
Έχουμε συνηθίσει να φανταζόμαστε τα σημαντικά πρόσωπα της τέχνης ως ώριμους, εκλεπτυσμένους ανθρώπους, υπεράνω μικροτήτων. Η πραγματικότητα, όμως, απέχει αρκετά από αυτή την εικόνα. Δεν είναι λίγες οι φορές που κορυφαίοι δημιουργοί του κινηματογράφου δεν δίστασαν να επιτεθούν λεκτικά, είτε στην αξία του έργου, είτε στο ήθος των συναδέλφων τους. Παρακάτω παρουσιάζονται μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις από τα πιο iconic σκηνοθετικά beefs στην ιστορία του σινεμά.
Ο Ingmar Bergman για τον Jean-Luc Godard: ένα από τα πιο iconic σκηνοθετικά beefs της ευρωπαϊκής κινηματογραφίας
Ο Ingmar Bergman, του οποίου το όνομα επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο για τους πιο λάθος λόγους, θεωρείται ευρέως ένας από τους σπουδαιότερους κινηματογραφιστές της γηραιάς ηπείρου. Τον εκτιμούν σχεδόν όλοι για την ικανότητά του να αποτυπώνει στο φιλμ το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης και υπόστασης. Ο ίδιος, όμως, δεν δίστασε ποτέ να είναι ξεκάθαρος απέναντι σε άλλους auteurs που δεν θεωρούσε αντάξιους.

Ένας από αυτούς ήταν ο Jean-Luc Godard, ο σπουδαίος επαναστάτης του παγκόσμιου σινεμά, νονός του «Γαλλικού Νέου Κύματος» και κάτοχος του πιο iconic αρκτικόλεξου του κινηματογραφικού κόσμου: JLG. Ο Bergman είχε χαρακτηρίσει τις ταινίες του Godard ως ψευδο-διανοουμενίστικες, ενοχλητικά αυτοαναφορικές με εμμονικό τρόπο, «ψόφιες», αδιάφορα σκηνοθετημένες και βαρετές. Αυτά τα σχόλια αφορούσαν την ταινία Masculin Féminin, αλλά ο Bergman δεν δίστασε να γενικεύσει την άποψή του σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Godard.
Σε άλλη συνέντευξη, όταν ρωτήθηκε ξανά για τον Godard, δήλωσε πως οι ταινίες του του προκαλούν άγχος. Είχε την αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί διαρκώς να του μεταφέρει κάτι, αλλά εκείνος αδυνατεί να κατανοήσει τι. Σε ορισμένες περιπτώσεις πίστευε ότι ο JLG μπλοφάρει και εξαπατά τον θεατή, κρατώντας μια επικριτική στάση απέναντί του όταν εκείνος αποκαλύπτει πως οι ερμηνείες του για την ταινία ήταν λανθασμένες.
Αυτό το clash δεν ήταν απλώς μια αισθητική διαφωνία, αλλά ένα από τα πιο iconic σκηνοθετικά beefs στην ιστορία του ευρωπαϊκού arthouse σινεμά.
Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι ο Bergman δεν έκρυψε ποτέ τις έντονα συντηρητικές του απόψεις, ούτε τις συμπάθειές του προς το ναζιστικό καθεστώς και τον Χίτλερ. Η πρόσφατη ανακίνηση αυτού του ζητήματος με οδηγεί στο να υποθέτω ότι ίσως υπήρχαν και επιπλέον λόγοι που τον ωθούσαν να επιτίθεται συστηματικά στον Godard – έναν σκηνοθέτη που ήταν ξεκάθαρα μαρξιστής-μαοϊστής, και είχε επίσης εκφραστεί επικριτικά για τον Buñuel, άθεο κομμουνιστή, αλλά και για τον Antonioni, που επίσης είχε αριστερή πολιτική τοποθέτηση.
Ο Godard, από τη μεριά του, όταν ακόμα ήταν κριτικός κινηματογράφου στις αρχές της δεκαετίας του ’50, είχε μιλήσει με εξαιρετικά θετικά λόγια για τον Bergman. Είχε συγκεκριμένα αναφέρει πόσο μαγευτική του φαινόταν η ικανότητά του να διαστέλλει τον χρόνο ανάμεσα σε δύο βλεφαρίσματα, μέσα σε ταινίες διάρκειας μόλις 80–90 λεπτών. Αυτή του την ικανότητα την είχε χαρακτηρίσει «μαγική», γιατί – όπως είχε πει – μάς κάνει να αντιλαμβανόμαστε βαθύτερα το γεγονός ότι στον κόσμο, την ίδια στιγμή, εκατομμύρια άνθρωποι βιώνουν τελείως διαφορετικές εμπειρίες.
Η ειρωνεία του να εκτιμάς κάποιον που αργότερα σε απαξιώνει, είναι από μόνη της ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στα iconic σκηνοθετικά beefs.
Ο Jean-Luc Godard για τον Quentin Tarantino: όταν τα iconic σκηνοθετικά beefs περνούν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού
Ανάλογη δυναμική φαίνεται να είχε και η σχέση του Godard με τον Tarantino. Όταν ο Godard ρωτήθηκε πώς βλέπει το γεγονός ότι ο, τότε νεαρός, Quentin είχε ονομάσει την εταιρία παραγωγής του Bande à Part (εμπνευσμένος από την ομώνυμη ταινία του JLG), δεν αντέδρασε όπως ίσως περίμενε κανείς. Τον χαρακτήρισε κενό και ρηχό, ενώ σχολίασε ειρωνικά: «Ξέρετε ότι δεν με πλήρωσε καν για το όνομα;»

Η ηθοποιός Moly Ringwald, η οποία είχε συνεργαστεί με τον Godard το 1987 στην σημαντικά υποτιμημένη μεταφορά του σαιξπηρικού «King Lear», είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή της, ότι ο Jean-Luc είχε βρει το «Pulp Fiction» πολύ κοινότυπο – στερούμενο πρωτοτυπίας.
Σε μια άλλη συνέντευξη, στο Φεστιβάλ των Καννών, όταν ερωτήθηκε ξανά για τη γνώμη του για τον Αμερικανό σκηνοθέτη, o JLG δεν δίστασε να τον αποκαλέσει faquin. Η λέξη αυτή ανήκει στην αρχαϊκή γαλλική γλώσσα και χρησιμοποιείται σπανίως πια, κυρίως σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα. Σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί ως «αχρείος, υπάνθρωπος, ξεδιάντροπος».
Από την πλευρά του, ο Tarantino είχε εκφράσει ποικιλοτρόπως την εκτίμησή του για τον σπουδαίο JLG. Από το να δώσει στην εταιρία του το όνομα της ταινίας του, μέχρι να τον αποκαλέσει «ο Bob Dylan της 7ης τέχνης», θέλοντας να υπογραμμίσει πόσο καταλυτικός υπήρξε για την πορεία και την καθιέρωση του κινηματογράφου ως ισότιμης τέχνης.

Αργότερα, πάντως, φαίνεται να «αποκήρυξε» κατά κάποιον τρόπο τον Godard, χαρακτηρίζοντάς τον ως «μια φάση» που – κατά τη γνώμη του – όλοι οι καλλιτέχνες περνούν και ξεπερνούν στο δημιουργικό τους ταξίδι. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν αυτή η στροφή ήταν φυσική και ώριμη, ή αν απλώς δυσκολεύτηκε να διαχειριστεί την απόρριψη από το νεανικό του είδωλο, και η αποστασιοποίηση αποτέλεσε έναν μηχανισμό άμυνας. Κλασική περίπτωση όπου θρύλοι κριτικάρουν θρύλους, με συναισθηματικό βάθος και προσωπικά απωθημένα να σιγοκαίνε στο παρασκήνιο.
Ο Jacques Rivette για τους Stanley Kubrick, James Cameron και Steven Spielberg
Ένας άλλος επαγγελματίας κράχτης ήταν ο σπουδαίος Jacques Rivette. Φαίνεται να είχε έντονη αντιπάθεια για αρκετούς σημαντικούς Αμερικανούς σκηνοθέτες, καθώς είχε εκφραστεί με διόλου κολακευτικό τρόπο για την «αγία τριάδα» του αμερικανικού blockbuster: Stanley Kubrick, James Cameron και Steven Spielberg.

Συγκεκριμένα, είχε αποκαλέσει τον Kubrick «μηχανή», λέγοντας πως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ήταν καλός στο να δημιουργεί ταινίες για… μηχανές, όπως το 2001: A Space Odyssey, αλλά όχι τίποτα πέρα απ’ αυτό. Αυτή η στάση απέναντι στο έργο του μεγαλοφυούς Kubrick δεν είναι πρωτοφανής, αρκετοί σκηνοθέτες έχουν σταθεί επικριτικά απέναντι στον κυνισμό που διαπερνά το σινεμά του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Tarkovsky.

Ο Rivette δεν σταμάτησε εκεί. Είχε επιτεθεί με σφοδρότητα στον James Cameron, με επίκεντρο τον Τιτανικό – μια ταινία που βρήκε απολύτως ανυπόφορη. Ειδικά για την παρουσία και την ερμηνεία της Kate Winslet είχε μιλήσει με απαξιωτικούς όρους. Τον ενόχλησε, επίσης, βαθιά η υστερία του κοινού γύρω από το magnum opus του Cameron, ιδιαίτερα επειδή αποτελούνταν κυρίως από έφηβες. Γενικεύοντας, εξέφρασε την περιφρόνησή του και για τις σκηνοθετικές ικανότητες του Cameron συνολικά.
Το τρίτο, και ίσως πιο απρόσμενο, «θύμα» της κριτικής του ήταν ο ήρωας του αμερικανικού blockbuster, Steven Spielberg. Στην ίδια συνέντευξη, ολοκληρώνοντας το ξέσπασμά του για τον Cameron, είπε χαρακτηριστικά: «Τουλάχιστον δεν είναι μ@λ@κ@ς, σαν τον Spielberg». Ο λόγος για αυτή την απροκάλυπτα εχθρική στάση απέναντί του παραμένει άγνωστος. Μάλιστα, γίνεται ακόμη πιο αινιγματικός αν αναλογιστεί κανείς ότι οι δύο δημιουργοί δεν φαίνεται να έχουν συναντηθεί ποτέ. Κάποιες φορές, τα iconic σκηνοθετικά beefs γεννιούνται στη σιωπή, χωρίς ποτέ να υπάρξει προσωπική επαφή.
