
Η αναγέννηση της γοτθικής αισθητικής και τεχνικής αφήγησης, που αναδύεται στον κινηματογραφικό τρόμο τα τελευταία χρόνια, αποτελεί φαινόμενο άξιο μελέτης. Πιο πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα το Nosferatu (2024) του Robert Eggers, ενώ η αναμονή για τη νέα μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος της Shelley, “Frankenstein”, κορυφώνεται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ απαραίτητο να γίνει αναφορά σε ένα αριστούργημα του (υπο-)είδους, το οποίο, παρά το all-star cast και τον πολυβραβευμένο σκηνοθέτη του, μοιάζει να πέρασε κάτω από τα ραντάρ μας. Ο λόγος για το Crimson Peak ή Πορφυρός Λόφος του 2015, σε σκηνοθεσία Guillermo del Toro, με πρωταγωνιστές τους Mia Wasikowska, Jessica Chastain και Tom Hiddleston.
Η πλοκή
Στο κινηματογραφικό αυτό παραμύθι, παρακολουθούμε την επίδοξη συγγραφέα και κληρονόμο μεγάλης περιουσίας, Ίντιθ Κούσινγκ (Mia Wasikowska), η οποία, αμέσως μετά τον μυστηριώδη θάνατο του πατέρα της, ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη μαζί με τον αριστοκρατικής καταγωγής έρωτά της, Τόμας Σαρπ (Tom Hiddleston), και την αδερφή του (Jessica Chastain), στο γοτθικής αρχιτεκτονικής οικογενειακό αρχοντικό των Σαρπ, στην επαρχία της βικτοριανής Αγγλίας. Ωστόσο, τα μυστικά που κρύβει η έπαυλη, στα απαγορευμένα της δωμάτια (ή και ορόφους), θα στοιχειώσουν –με περισσότερους από έναν τρόπους– την Ίντιθ και τη σχέση της με τον βαρονέτο Τόμας.

Και γιατί είναι τόσο relevant;
Απλούστατα, γιατί πρόκειται για την πιο πιστή – αισθητικά και θεματολογικά – κινηματογραφική απόδοση του πολυαγαπημένου γοτθικού τρομο-ρομάντζου. «Δεν είναι μία ιστορία φαντασμάτων, είναι μία ιστορία με φαντάσματα», λέει νωρίς στην ταινία η Ίντιθ, προσπαθώντας να πείσει έναν εκδότη για το βιβλίο της. Και μέσα σε αυτή τη φράση, παρά την απόρριψη που θα ακολουθήσει, κρύβεται η ουσία όχι μόνο του έργου της αλλά και της ίδιας της ταινίας. Ο del Toro φροντίζει να προειδοποιήσει διακριτικά τον θεατή: μην προσμένεις κλασικό εμπορικό τρόμο – αυτό που σε περιμένει είναι πιο ύπουλο και ανθρώπινο.
Παρότι η ανατροπή της πλοκής είναι σχετικά προβλέψιμη από νωρίς, ο σκηνοθέτης δεν χάνει ποτέ τον έλεγχο της αφήγησης, διατηρώντας την ένταση και το ενδιαφέρον αμείωτα. Η ατμόσφαιρα είναι υποβλητική, σχεδόν απτή: σκοτεινή, υπνωτική, με τόσο προσεκτικά τοποθετημένα jumpscares, που υπηρετούν την αφήγηση αντί να την καπελώνουν.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Crimson Peak όμως είναι αλλού: στους χαρακτήρες της και στις μεταξύ τους σχέσεις. Τα φαντάσματα δεν είναι εκεί για να τρομάξουν. Είναι εκεί για να υπογραμμίσουν, να αποκαλύψουν, να στοιχειώσουν όχι απλώς τους διαδρόμους του σπιτιού, αλλά και τις σιωπές ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο τρόμος έρχεται εκ των έσω – από το βλέμμα, την απόσταση, την αποκάλυψη.
Το καστ, σε απόλυτη σύμπνοια με το όραμα του σκηνοθέτη, παραδίδει εξαιρετικές ερμηνείες. Η Mia Wasikowska σηκώνει την ταινία στους ώμους της χωρίς να λυγίσει ούτε στιγμή. Με σώμα και βλέμμα εναρμονισμένα στο ύφος της ταινίας, αποδίδει την Ίντιθ με ειλικρίνεια και σοβαρότητα, αποφεύγοντας την παγίδα της υπερβολής ή της ειρωνείας. Δίπλα της, ο Tom Hiddleston και η Jessica Chastain όχι μόνο στέκονται ισάξιοι, αλλά απογειώνουν το δράμα, προσδίδοντας στους ρόλους τους πολυπλοκότητα και ένταση που ξεπερνά τις αναμενόμενες συμβάσεις του είδους.
Ο del Toro δεν επιδιώκει να σοκάρει. Θέλει να στοιχειώσει. Και τα καταφέρνει – σιωπηλά, ύπουλα, βαθιά.

Τελικά να δω το Crimson Peak;
Αν νοσταλγείς μια εποχή που οι ταινίες τρόμου εστίαζαν στην ψυχολογία των χαρακτήρων και μας καλούσαν να νοιαστούμε ουσιαστικά για εκείνους, τότε ναι. Αν θέλεις μια εμπειρία που θυμίζει Hitchcock της εποχής Rebecca, και σου αρκεί να «ζήσεις» για κάτι λιγότερο από δύο ώρες σε ένα στοιχειωμένο αρχοντικό της βρετανικής επαρχίας, τότε επίσης ναι. Αν όχι… τότε όχι.
Δείτε το τρείλερ: