονικές ταινίες (σε μία από τις συναντήσεις τους, η Mia δείχνει στον Sebastian το παράθυρο από το οποίο κοίταξαν κάποτε η Ingrid Bergman και ο Humphrey Bogart στη «Casablanca», ενώ το πρώτο τους ραντεβού είναι σε μια προβολή του «Επαναστάτης Χωρίς Αιτία»). Ακόμα και η φωτογραφία είναι σε κλασικό Cinemascope, που χρησιμοποιήθηκε για τα περισσότερα από τα musical της δεκαετίας του ’50. Ο Gosling και η Stone επιλέχθηκαν ειδικά για τους ρόλους επειδή έχουν μια χημεία παρόμοια με του «Fred Astaire» και της «Ginger Rogers» σύμφωνα με το σκηνοθέτη, καθώς έχουν ήδη συμπρωταγωνιστήσει σε άλλες δύο ταινίες και το κοινό τους έχει συνηθίσει ως ζευγάρι στην οθόνη.
Μπορεί η κινηματογραφική αφήγηση χρόνων να αντανακλάται στο «La La Land», αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται για ένα αμήχανο και υπερβολικά νοσταλγικό tribute που απλά αναπαράγει τα κλισέ του παρελθόντος. Ο Chazelle πήρε ένα κλασικό είδος που έχει κερδίσει πιστούς οπαδούς για την ονειρική του διάθεση, αλλά και haters που το θεωρούν «χαζοχαρούμενο» και «γλυκανάλατο», και το προσγείωσε στη σύγχρονη πραγματικότητα όπου τα όνειρα δεν πραγματοποιούνται πάντα και δεν τελειώνουν όλα με το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι η ταινία δεν παύει να αποτελεί μια ωδή στους καλλιτέχνες, στους ονειροπόλους, στους αθεράπευτα ρομαντικούς, σε αυτούς που προσπάθησαν και έφαγαν τα μούτρα τους όμως δε θα άλλαζαν απολύτως τίποτα. Αυτοί σίγουρα θα αγαπήσουν το «La La Land», όμως εξακολουθώ να πιστεύω ότι και αυτοί που δεν τρελαίνονται στο άκουσμα της λέξης musical θα έπρεπε να δώσουν μια ευκαιρία στην ταινία. Είναι πραγματικά τόσο άρτια και τόσο απαραίτητο αντίδοτο στη μαυρίλα και στην απαισιοδοξία που μας περιτριγυρίζει, που ξεπερνάει τις συμβάσεις του είδους της.
Να δείτε οπωσδήποτε το «La La Land» λοιπόν και, αν μπορείτε, να το προλάβετε στη μεγάλη οθόνη. Γιατί για κάτι τέτοιες ταινίες φτιάχτηκε το μέσο, όσο κι αν το ξεχνάμε σήμερα!