Προτού καν συμπληρώσει τα 30 του έτη, ο Νίκος Κούνδουρος έμελλε να είναι αυτός που θα συστήσει στο κοινό της μεταπολεμικής Ελλάδας τι εστί νεορεαλισμός, λίκνο του οποίου υπήρξε φυσικά η γειτονική μας Ιταλία, από τη δεκαετία του ’40 και εντεύθεν, με αξεπέραστα αριστουργήματα από σκηνοθέτες που καθόρισαν τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και αποτέλεσαν σφαίρα επιρροής παγκοσμίως. Έτσι, ο Έλληνας σκηνοθέτης-οραματιστής με τη «Μαγική Πόλις» (1954) να προστίθεται στο άδειο βιογραφικό του σχεδόν 10 χρόνια αργότερα από τους Ιταλούς ομόλογούς του, συνθέτει ένα νεορεαλιστικό μελόδραμα για την αστική αλλοτρίωση, βυθομετρώντας τον λαϊκό ιστό που την απαρτίζει, με χαρακτήρες της διπλανής πόρτας που βρίσκονται σε οικονομικά και ψυχολογικά αδιέξοδα. Βγάζοντας την κάμερα έξω, γίνεται ο παρατηρητής της σκληρής μεταπολεμικής πραγματικότητας και με ντοκιμαντερίστικη ακρίβεια καταγράφει τα καθημερινά προβλήματα, τα κοινωνικοπολιτικά βάσανα και ακτινογραφεί τον ψυχισμό των πρωταγωνιστών.
Ο Κούνδουρος δεν είναι ο μόνος που κάνει το δυναμικό του ντεμπούτο με την ταινία αυτή, καθώς στο παρθενικό του πόνημα θα τον ακολουθήσει και ο θρυλικός Θανάσης Βέγγος, εκεί όπου θα δούμε την πρώτη φορά που εμφανίστηκε ίσως η πιο αγαπητή και συμπαθής φυσιογνωμία Έλληνα ηθοποιού στο μεγάλο πανί από καταβολής κινηματογράφου. Εδώ, ο λαοφιλής κωμικός ηθοποιός δείχνει από πολύ νωρίς -κόντρα σε ό,τι μας καλόμαθε στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του- σημάδια δραματικού ρόλου (πράγμα που επανέλαβε ελάχιστες φορές ξανά στο παρελθόν, πολύ αργότερα, με εξαίρεση τη συμμετοχή του στον «Δράκο»), πάντα με έναν αμίμητο τρόπο σαν να μην πέρασε μια μέρα… Στη «Μαγική Πόλις», θα γίνει το βάπτισμα του πυρός για έναν μεγάλο ηθοποιό και ακόμα μεγαλύτερο… άνθρωπο!
Στην ταινία λοιπόν, ο Κοσμάς (Γιώργος Φούντας) είναι ένα απλός καθημερινός άνθρωπος του μεροκάματου που παλεύει για τα προς το ζην, αλλά η οικονομική μέγγενη τον σφίγγει σαν θηλιά στο λαιμό, είναι πλέον σε «τερματικό» στάδιο και η ανάγκη του να γλιτώσει με οποιονδήποτε τρόπο, μονόδρομος. Επιπλέον, θέλει να ξεκολλήσει από τη μιζέρια και τις έγνοιες, οι παραστάσεις που βλέπει καθημερινά και το κοντινό του περιβάλλον νιώθει πως δεν τον «βοηθάνε» σε αυτό καθότι και αυτοί είναι άνθρωποι που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια μονότονη ρουτίνα που ανακυκλώνεται και νιώθει ότι τον κρατάνε και αυτοί άθελά τους πίσω. Είναι ένας νεαρός άντρας με όνειρα αλλά και χρέη, που ψάχνει τη γυναικεία συντροφιά όπου βρει, τον έρωτα όπου του επιφυλάξει η μοίρα και το χρήμα -αρχικά- όπου του προσφερθεί.
Ο Κοσμάς όντας οδηγός που φορτώνει τρόφιμα είναι εύκολη λεία για κάποιους «καλοθελητές» κομπιναδόρους που θα τον προσεγγίσουν δήθεν φιλικά και θα του υποσχεθούν γρήγορα και εύκολα λεφτά, με την ελάχιστη αλλά πολύτιμη βοήθειά του στο να μεταφέρει με το φορτηγό του κάποιο «εμπόρευμα». Όλα αυτά όμως είναι πολύ καλά για να είναι αληθινά και η συνειδητοποίηση δυστυχώς δεν θα επέλθει χωρίς συνέπειες και έτσι, δεν θα αργήσει να καταλάβει ότι έχει μπλεχτεί σε επικίνδυνα αλισβερίσια με τον κόσμο της νύχτας και συμμετέχει εν αγνοία του σε εμπόριο ναρκωτικών. Πολύ γρήγορα ο φτωχοδιάβολος, Κοσμάς, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους εκβιασμούς και τις απειλές του υποκόσμου, να ξεχρεώσει με οικονομικές οφειλές αλλά και να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς με ανθρώπους.
Η πρώτη εμφάνιση του φιλόδοξου Κούνδουρου θα συνοδευτεί από ένα αξιόλογο φιλμ, καλλιτεχνικό τέκνο του νεορεαλισμού, πράγμα που θα επαναλάβει σε διαφορετικό στυλ το 1956 με τον διαχρονικό, εξπρεσιονιστικό «Δράκο», επηρεασμένος βαθιά από μια άλλη χώρα αυτή τη φορά, τη Γερμανία, γυρνώντας ένα αριστουργηματικό alter ego του «M» του Fritz Lang. Με την δεύτερη σερί του επιτυχία, «Ο Δράκος» θα είναι και η επίσημη σφραγίδα του για να γνωριστεί και με τα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού, να «κυκλοφορήσει» το όνομα του και να καθιερωθεί στην Ελλάδα ως ένας σκηνοθέτης που θα μνημονεύεται (όπως και τελικά συνέβη) εις τους αιώνες των αιώνων…
Η «Μαγική Πόλις» είναι αυτό το φιλμ που νομίζεις ότι το έχεις ξαναδεί σε άλλη γλώσσα, σίγουρα όχι όμως με τη κάμερα να κάνει περατζάδα στα ελληνικά λαϊκά σοκάκια, με συντροφιά τις μουσικές συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι να δίνουν μια νότα αισιοδοξίας σαν βάλσαμο, στις φτωχογειτονιές, εκεί όπου λαμβάνει χώρα το καταστασιακό, σε έναν οικείο χώρο δράσης που δεν είχε αποτυπωθεί με αυτό τον τρόπο. Ένα πόνημα που είναι ταυτοχρόνως καινοφανές αλλά ανήκει και ξεκάθαρα στο ήδη εδραιωμένο -τότε- ρεύμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Οι πολύ καλές ερμηνείες (ο Γιώργος Φούντας είναι εξαιρετικός) επισκιάζουν τα «απλοϊκά» μηνύματα και τα επιφανειακά ηθικά διλήμματα και η ταινία παραμένει αξιόλογη διαθέτοντας αρετές ως προς τον ρεαλισμό και την σκηνοθεσία, αφού ο Κούνδουρος διεισδύει στα απόνερα και το ψυχολογικό χάος ενός απελπισμένου νεαρού που δεν έχει πού τη κεφαλή κλίναι, σε μια χώρα που προσπαθεί ακόμα να συνέλθει οικονομικά και ψυχικά από τον πόλεμο.
Είναι ο προάγγελος μιας σκηνοθετικής ευφυίας, μια ταινία στην οποία παρουσιάζονται όχι ακόμα πλήρως αποκρυσταλλωμένα οι σκηνοθετικές δεξιότητες ενός εκκολαπτόμενου -τότε- ταλαντούχου σκηνοθέτη, χαρακτηρισμός που επαληθεύτηκε 2 χρόνια αργότερα με την -κατά κοινή ομολογία- καλύτερή του ταινία και μια από τις κορυφαίες όλων των εποχών στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, τον ανυπέρβλητο «Δράκο»
Δείτε το trailer της ταινίας «Μαγική Πόλις» εδώ: