Κινηματογραφικά ορφανή από μητέρα, με πολλούς σημαντικούς μπαμπάδες
Στο 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που έτρεξε πριν μερικές μέρες, διαδικτυακά φέτος λόγω των συνθηκών, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο της σκηνοθέτη Anja Breien. Γεννημένη στην Νορβηγία τo 1940 σπούδασε σκηνοθεσία στη Γαλλία τη δεκαετία του ‘60 «Μπήκα στον χώρο με μια κλεψιά» έχει πει μάλιστα σε μία της συνέντευξη καθώς αρχικά την είχαν αποκλείσει από το τμήμα σκηνοθεσίας λόγω του φύλου της. Αρχικά, λοιπόν, παρακολούθησε το τμήμα σεναρίου έχοντας κλείσει την συμφωνία πως αν αρίστευε στις εργασίες της θα της επέτρεπαν να μεταφερθεί, η Anja Breien άρπαξε την ευκαιρία όταν τους ανατέθηκε ως εργασία να γράψουν ένα σενάριο με μια συνθήκη που της θύμιζε πάρα πολύ το θεατρικό έργο ενός Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα, υποθέτοντας ορθώς όπως αποδείχτηκε πως κανείς στη Γαλλία δεν θα το γνώριζε αντέγραψε το συγκεκριμένο έργο, αρίστευσε και μπόρεσε να σπουδάσει σκηνοθεσία όπως επιθυμούσε. Το συγκεκριμένο περιστατικό πέρα από το ανεκδοτολογικό του περιεχόμενο δεν είναι διόλου ασήμαντο καθώς συνειδητοποιούμε πόσο δύσκολο θα ήταν εκείνη την περίοδο για μια γυναίκα να δράσει σε έναν αμιγώς ανδροκρατούμενο τομέα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της όπως αναφέρει παρόλο που είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το έργο σπουδαίων σκηνοθετών ένοιωθε σαν παιδί χωρίς μητέρα όσο συνειδητοποιούσε την παντελή έλλειψη μιας γυναικείας ματιάς στον χώρο του κινηματογράφου, κάτι το οποίο δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της στον χώρο προσπαθώντας να γίνει η ίδια η γυναικεία αυτή φωνή που έλειπε, αξίες και στόχοι που είναι εμφανείς στις ταινίες της.
Η Αnja Breien ξεκίνησε να κάνει ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μιας εποχής που γεννήθηκε η nouvelle vague, το τσεχοσλοβακικό νέο κύμα και μεσουράνησαν οι auteur, κοινώς μια εποχή που η διάθεση για πειραματισμό ήταν έντονη καθώς και η αίσθηση πως ο κινηματογράφος είχε πλέον οδηγηθεί σε ένα τέλμα και μια νέα οπτική ήταν αναγκαία. Δρώντας σε μία χώρα όπως η Νορβηγία, όπου δεν υπήρχε τόσο μακρά κινηματογραφική παράδοση και δεν είχε δημιουργηθεί κάποιο ακλόνητο κατεστημένο θα ήταν πιο εύκολο για μια γυναίκα σκηνοθέτη με διάθεση για πειραματισμό να αναδειχθεί.

Η επικαιρότητα των Συζύγων
Οι πιο γνωστές διεθνώς ταινίες της είναι η τριλογία Wives (Wives :1975, Wives– Ten Years After: 1985,Wives III: 1996). Η ιδέα για την πρώτη ταινία της τριλογίας προέκυψε όταν η σκηνοθέτης είδε το Husbands του John Cassavetes που κυκλοφόρησε το 1970, στη συγκεκριμένη ταινία τρείς παλιοί φίλοι, παντρεμένοι και οικογενειάρχες πλέον, επανενώνονται με αφορμή τη κηδεία ενός φίλου τους και οδηγούνται σε μία απελευθερωτική «απόδραση» από την καθημερινότητα που τους καταπιέζει. H Anja Breien βλέποντας την ταινία δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί πόσο βαρύτερες θα ήταν οι συνέπειες αν μια αντίστοιχη πράξη γινόταν από γυναίκες.
H Ορμητική Αρχή
Έτσι το Wives (1975) ακολουθεί μία αντίστοιχα απλή πλοκή, με αφορμή το reunion της τάξης ενός σχολείου θηλέων τρείς παλιές φίλες, επίσης παντρεμένες με οικογένεια, ξανασμίγουν μετά από αρκετά χρόνια όπως καταλαβαίνουμε από τους πρώτους διαλόγους και αποφασίζουν να «αποδράσουν» και αυτές από την καθημερινότητα και τις υποχρεώσεις τους για ένα βράδυ, το οποίο θα παραταθεί για την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα.
Η Μέι, η Χέιντρουντ και η Κάγια (η οποία, μάλιστα, είναι έξι μηνών έγκυος) ξεκινούν μια περιπέτεια. Ποιος είναι ο στόχος του; Να αισθανθούν ξανά νέες μαθήτριες, ανέμελες, ξέγνοιαστες, επιθυμητές, να διασκεδάσουν, να επαναστατήσουν; Κανείς δεν ξέρει, μάλλον ούτε και οι ίδιες, έχουν, όμως, μια εγγενή ανάγκη να το κάνουν, να ακουστούν. Τις βλέπουμε να περιφέρονται σε μπάρ, σάουνες, σπίτια, μαγαζιά, πλοία να συζητούν, να τσακώνονται μέχρι και να ψαρεύουν περαστικούς άντρες, ίσως σε μια προσπάθεια να τους αντικειμενοποιήσουν όπως αισθάνονται ότι συμβαίνει και στις ίδιες στη ζωή τους. Και ενώ κάποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει εύκολα την ταινία για έλλειψη σεναρίου και μονοτονία, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει μέσα από τις φαινομενικά ασήμαντες περιπέτειές τους ξετυλίγονται οι χαρακτήρες των τριών συζύγων, βλέπουμε τα προβλήματα τους, τους καθημερινούς τους αγώνες, τις διακρίσεις που υφίστανται, η κάθε μία σε διαφορετικό μέτωπο με απόλυτη φυσικότητα.
Η Μέι σε έναν βαλτωμένο γάμο, όντας πολύτεκνη μητέρα από αρκετά νεαρή ηλικία και χωρίς δική της δουλειά, η Κάγια σε έναν φαινομενικά ικανοποιητικό γάμο, έχοντας, όμως στερηθεί, ίσως και λόγω του συγκαταβατικού χαρακτήρα της, τόσο τις εμπειρίες που θα επιθυμούσε όσο και την τωρινή της ανεξαρτησία και η Χάιντρουντ, η οποία αλλάζει αρκετά συχνά δουλειές ως ανειδίκευτη εργάτρια και αντιμετωπίζει καθημερινά φυλετικές διακρίσεις καθώς και άλλες κοινωνικές πιέσεις όπως φαίνεται καθώς αισθάνεται αρχικά την ανάγκη να πει ψέματα πως έχει παιδί και είναι ακόμα παντρεμένη ενώ στην πορεία μαθαίνουμε πως είναι εν διαστάσει με τον σύζυγό της και δεν θέλησε ποτέ να κάνει παιδιά, ενδιαφέρον έχει πως δεν φαίνεται στεναχωρημένη για το γεγονός αυτό, ωστόσο μπροστά στις συζητήσεις των παλιών της συμμαθητριών για τις οικογένειες τους αισθάνεται ενστικτωδώς σχεδόν την ανάγκη να πει ψέματα για να μην ξεχωρίσει. Παράλληλα η σκηνοθεσία δεν σε αφήνει ούτε στιγμή να πλήξεις καθώς η κάμερα άλλοτε στατική και άλλοτε στο χέρι ακολουθεί τις πρωταγωνίστριές μας και αφηγείται την ιστορία τους με τη φυσικότητα που της αρμόζει.

Η Επιστροφή
Δέκα χρόνια μετά οι σύζυγοι επιστρέφουν με το Wives– Ten Years After (1985) καθώς θεωρούν πως έχει έρθει η στιγμή για τη συνέχεια της ιστορίας τους. Οι τρείς φίλες συναντιούνται με αφορμή ένα Χριστουγεννιάτικο πάρτυ αυτή τη φορά (μία κατεξοχήν οικογενειακή γιορτή) δέκα χρόνια μετά την πρώτη τους απόδραση και ξεκινούν μια καινούργια περιπέτεια. Στα σαράντα τους αυτή τη φορά και με την αισθητική της δεκαετίας του ’80 να διαποτίζει το φίλμ τις βλέπουμε σε μια διαφορετική φάση της ζωής τους και σε μία διαφορετική εποχή.
Η ορμητικότητα της δεκαετίας του ’70, όπου οι φεμινιστικές οργανώσεις και οι συζητήσεις για τα δικαιώματα των γυναικών ήταν θερμές και ιδιαίτερα έντονες υποχωρεί σε μεγάλο βαθμό για να δώσει τη θέση της στη δεκαετία του ’80, όπου οι συζητήσεις αυτές δεν είναι πια τόσο θερμές, για αυτό και η ταινία διαδραματίζεται κατά τους χειμερινούς μήνες. Αυτή τη φορά εστιάζει περισσότερο στην ιστορία και τους χαρακτήρες των γυναικών, τα διαζύγια φαίνεται να έχουν μεγάλη πέραση στη δεκαετία που πέρασε καθώς οι περισσότερες και από τον ευρύτερο κύκλο τους είναι πλέον χωρισμένες και εργαζόμενες. Έχουμε την ευκαιρία να δούμε τα άγχη τους για το μέλλον και την εξέλιξη των χαρακτήρων τους, η οποία μοιάζει απόλυτα φυσική. Η σκηνοθεσία έχει εμφανώς εξελιχθεί και επηρεαστεί από τη δεκαετία αλλά διατηρεί την φυσικότητά της.

Ο Επίλογος
Στην τελευταία ταινία Wives III (1996) έντεκα χρόνια αυτή τη φορά τη τελευταία τους συνάντηση οι σύζυγοι ενώνονται για τελευταία φορά για τα πεντηκοστά γενέθλια μιας εκ των τριών φίλων τα οποία συμπίπτουν με την 17η Μαΐου , μια σημαντική ημερομηνία για τη Νορβηγία καθώς αποτελεί επέτειο για την ημέρα που τους παραχωρήθηκε Σύνταγμα το 1814 και τιμάται με τις ανάλογες παρελάσεις και λοιπούς εορτασμούς.
H Anja Breien εδώ φαίνεται πως έχει τη διάθεση να μιλήσει για τη φιλία, τις ανθρώπινες σχέσεις , το γήρας με μια αισιόδοξη οπτική καθώς και να σατιρίσει και να θίξει με δηκτικό τόνο τη σχέση των νορβηγών με τα εθνικά είδωλα που ίσως είναι πιο χρήσιμα στους δρόμους από ότι στα μουσεία και παράλληλα ολοκληρώνει μια ιστορία και έναν διάλογο που είχε ξεκινήσει πριν 21 χρόνια. Για εμάς τους θεατές η ταινία αποτελεί έναν συγκινητικό επίλογο για τρεις χαρακτήρες που έχουν κερδίσει το ενδιαφέρον μας μέσα στα χρόνια. Ενώ είναι εμφανές ότι βρισκόμαστε πλέον στη δεκαετία του ’90, Breien δεν χάνει ποτέ το προσωπικό της σκηνοθετικό στυλ και τη φυσικότητά που διέπει την ταινία, μόνο που αυτή τη φορά κυριαρχεί μια αίσθηση ηρεμίας.
Οι Σύζυγοι σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν απλώς μια ταινία χρήσιμη μόνο για αρχειακούς σκοπούς για όποιον θελήσει να ασχοληθεί με το φεμινιστικό κίνημα αντιθέτως είναι μια ταινία πιο επίκαιρη από ποτέ και ιδιαίτερα πρωτοποριακή και εκρηκτική μέχρι και σήμερα. Δυστυχώς, όμως, οι ταινίες της Anja Breien εκτός από ιδιαίτερες είναι και εξαιρετικά δυσεύρετες, επομένως αν σας δοθεί ποτέ η ευκαιρία σε κάποια προβολή, φεστιβάλ ή αφιέρωμα να παρακολουθήσετε ταινία της, μην διστάσετε!
